1 1 Παροιμίαι Σολομώντος, υιού του Δαβίδ, βασιλέως του Ισραήλ, 2 διά να γνωρίση τις σοφίαν και παιδείαν, διά να νοήση λόγους φρονήσεως, 3 διά να λάβη διδασκαλίαν συνέσεως, δικαιοσύνης και κρίσεως και ευθύτητος, 4 διά να δώση νόησιν εις τους απλούς, και εις τον νέον μάθησιν και διάγνωσιν. 5 Ο σοφός ακούων θέλει γείνει σοφώτερος, και ο νοήμων θέλει αποκτήσει επιστήμην κυβερνήσεως· 6 ώστε να εννοή παροιμίαν και σκοτεινόν λόγον, ρήσεις σοφών και αινίγματα αυτών. 7 Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου· οι άφρονες καταφρονούσι την σοφίαν και την διδασκαλίαν. 8 Άκουε, υιέ μου, την διδασκαλίαν του πατρός σου, και μη απορρίψης τον νόμον της μητρός σου. 9 Διότι ταύτα θέλουσιν είσθαι στέφανος χαρίτων εις την κορυφήν σου και περιδέραιον περί τον τράχηλόν σου. 10 Υιέ μου, εάν θελήσωσιν οι αμαρτωλοί να σε δελεάσωσι, μη θελήσης· 11 εάν είπωσιν, Ελθέ μεθ' ημών, ας ενεδρεύσωμεν δι' αίμα, ας επιβουλευθώμεν αναιτίως τον αθώον, 12 Ας καταπίωμεν αυτούς ζώντας, ως ο άδης, και ολοκλήρους ως τους καταβαίνοντας εις τον λάκκον· 13 θέλομεν ευρεί παν πολύτιμον αγαθόν, θέλομεν γεμίσει τους οίκους ημών από λαφύρων· 14 θες τον κλήρόν σου μεταξύ ημών, εν βαλάντιον ας ήναι εις πάντας ημάς· 15 υιέ μου, μη περιπατήσης εν οδώ μετ' αυτών· άπεχε τον πόδα σου από των τρίβων αυτών· 16 διότι οι πόδες αυτών τρέχουσιν εις το κακόν, και σπεύδουσιν εις το να χύσωσιν αίμα. 17 Διότι ματαίως εξαπλόνεται δίκτυον έμπροσθεν των οφθαλμών παντός πτερωτού. 18 Διότι ούτοι ενεδρεύουσι κατά του ιδίου αυτών αίματος, επιβουλεύονται τας εαυτών ψυχάς· 19 Τοιαύται είναι αι οδοί παντός πλεονέκτου· η πλεονεξία αφαιρεί την ζωήν των κυριευομένων υπ' αυτής. 20 Η σοφία φωνάζει έξω, εκπέμπει την φωνήν αυτής εν ταις πλατείαις· 21 Κράζει επί κεφαλής των αγορών, εν ταις εισόδοις των πυλών· απαγγέλλει τους λόγους αυτής διά της πόλεως, λέγουσα, 22 Έως πότε, μωροί, θέλετε αγαπά την μωρίαν, και οι χλευασταί θέλουσιν ηδύνεσθαι εις τους χλευασμούς αυτών, και οι άφρονες θέλουσι μισεί την γνώσιν; 23 Επιστρέψατε προς τους ελέγχους μου· ιδού, εγώ θέλω εκχέει το πνεύμά μου εφ' υμάς, θέλω σας κάμει να νοήσητε τους λόγους μου. 24 Επειδή εγώ έκραζον, και σεις δεν υπηκούετε· εξέτεινον την χείρα μου, και ουδείς προσείχεν· 25 Αλλά κατεφρονείτε πάσας τας συμβουλάς μου και τους ελέγχους μου δεν εδέχεσθε· 26 διά τούτο και εγώ θέλω επιγελάσει εις τον όλεθρόν σας· θέλω καταχαρή, όταν επέλθη ο φόβος σας. 27 Όταν ο φόβος σας επέλθη ως ερήμωσις και η καταστροφή σας εφορμήση ως ανεμοστρόβιλος, όταν η θλίψις και η στενοχωρία έλθωσιν εφ' υμάς· 28 τότε θέλουσι με επικαλεσθή, αλλά δεν θέλω αποκριθή· επιμόνως θέλουσι με εκζητήσει, αλλά δεν θέλουσι με ευρεί. 29 Διότι εμίσησαν την γνώσιν και τον φόβον του Κυρίου δεν εξέλεξαν· 30 δεν ηθέλησαν τας συμβουλάς μου· κατεφρόνησαν πάντας τους ελέγχους μου· 31 διά τούτο θέλουσι φάγει από των καρπών της οδού αυτών και θέλουσι χορτασθή από των κακοβουλιών αυτών. 32 Διότι η αποστασία των μωρών θέλει θανατώσει αυτούς, και η αμεριμνησία των αφρόνων θέλει αφανίσει αυτούς. 33 Όστις όμως ακούει εμού, θέλει κατοικήσει εν ασφαλεία· και θέλει ησυχάζει, μη φοβούμενος κακόν. 2 1 Υιέ μου, εάν δεχθής τους λόγους μου και ταμιεύσης τας εντολάς μου παρά σεαυτώ, 2 ώστε να προσέξη το ωτίον σου εις την σοφίαν, να κλίνης την καρδίαν σου εις την σύνεσιν· 3 και εάν επικαλεσθής την φρόνησιν, και υψώσης την φωνήν σου εις την σύνεσιν· 4 εάν ζητήσης αυτήν ως αργύριον και εξερευνήσης αυτήν ως κεκρυμμένους θησαυρούς, 5 τότε θέλεις εννοήσει τον φόβον του Κυρίου και θέλεις ευρεί την επίγνωσιν του Θεού. 6 Διότι ο Κύριος δίδει σοφίαν· εκ του στόματος αυτού εξέρχεται γνώσις και σύνεσις. 7 Αποταμιεύει σωτηρίαν εις τους ευθείς· είναι ασπίς εις τους περιπατούντας εν ακεραιότητι, 8 υπερασπίζων τας οδούς της δικαιοσύνης και φυλάττων την οδόν των οσίων αυτού. 9 Τότε θέλεις εννοήσει δικαιοσύνην και κρίσιν και ευθύτητα, πάσαν οδόν αγαθήν. 10 Εάν η σοφία εισέλθη εις την καρδίαν σου και η γνώσις ηδύνη την ψυχήν σου, 11 ορθή βουλή θέλει σε φυλάττει, σύνεσις θέλει σε διατηρεί· 12 διά να σε ελευθερόνη από της οδού της πονηράς, από ανθρώπου λαλούντος δόλια, 13 οίτινες εγκαταλείπουσι τας οδούς της ευθύτητος, διά να περιπατώσιν εν ταις οδοίς του σκότους· 14 οίτινες ηδύνονται εις το να κάμνωσι κακόν, χαίρουσιν εις τας διαστροφάς της κακίας, 15 των οποίων αι οδοί είναι σκολιαί και αι πορείαι αυτών διεστραμμέναι· 16 διά να σε ελευθερόνη από ξένης γυναικός, από αλλοτρίας κολακευούσης με τους λόγους αυτής, 17 ήτις εγκατέλιπε τον επιστήθιον της νεότητος αυτής και ελησμόνησε την διαθήκην του Θεού αυτής. 18 Διότι ο οίκος αυτής καταβιβάζει εις τον θάνατον, και τα βήματα αυτής εις τους νεκρούς· 19 πάντες οι εισερχόμενοι προς αυτήν δεν επιστρέφουσιν ουδέ αναλαμβάνουσι τας οδούς της ζωής· 20 διά να περιπατής εν τη οδώ των αγαθών και να φυλάττης τας τρίβους των δικαίων. 21 Διότι οι ευθείς θέλουσι κατοικήσει την γην, και οι τέλειοι θέλουσιν εναπολειφή εν αυτή. 22 Οι δε ασεβείς θέλουσιν εκκοπή από της γης, και οι παράνομοι θέλουσιν εκριζωθή απ' αυτής. 1 Υιέ μου, εάν δεχθής τους λόγους μου και ταμιεύσης τας εντολάς μου παρά σεαυτώ, 2 ώστε να προσέξη το ωτίον σου εις την σοφίαν, να κλίνης την καρδίαν σου εις την σύνεσιν· 3 και εάν επικαλεσθής την φρόνησιν, και υψώσης την φωνήν σου εις την σύνεσιν· 4 εάν ζητήσης αυτήν ως αργύριον και εξερευνήσης αυτήν ως κεκρυμμένους θησαυρούς, 5 τότε θέλεις εννοήσει τον φόβον του Κυρίου και θέλεις ευρεί την επίγνωσιν του Θεού. 6 Διότι ο Κύριος δίδει σοφίαν· εκ του στόματος αυτού εξέρχεται γνώσις και σύνεσις. 7 Αποταμιεύει σωτηρίαν εις τους ευθείς· είναι ασπίς εις τους περιπατούντας εν ακεραιότητι, 8 υπερασπίζων τας οδούς της δικαιοσύνης και φυλάττων την οδόν των οσίων αυτού. 9 Τότε θέλεις εννοήσει δικαιοσύνην και κρίσιν και ευθύτητα, πάσαν οδόν αγαθήν. 10 Εάν η σοφία εισέλθη εις την καρδίαν σου και η γνώσις ηδύνη την ψυχήν σου, 11 ορθή βουλή θέλει σε φυλάττει, σύνεσις θέλει σε διατηρεί· 12 διά να σε ελευθερόνη από της οδού της πονηράς, από ανθρώπου λαλούντος δόλια, 13 οίτινες εγκαταλείπουσι τας οδούς της ευθύτητος, διά να περιπατώσιν εν ταις οδοίς του σκότους· 14 οίτινες ηδύνονται εις το να κάμνωσι κακόν, χαίρουσιν εις τας διαστροφάς της κακίας, 15 των οποίων αι οδοί είναι σκολιαί και αι πορείαι αυτών διεστραμμέναι· 16 διά να σε ελευθερόνη από ξένης γυναικός, από αλλοτρίας κολακευούσης με τους λόγους αυτής, 17 ήτις εγκατέλιπε τον επιστήθιον της νεότητος αυτής και ελησμόνησε την διαθήκην του Θεού αυτής. 18 Διότι ο οίκος αυτής καταβιβάζει εις τον θάνατον, και τα βήματα αυτής εις τους νεκρούς· 19 πάντες οι εισερχόμενοι προς αυτήν δεν επιστρέφουσιν ουδέ αναλαμβάνουσι τας οδούς της ζωής· 20 διά να περιπατής εν τη οδώ των αγαθών και να φυλάττης τας τρίβους των δικαίων. 21 Διότι οι ευθείς θέλουσι κατοικήσει την γην, και οι τέλειοι θέλουσιν εναπολειφή εν αυτή. 22 Οι δε ασεβείς θέλουσιν εκκοπή από της γης, και οι παράνομοι θέλουσιν εκριζωθή απ' αυτής. 23 Proverbs 3:1: Υιέ μου, μη λησμονής τους νόμους μου, και η καρδία σου ας φυλάττη τας εντολάς μου. 24 Proverbs 3:2: Διότι μακρότητα ημερών και έτη ζωής και ειρήνην θέλουσι προσθέσει εις σε. 25 Proverbs 3:3: Έλεος και αλήθεια ας μη σε εγκαταλίπωσι· δέσον αυτάς περί τον τράχηλόν σου· εγχάραξον αυτάς επί την πλάκα της καρδίας σου· 26 Proverbs 3:4: ούτω θέλεις ευρεί χάριν και εύνοιαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων. 27 Proverbs 3:5: Έλπιζε επί Κύριον εξ όλης σου της καρδίας, και μη επιστηρίζεσαι εις την σύνεσίν σου· 28 Proverbs 3:6: εν πάσαις ταις οδοίς σου αυτόν γνώριζε, και αυτός θέλει διευθύνει τα διαβήματά σου. 29 Proverbs 3:7: Μη φαντάζεσαι σεαυτόν σοφόν· φοβού τον Κύριον και έκκλινον από κακού. 30 Proverbs 3:8: Τούτο θέλει είσθαι ίασις εις τα νεύρά σου και μυέλωσις εις τα οστά σου. 31 Proverbs 3:9: Τίμα τον Κύριον από των υπαρχόντων σου και από των απαρχών πάντων των γεννημάτων σου· 32 Proverbs 3:10: και θέλουσιν εμπλησθή αι σιτοθήκαι σου από αφθονίας και οι ληνοί σου θέλουσιν εκχειλίζει από νέου οίνου. 3 1 Υιέ μου, μη λησμονής τους νόμους μου, και η καρδία σου ας φυλάττη τας εντολάς μου. 2 Διότι μακρότητα ημερών και έτη ζωής και ειρήνην θέλουσι προσθέσει εις σε. 3 Έλεος και αλήθεια ας μη σε εγκαταλίπωσι· δέσον αυτάς περί τον τράχηλόν σου· εγχάραξον αυτάς επί την πλάκα της καρδίας σου· 4 ούτω θέλεις ευρεί χάριν και εύνοιαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων. 5 Έλπιζε επί Κύριον εξ όλης σου της καρδίας, και μη επιστηρίζεσαι εις την σύνεσίν σου· 6 εν πάσαις ταις οδοίς σου αυτόν γνώριζε, και αυτός θέλει διευθύνει τα διαβήματά σου. 7 Μη φαντάζεσαι σεαυτόν σοφόν· φοβού τον Κύριον και έκκλινον από κακού. 8 Τούτο θέλει είσθαι ίασις εις τα νεύρά σου και μυέλωσις εις τα οστά σου. 9 Τίμα τον Κύριον από των υπαρχόντων σου και από των απαρχών πάντων των γεννημάτων σου· 10 και θέλουσιν εμπλησθή αι σιτοθήκαι σου από αφθονίας και οι ληνοί σου θέλουσιν εκχειλίζει από νέου οίνου. 11 Υιέ μου, μη καταφρόνει την παιδείαν του Κυρίου και μη αθύμει ελεγχόμενος υπ' αυτού. 12 Διότι ο Κύριος ελέγχει όντινα αγαπά, καθώς και ο πατήρ τον υιόν, εις τον οποίον ευαρεστείται. 13 Μακάριος ο άνθρωπος, όστις εύρηκε σοφίαν, και ο άνθρωπος, όστις απέκτησε σύνεσιν· 14 Διότι το εμπόριον αυτής είναι καλήτερον παρά το εμπόριον του αργυρίου και το κέρδος αυτής παρά χρυσίον καθαρόν. 15 Είναι τιμιωτέρα πολυτίμων λίθων· και πάντα όσα επιθυμήσης δεν είναι αντάξια αυτής. 16 Μακρότης ημερών είναι εν τη δεξιά αυτής· εν τη αριστερά αυτής, πλούτος και δόξα. 17 Αι οδοί αυτής είναι οδοί τερπναί και πάσαι αι τρίβοι αυτής ειρήνη. 18 Είναι δένδρον ζωής εις τους εναγκαλιζομένους αυτήν· και μακάριοι οι κρατούντες αυτήν. 19 Διά της σοφίας εθεμελίωσεν ο Κύριος, εστερέωσε τους ουρανούς εν συνέσει. 20 Διά της γνώσεως αυτού αι άβυσσοι ηνοίχθησαν και τα νέφη σταλάζουσι δρόσον. 21 Υιέ μου, ας μη απομακρυνθώσι ταύτα από των οφθαλμών σου· φύλαττε ορθήν βουλήν και φρόνησιν· 22 και θέλει είσθαι ζωή εις την ψυχήν σου και χάρις εις τον τράχηλόν σου. 23 Τότε θέλεις περιπατεί ασφαλώς την οδόν σου, και ο πους σου δεν θέλει προσκόψει. 24 Όταν πλαγιάζης, δεν θέλεις τρομάζει· μάλιστα θέλεις πλαγιάζει, και ο ύπνος σου θέλει είσθαι γλυκύς. 25 Δεν θέλεις τρομάξει από αιφνιδίου φόβου ουδέ από του ολέθρου των ασεβών, όταν επέλθη· 26 Διότι ο Κύριος θέλει είσθαι η ελπίς σου, και θέλει φυλάξει τον πόδα σου από του να πιασθή. 27 Μη αρνηθής το καλόν προς εκείνους, εις τους οποίους πρέπει, όταν ήναι εν τη χειρί σου να κάμνης αυτό. 28 Μη είπης προς τον πλησίον σου, Ύπαγε και επανάστρεψον και αύριον θέλω σοι δώσει· ενώ έχεις τούτο παρά σεαυτώ. 29 Μη μηχανεύου κακόν κατά του πλησίον σου, ενώ πεποιθώς κατοικεί μετά σου. 30 Μη μάχου τινά αναιτίως, εάν δεν έκαμε κακόν εις σε. 31 Μη ζήλευε τον βίαιον άνθρωπον και μη εκλέξης μηδεμίαν εκ των οδών αυτού· 32 διότι ο Κύριος βδελύττεται τον σκολιόν· το δε απόρρητον αυτού φανερόνεται εις τους δικαίους. 33 Κατάρα Κυρίου εν τω οίκω του ασεβούς· ευλογεί δε την κατοικίαν των δικαίων. 34 Βεβαίως αυτός αντιτάττεται εις τους υπερηφάνους· εις δε τους ταπεινούς δίδει χάριν. 35 Οι σοφοί θέλουσι κληρονομήσει δόξαν· το δε ύψος των αφρόνων θέλει είσθαι η ατιμία. 4 1 Ακούσατε, τέκνα, παιδείαν πατρός, και προσέχετε να μάθητε σύνεσιν. 2 Διότι δίδω εις εσάς καλήν διδασκαλίαν· μη εγκαταλίπητε τον νόμον μου. 3 Διότι και εγώ εστάθην υιός του πατρός μου, αγαπητός και μονογενής ενώπιον της μητρός μου· 4 και με εδίδασκε και μοι έλεγεν, Ας κρατή η καρδία σου τους λόγους μου· φύλαττε τας εντολάς μου και θέλεις ζήσει. 5 Απόκτησον σοφίαν, απόκτησον σύνεσιν· μη λησμονήσης αυτήν, μηδέ εκκλίνης από των λόγων του στόματός μου· 6 μη εγκαταλίπης αυτήν, και θέλει σε περιφυλάττει· αγάπα αυτήν, και θέλει σε διατηρεί. 7 Η σοφία είναι το πρώτιστον· απόκτησον σοφίαν· και υπέρ πάσαν απόκτησίν σου απόκτησον σύνεσιν. 8 Ανάλαβε αυτήν και θέλει σε υψώσει· θέλει σε δοξάσει, όταν εναγκαλισθής αυτήν. 9 Θέλει επιθέσει επί την κεφαλήν σου στέφανον χαρίτων· θέλει σοι δώσει διάδημα δόξης. 10 Άκουε, υιέ μου, και δέχθητι τους λόγους μου· και θέλουσι πληθυνθή τα έτη της ζωής σου. 11 Σε διδάσκω την οδόν της σοφίας· σε εμβιβάζω εις τρίβους ευθείας. 12 Όταν περιπατής, τα βήματά σου δεν θέλουσιν είσθαι εστενοχωρημένα· και όταν τρέχης, δεν θέλεις προσκόψει. 13 Δράξον την παιδείαν, μη αφήσης αυτήν· φύλαττε αυτήν, διότι είναι η ζωή σου. 14 Μη εισέλθης εις την τρίβον των ασεβών, και μη υπάγης εις την οδόν των πονηρών. 15 Απόφευγε αυτήν, μη περάσης δι' αυτής, έκκλινον απ' αυτής και διάβα. 16 Διότι αυτοί δεν κοιμώνται, εάν δεν κακοποιήσωσι· και ο ύπνος αυτών αφαιρείται, εάν δεν υποσκελίσωσιν. 17 Επειδή τρώγουσιν άρτον ασεβείας και πίνουσιν οίνον δυναστείας. 18 Η οδός όμως των δικαίων είναι ως το λαμπρόν φως, το φέγγον επί μάλλον και μάλλον, εωσού γείνη τελεία ημέρα. 19 Η οδός των ασεβών είναι ως το σκότος· δεν γνωρίζουσι που προσκόπτουσιν. 20 Υιέ μου, πρόσεχε εις τας ρήσεις μου· κλίνον το ωτίον σου εις τα λόγιά μου. 21 Ας μη απομακρυνθώσιν από των οφθαλμών σου· φύλαττε αυτά εν τη καρδία σου· 22 διότι είναι ζωή εις τους ευρίσκοντας αυτά και ίασις εις πάσαν αυτών την σάρκα. 23 Μετά πάσης φυλάξεως φύλαττε την καρδίαν σου· διότι εκ ταύτης προέρχονται αι εκβάσεις της ζωής. 24 Απόβαλε από σου σκολιότητα στόματος, και διαστροφήν χειλέων απομάκρυνον από σου. 25 Οι οφθαλμοί σου ας βλέπωσιν ορθά, και τα βλέφαρά σου ας κατευθύνωνται έμπροσθέν σου. 26 Στάθμιζε το βάδισμα των ποδών σου, και πάσαι αι οδοί σου θέλουσι κατευθυνθή. 27 Μη εκκλίνης δεξιά ή αριστερά· απόστρεψον τον πόδα σου από κακού. 1 Ακούσατε, τέκνα, παιδείαν πατρός, και προσέχετε να μάθητε σύνεσιν. 2 Διότι δίδω εις εσάς καλήν διδασκαλίαν· μη εγκαταλίπητε τον νόμον μου. 3 Διότι και εγώ εστάθην υιός του πατρός μου, αγαπητός και μονογενής ενώπιον της μητρός μου· 4 και με εδίδασκε και μοι έλεγεν, Ας κρατή η καρδία σου τους λόγους μου· φύλαττε τας εντολάς μου και θέλεις ζήσει. 5 Απόκτησον σοφίαν, απόκτησον σύνεσιν· μη λησμονήσης αυτήν, μηδέ εκκλίνης από των λόγων του στόματός μου· 6 μη εγκαταλίπης αυτήν, και θέλει σε περιφυλάττει· αγάπα αυτήν, και θέλει σε διατηρεί. 7 Η σοφία είναι το πρώτιστον· απόκτησον σοφίαν· και υπέρ πάσαν απόκτησίν σου απόκτησον σύνεσιν. 8 Ανάλαβε αυτήν και θέλει σε υψώσει· θέλει σε δοξάσει, όταν εναγκαλισθής αυτήν. 9 Θέλει επιθέσει επί την κεφαλήν σου στέφανον χαρίτων· θέλει σοι δώσει διάδημα δόξης. 10 Άκουε, υιέ μου, και δέχθητι τους λόγους μου· και θέλουσι πληθυνθή τα έτη της ζωής σου. 11 Σε διδάσκω την οδόν της σοφίας· σε εμβιβάζω εις τρίβους ευθείας. 12 Όταν περιπατής, τα βήματά σου δεν θέλουσιν είσθαι εστενοχωρημένα· και όταν τρέχης, δεν θέλεις προσκόψει. 13 Δράξον την παιδείαν, μη αφήσης αυτήν· φύλαττε αυτήν, διότι είναι η ζωή σου. 14 Μη εισέλθης εις την τρίβον των ασεβών, και μη υπάγης εις την οδόν των πονηρών. 15 Απόφευγε αυτήν, μη περάσης δι' αυτής, έκκλινον απ' αυτής και διάβα. 16 Διότι αυτοί δεν κοιμώνται, εάν δεν κακοποιήσωσι· και ο ύπνος αυτών αφαιρείται, εάν δεν υποσκελίσωσιν. 17 Επειδή τρώγουσιν άρτον ασεβείας και πίνουσιν οίνον δυναστείας. 18 Η οδός όμως των δικαίων είναι ως το λαμπρόν φως, το φέγγον επί μάλλον και μάλλον, εωσού γείνη τελεία ημέρα. 19 Η οδός των ασεβών είναι ως το σκότος· δεν γνωρίζουσι που προσκόπτουσιν. 20 Υιέ μου, πρόσεχε εις τας ρήσεις μου· κλίνον το ωτίον σου εις τα λόγιά μου. 21 Ας μη απομακρυνθώσιν από των οφθαλμών σου· φύλαττε αυτά εν τη καρδία σου· 22 διότι είναι ζωή εις τους ευρίσκοντας αυτά και ίασις εις πάσαν αυτών την σάρκα. 23 Μετά πάσης φυλάξεως φύλαττε την καρδίαν σου· διότι εκ ταύτης προέρχονται αι εκβάσεις της ζωής. 24 Απόβαλε από σου σκολιότητα στόματος, και διαστροφήν χειλέων απομάκρυνον από σου. 25 Οι οφθαλμοί σου ας βλέπωσιν ορθά, και τα βλέφαρά σου ας κατευθύνωνται έμπροσθέν σου. 26 Στάθμιζε το βάδισμα των ποδών σου, και πάσαι αι οδοί σου θέλουσι κατευθυνθή. 27 Μη εκκλίνης δεξιά ή αριστερά· απόστρεψον τον πόδα σου από κακού. 28 Proverbs 5:1: Υιέ μου, πρόσεχε εις την σοφίαν μου, κλίνον το ωτίον σου εις την σύνεσίν μου· 29 Proverbs 5:2: διά να τηρής φρόνησιν και τα χείλη σου να φυλάττωσι γνώσιν. 5 1 Υιέ μου, πρόσεχε εις την σοφίαν μου, κλίνον το ωτίον σου εις την σύνεσίν μου· 2 διά να τηρής φρόνησιν και τα χείλη σου να φυλάττωσι γνώσιν. 3 Διότι τα χείλη της αλλοτρίας γυναικός στάζουσιν ως κηρήθρα μέλιτος, και ο ουρανίσκος αυτής είναι μαλακώτερος ελαίου· 4 το τέλος όμως αυτής είναι πικρόν ως αψίνθιον, οξύ ως μάχαιρα δίστομος. 5 Οι πόδες αυτής καταβαίνουσιν εις θάνατον· τα βήματα αυτής καταντώσιν εις τον άδην. 6 διά να μη γνωρίσης την οδόν της ζωής, αι πορείαι αυτής είναι άστατοι και ουχί ευδιάγνωστοι. 7 Ακούσατέ μου λοιπόν τώρα, τέκνα, και μη αποστραφήτε τους λόγους του στόματός μου. 8 Απομάκρυνον την οδόν σου απ' αυτής, και μη πλησιάσης εις την θύραν του οίκου αυτής, 9 διά να μη δώσης την τιμήν σου εις άλλους και τα έτη σου εις τους ανελεήμονας· 10 διά να μη χορτασθώσι ξένοι από της περιουσίας σου και οι κόποι σου έλθωσιν εις οίκον αλλοτρίου, 11 και συ στενάζης εις τα έσχατά σου, όταν η σαρξ σου και το σώμα σου καταναλωθώσι, 12 και λέγης, Πως εμίσησα την παιδείαν, και η καρδία μου κατεφρόνησε τους ελέγχους, 13 και δεν υπήκουσα εις την φωνήν των διδασκόντων με, ουδέ έκλινα το ωτίον μου εις τους νουθετούντάς με. 14 Παρ' ολίγον έπεσον εις παν κακόν, εν μέσω της συνάξεως και της συναγωγής. 15 Πίνε ύδατα εκ της δεξαμενής σου και πηγάζοντα εκ του φρέατός σου· 16 Ας εκχέωνται έξω αι πηγαί σου, και τα ρυάκια των υδάτων σου εις τας πλατείας· 17 σου μόνου ας ήναι αυτά, και ουχί ξένων μετά σού· 18 η πηγή σου ας ήναι ευλογημένη· και ευφραίνου μετά της γυναικός της νεότητός σου. 19 Ας ήναι εις σε ως έλαφος ερασμία και δορκάς κεχαριτωμένη· ας σε ποτίζωσιν οι μαστοί αυτής εν παντί καιρώ· ευφραίνου πάντοτε εις την αγάπην αυτής. 20 Και διά τι, υιέ μου, θέλεις θέλγεσθαι υπό ξένης και θέλεις εναγκαλίζεσθαι κόλπον αλλοτρίας; 21 Διότι του ανθρώπου αι οδοί είναι ενώπιον των οφθαλμών του Κυρίου, και σταθμίζει πάσας τας πορείας αυτού. 22 Αι ίδιαι αυτού ανομίαι θέλουσι συλλάβει τον ασεβή, και με τα σχοινία της αμαρτίας αυτού θέλει σφίγγεσθαι. 23 Ούτος θέλει αποθάνει απαίδευτος και εκ του πλήθους της αφροσύνης αυτού θέλει περιπλανάσθαι. 6 1 Υιέ μου, εάν έγεινας εγγυητής διά τον φίλον σου, εάν έδωκας την χείρα σου εις ξένον, 2 επαγιδεύθης διά των λόγων του στόματός σου, επιάσθης διά των λόγων του στόματός σου· 3 Κάμε λοιπόν τούτο, υιέ μου, και σώζου, επειδή ήλθες εις τας χείρας του φίλου σου· ύπαγε, μη αποκάμης, και βίαζε τον φίλον σου. 4 Μη δώσης ύπνον εις τους οφθαλμούς σου, μηδέ νυσταγμόν εις τα βλεφαρά σου· 5 Σώζου, ως δορκάδιον εκ χειρός του κυνηγού και ως πτηνόν εκ χειρός του ιξευτού. 6 Ύπαγε προς τον μύρμηκα, ω οκνηρέ· παρατήρησον τας οδούς αυτού και γίνου σοφός· 7 όστις μη έχων άρχοντα, επιστάτην ή κυβερνήτην, 8 ετοιμάζει την τροφήν αυτού το θέρος, συνάγει τας τροφάς αυτού εν τω θερισμώ. 9 Έως πότε θέλεις κοιμάσθαι, οκνηρέ; πότε θέλεις σηκωθή εκ του ύπνου σου; 10 Ολίγος ύπνος, ολίγος νυσταγμός, ολίγη συμπλοκή των χειρών εις τον ύπνον· 11 Έπειτα η πτωχεία σου έρχεται ως ταχυδρόμος, και η ένδειά σου ως ανήρ ένοπλος. 12 Ο αχρείος άνθρωπος, ο κακότροπος άνθρωπος, περιπατεί με στόμα διεστραμμένον· 13 Κάμνει νεύμα διά των οφθαλμών αυτού, σημαίνει διά των ποδών αυτού, διδάσκει διά των δακτύλων αυτού· 14 μετά διεστραμμένης καρδίας μηχανάται κακά εν παντί καιρώ· εγείρει έριδας· 15 διά τούτο εξαίφνης θέλει επέλθει η απώλεια αυτού· εξαίφνης θέλει συντριφθή ανιάτως. 16 Ταύτα τα εξ μισεί ο Κύριος, επτά μάλιστα βδελύττεται η ψυχή αυτού· 17 οφθαλμούς υπερηφάνους, γλώσσαν ψευδή και χείρας εκχεούσας αίμα αθώον, 18 καρδίαν μηχανευομένην λογισμούς κακούς, πόδας τρέχοντας ταχέως εις το κακοποιείν, 19 μάρτυρα ψευδή λαλούντα ψεύδος και τον εμβάλλοντα έριδας μεταξύ αδελφών. 20 Υιέ μου, φύλαττε την εντολήν του πατρός σου, και μη απορρίψης τον νόμον της μητρός σου. 21 Περίαψον αυτά διαπαντός επί της καρδίας σου, περίδεσον αυτά περί τον τράχηλόν σου. 22 Όταν περιπατής, θέλει σε οδηγεί· όταν κοιμάσαι, θέλει σε φυλάττει· και όταν εξυπνήσης, θέλει συνομιλεί μετά σου. 23 Διότι λύχνος είναι η εντολή και φως ο νόμος, και οι έλεγχοι της παιδείας οδός ζωής· 24 διά να σε φυλάττωσιν από κακής γυναικός, από κολακείας γλώσσης γυναικός αλλοτρίας. 25 Μη ορεχθής το κάλλος αυτής εν τη καρδία σου· και ας μη σε θηρεύση διά των βλεφάρων αυτής. 26 Διότι εξ αιτίας γυναικός πόρνης καταντά τις έως τμήματος άρτου, η δε μοιχαλίς θηρεύει την πολύτιμον ψυχήν. 27 Δύναταί τις να βάλη πυρ εις τον κόλπον αυτού, και τα ιμάτια αυτού να μη καώσι; 28 Δύναταί τις να περιπατήση επ' ανθράκων πυρός, και οι πόδες αυτού να μη κατακαώσιν; 29 Ούτω και ο εισερχόμενος προς την γυναίκα του πλησίον αυτού· όστις εγγίζει αυτήν, δεν θέλει αθωωθή. 30 Τον κλέπτην δεν αποστρέφονται, εάν κλέπτη διά να χορτάση την ψυχήν αυτού, όταν πεινά· 31 αλλ' εάν πιασθή, θέλει αποδώσει επταπλάσια· θέλει δώσει πάντα τα υπάρχοντα της οικίας αυτού. 32 Όστις όμως μοιχεύει με γυναίκα, είναι ενδεής φρενών· απώλειαν φέρει εις την ψυχήν αυτού, όστις πράττει τούτο. 33 Πληγάς και ατιμίαν θέλει υποφέρει· και το όνειδος αυτού δεν θέλει εξαλειφθή. 34 Διότι η ζηλοτυπία είναι μανία του ανδρός, και δεν θέλει δείξει έλεος εις την ημέραν της εκδικήσεως. 35 Δεν θέλει δεχθή ουδέν λύτρον· ουδέ θέλει εξιλεωθή, και αν πολλαπλασιάσης τα δώρα. 7 1 Υιέ μου, φύλαττε τους λόγους μου και ταμίευσον τας εντολάς μου παρά σεαυτώ. 2 Φύλαττε τας εντολάς μου, και θέλεις ζήσει· και τον νόμον μου, ως την κόρην των οφθαλμών σου. 3 Δέσον αυτά επί τους δακτύλους σου, εγχάραξον αυτά επί την πλάκα της καρδίας σου. 4 Ειπέ προς την σοφίαν; συ είσαι αδελφή μου· και κάλεσον την φρόνησιν συγγενή σου· 5 διά να σε φυλάττωσιν από ξένης γυναικός, από αλλοτρίας κολακευούσης διά των λόγων αυτής. 6 Επειδή από του παραθύρου της οικίας μου έκυψα διά του δικτυωτού μου· 7 και είδον μεταξύ των αφρόνων, παρετήρησα μεταξύ των νεανίσκων, νέον ενδεή φρενών· 8 όστις διέβαινε διά της πλατείας, πλησίον της γωνίας αυτής, και διήρχετο την οδόν προς την οικίαν αυτής, 9 εν τω εσπερινώ σκότει της ημέρας, εν τω σκοτασμώ της νυκτός και τω γνόφω· 10 και ιδού, συναπαντά αυτόν γυνή έχουσα σχήμα πορνικόν, και καρδίαν δολιόφρονα, 11 φλύαρος και αναιδής· οι πόδες αυτής δεν μένουσιν εν τω οίκω αυτής· 12 τώρα είναι έξω, τώρα εν ταις πλατείαις, και ενεδρεύει πλησίον πάσης γωνίας. 13 Και πιάνει αυτόν και φιλεί αυτόν και με αναιδές πρόσωπον λέγει προς αυτόν, 14 Έχω θυσίας ειρηνικάς· σήμερον απέδωκα τας ευχάς μου· 15 διά τούτο εξήλθον εις απάντησίν σου, ποθούσα το πρόσωπόν σου, και σε εύρηκα· 16 έστρωσα την κλίνην μου με πέπλους, με τάπητας πεποικιλμένους, με νήματα της Αιγύπτου· 17 εθυμίασα την κλίνην μου με σμύρναν, αλόην και κινάμωμον· 18 ελθέ, ας μεθυσθώμεν από έρωτος μέχρι της αυγής· ας εντρυφήσωμεν εις έρωτας· 19 διότι δεν είναι ο ανήρ εν τη οικία αυτού, υπήγεν εις οδόν μακράν· 20 έλαβε βαλάντιον αργυρίου εν τη χειρί αυτού· εν ωρισμένω καιρώ θέλει επανέλθει εις την οικίαν αυτού. 21 Διά της πολλής αυτής τέχνης απεπλάνησεν αυτόν· διά της κολακείας των χειλέων αυτής είλκυσεν αυτόν. 22 Ευθύς ακολουθεί αυτήν κατόπιν, καθώς ο βους υπάγει εις την σφαγήν, ή καθώς η έλαφος πηδά εις τον βρόχον, 23 εωσού βέλος διαπεράση το ήπαρ αυτής· καθώς το πτηνόν σπεύδει εις την παγίδα και δεν εξεύρει ότι είναι εναντίον της ζωής αυτού. 24 Τώρα λοιπόν ακούσατέ μου, τέκνα, και προσέχετε εις τους λόγους του στόματός μου. 25 Ας μη εκκλίνη εις τας οδούς αυτής η καρδία σου, μη παρεκτραπής εις τας τρίβους αυτής. 26 Διότι πολλούς έκαμε να πέσωσι πεπληγωμένοι, και δυνατοί είναι οι φονευθέντες υπ' αυτής. 27 Οδοί άδου είναι ο οίκος αυτής, καταβαίνουσαι εις τα ταμεία του θανάτου. 8 1 Δεν κράζει η σοφία; και δεν εκπέμπει την φωνήν αυτής η σύνεσις; 2 Ίσταται επί της κορυφής των υψηλών τόπων, υπέρ την οδόν, εν τω μέσω των τριόδων. 3 Κράζει πλησίον των πυλών, εν τη εισόδω της πόλεως, εν τη εισόδω των θυρών· 4 προς εσάς, άνθρωποι, κράζω· και η φωνή μου εκπέμπεται προς τους υιούς των ανθρώπων. 5 Απλοί, νοήσατε φρόνησιν· και άφρονες, αποκτήσατε νοήμονα καρδίαν. 6 Ακούσατε· διότι θέλω λαλήσει πράγματα έξοχα, και τα χείλη μου θέλουσι προφέρει ορθά. 7 Διότι αλήθειαν θέλει λαλήσει ο λάρυγξ μου· τα δε χείλη μου βδελύττονται την ασέβειαν. 8 Πάντες οι λόγοι του στόματός μου είναι μετά δικαιοσύνης· δεν υπάρχει εν αυτοίς δόλιον διεστραμμένον· 9 Πάντες είναι σαφείς εις τον νοούντα και ορθοί εις τους ευρίσκοντας γνώσιν. 10 Λάβετε την παιδείαν μου, και μη αργύριον· και γνώσιν, μάλλον παρά χρυσίον εκλεκτόν. 11 Διότι η σοφία είναι καλητέρα λίθων πολυτίμων· και πάντα τα επιθυμητά πράγματα δεν είναι αντάξια αυτής. 12 Εγώ η σοφία κατοικώ μετά της φρονήσεως, και εφευρίσκω γνώσιν συνετών βουλευμάτων. 13 Ο φόβος του Κυρίου είναι να μισή τις το κακόν· αλαζονείαν και αυθάδειαν και πονηράν οδόν και διεστραμμένον στόμα εγώ μισώ. 14 Εμού είναι η βουλή και η ασφάλεια· εγώ είμαι η σύνεσις· εμού η δύναμις. 15 Δι' εμού οι βασιλείς βασιλεύουσι, και οι άρχοντες θεσπίζουσι δικαιοσύνην. 16 Δι' εμού οι ηγεμόνες ηγεμονεύουσι, και οι μεγιστάνες, πάντες οι κριταί της γής· 17 Εγώ τους εμέ αγαπώντας αγαπώ· και οι ζητούντές με θέλουσι με ευρεί. 18 Πλούτος και δόξα είναι μετ' εμού, αγαθά διαμένοντα και δικαιοσύνη. 19 Οι καρποί μου είναι καλήτεροι χρυσίου και χρυσίου καθαρού· και τα γεννήματά μου, εκλεκτού αργυρίου. 20 Περιπατώ εν οδώ δικαιοσύνης, αναμέσον των τρίβων της κρίσεως, 21 διά να κάμω τους αγαπώντάς με να κληρονομήσωσιν αγαθά, και να γεμίσω τους θησαυρούς αυτών. 22 Ο Κύριος με είχεν εν τη αρχή των οδών αυτού, προ των έργων αυτού, απ' αιώνος. 23 Προ του αιώνος με έχρισεν, απ' αρχής, πριν υπάρξη η γη. 24 Εγεννήθην ότε δεν ήσαν αι άβυσσοι, ότε δεν υπήρχον αι πηγαί αι αναβρύουσαι ύδατα· 25 Πριν τα όρη θεμελιωθώσι, προ των λόφων, εγώ εγεννήθην· 26 ενώ δεν είχεν έτι κάμει την γην ούτε πεδιάδας, ούτε κορυφάς χωμάτων της οικουμένης. 27 Ότε ητοίμαζε τους ουρανούς, εγώ ήμην εκεί· ότε περιέγραφε καμάραν υπεράνω του προσώπου της αβύσσου· 28 ότε εστερέονε τον αιθέρα επάνω· ότε ωχύρονε τας πηγάς της αβύσσου· 29 ότε επέβαλλε τον νόμον αυτού εις την θάλασσαν, να μη παραβώσι τα ύδατα το πρόσταγμα αυτού· ότε διέταττε τα θεμέλια της γής· 30 τότε ήμην πλησίον αυτού δημιουργούσα· και εγώ ήμην καθ' ημέραν η τρυφή αυτού, ευφραινομένη πάντοτε ενώπιον αυτού, 31 ευφραινομένη εν τη οικουμένη της γης αυτού· και η τρυφή μου ήτο μετά των υιών των ανθρώπων. 32 Τώρα λοιπόν ακούσατέ μου, ω τέκνα· διότι μακάριοι οι φυλάττοντες τας οδούς μου. 33 Ακούσατε παιδείαν και γένεσθε σοφοί, και μη αποδοκιμάζετε αυτήν. 34 Μακάριος ο άνθρωπος, όστις μου ακούση, αγρυπνών καθ' ημέραν εν ταις πύλαις μου, περιμένων εις τους παραστάτας των θυρών μου· 35 διότι όστις εύρη εμέ, θέλει ευρεί ζωήν, και θέλει λάβει χάριν παρά Κυρίου. 36 Όστις όμως αμαρτήση εις εμέ, την εαυτού ψυχήν αδικεί· πάντες οι μισούντές με αγαπώσι θάνατον. 9 1 Η σοφία ωκοδόμησε τον οίκον αυτής, ελατόμησε τους στύλους αυτής επτά· 2 έσφαξε τη σφάγια αυτής, εκέρασε τον οίνον αυτής, και ητοίμασε την τράπεζαν αυτής· 3 απέστειλε τας θεραπαίνας αυτής, κηρύττει επί των υψηλών τόπων της πόλεως, 4 Όστις είναι άφρων, ας στραφή εδώ· και, προς τους ενδεείς φρενών, λέγει προς αυτούς, 5 Έλθετε, φάγετε από του άρτου μου, και πίετε από του οίνου τον οποίον εκέρασα· 6 αφήσατε την αφροσύνην και ζήσατε· και κατευθύνθητε εν τη οδώ της συνέσεως. 7 Ο νουθετών χλευαστήν λαμβάνει εις εαυτόν ατιμίαν· και ο ελέγχων τον ασεβή λαμβάνει εις εαυτόν μώμον. 8 Μη έλεγχε χλευαστήν, διά να μη σε μισήση· έλεγχε σοφόν, και θέλει σε αγαπήσει. 9 Δίδε αφορμήν εις τον σοφόν και θέλει γείνει σοφώτερος· δίδασκε τον δίκαιον και θέλει αυξηθή εις μάθησιν. 10 Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου· και επίγνωσις αγίων φρόνησις. 11 Διότι δι' εμού αι ημέραι σου θέλουσι πολλαπλασιασθή, και έτη ζωής θέλουσι προστεθή εις σε. 12 Εάν γείνης σοφός, θέλεις είσθαι σοφός διά σεαυτόν· και εάν γείνης χλευαστής, συ μόνος θέλεις πάσχει. 13 Γυνή άφρων, θρασεία, ανόητος και μη γνωρίζουσα μηδέν· 14 κάθηται εν τη θύρα της οικίας αυτής επί θρόνου, εν τοις υψηλοίς τόποις της πόλεως, 15 προσκαλούσα τους διαβάτας τους κατευθυνομένους εις την οδόν αυτών· 16 όστις είναι άφρων, ας στραφή εδώ· και προς τον ενδεή φρενών, λέγει προς αυτόν, 17 Τα κλοπιμαία ύδατα είναι γλυκέα, και ο κρύφιος άρτος είναι ηδύς. 18 Αλλ' αυτός αγνοεί ότι εκεί είναι οι νεκροί, και εις τα βάθη του άδου οι κεκλημένοι αυτής. 10 1 Παροιμίαι Σολομώντος. Υιός σοφός ευφραίνει πατέρα· υιός δε άφρων είναι λύπη της μητρός αυτού. 2 Οι θησαυροί της ανομίας δεν ωφελούσιν· η δε δικαιοσύνη ελευθερόνει εκ θανάτου. 3 Ο Κύριος δεν θέλει λιμοκτονήσει ψυχήν δικαίου· ανατρέπει δε την περιουσίαν των ασεβών. 4 Η οκνηρά χειρ πτωχείαν φέρει· πλουτίζει δε η χειρ του επιμελούς. 5 Ο συνάγων εν τω θέρει είναι υιός συνέσεως· ο δε κοιμώμενος εν τω θερισμώ υιός αισχύνης. 6 Ευλογία επί την κεφαλήν του δικαίου· το στόμα δε των ασεβών αδικία καλύπτει. 7 Η μνήμη του δικαίου είναι μετ' ευλογίας· το δε όνομα των ασεβών σήπεται. 8 Ο σοφός την καρδίαν θέλει δέχεσθαι εντολάς· ο δε μωρός τα χείλη θέλει υποσκελισθή. 9 Ο περιπατών εν ακεραιότητι περιπατεί ασφαλώς· ο δε διαστρέφων τας οδούς αυτού θέλει γνωρισθή. 10 Όστις νεύει διά του οφθαλμού, προξενεί οδύνην· ο δε μωρός τα χείλη θέλει υποσκελισθή. 11 Το στόμα του δικαίου είναι πηγή ζωής· το στόμα δε των ασεβών αδικία καλύπτει. 12 Το μίσος διεγείρει έριδας· αλλ' η αγάπη καλύπτει πάντα τα σφάλματα. 13 Εις τα χείλη του συνετού ευρίσκεται η σοφία· η δε ράβδος είναι διά την ράχιν του ενδεούς φρενών. 14 Οι σοφοί αποταμιεύουσι γνώσιν· το στόμα δε του προπετούς είναι πλησίον απωλείας. 15 Τα αγαθά του πλουσίου είναι η οχυρά αυτού πόλις· καταστροφή δε των πενήτων πτωχεία αυτών. 16 Τα έργα του δικαίου είναι εις ζωήν· το προϊόν του ασεβούς εις αμαρτίαν. 17 Ο φυλάττων την παιδείαν ευρίσκεται εν οδώ ζωής· ο δε εγκαταλείπων τον έλεγχον αποπλανάται. 18 Όστις καλύπτει μίσος υπό χείλη ψευδή, και όστις προφέρει συκοφαντίαν, είναι άφρων. 19 Εν τη πολυλογία δεν λείπει αμαρτία· αλλ' όστις κρατεί τα χείλη αυτού, είναι συνετός. 20 Η γλώσσα του δικαίου αργύριον εκλεκτόν· η καρδία των ασεβών πράγμα μηδαμινόν. 21 Τα χείλη του δικαίου βόσκουσι πολλούς· οι δε άφρονες αποθνήσκουσι δι' έλλειψιν φρενών. 22 Η ευλογία του Κυρίου πλουτίζει, και λύπη δεν θέλει προστεθή εις αυτήν. 23 Ως γέλως είναι εις τον άφρονα να πράττη κακόν· η δε σοφία είναι ανδρός συνετού. 24 Ο φόβος του ασεβούς θέλει επέλθει επ' αυτόν· η επιθυμία δε των δικαίων θέλει εκπληρωθή. 25 Καθώς παρέρχεται ο ανεμοστρόβιλος, ούτως ο ασεβής δεν υπάρχει· ο δε δίκαιος θέλει είσθαι τεθεμελιωμένος εις τον αιώνα. 26 Καθώς το όξος εις τους οδόντας και ο καπνός εις τους οφθαλμούς, ούτως είναι ο οκνηρός εις τους αποστέλλοντας αυτόν. 27 Ο φόβος του Κυρίου προσθέτει ημέρας· τα δε έτη των ασεβών θέλουσιν ελαττωθή. 28 Η προσδοκία των δικαίων θέλει είσθαι ευφροσύνη· η ελπίς όμως των ασεβών θέλει απολεσθή. 29 Η οδός του Κυρίου είναι οχύρωμα εις τον άμεμπτον, όλεθρος δε εις τους εργάτας της ανομίας. 30 Ο δίκαιος εις τον αιώνα δεν θέλει σαλευθή· οι δε ασεβείς δεν θέλουσι κατοικήσει την γην. 31 Το στόμα του δικαίου αναδίδει σοφίαν· η δε ψευδής γλώσσα θέλει εκκοπή. 32 Τα χείλη του δικαίου γνωρίζουσι το ευχάριστον· το στόμα δε των ασεβών τα διεστραμμένα. 11 1 Δολία πλάστιγξ βδέλυγμα εις τον Κύριον· δίκαιον δε ζύγιον ευαρέστησις αυτού. 2 Όπου εισέλθη υπερηφανία, εισέρχεται και καταισχύνη· η δε σοφία είναι μετά των ταπεινών. 3 Η ακεραιότης των ευθέων θέλει οδηγεί αυτούς· η δε υπουλότης των σκολιών θέλει απολέσει αυτούς. 4 Τα πλούτη δεν ωφελούσιν εν ημέρα οργής· η δε δικαιοσύνη ελευθερόνει εκ θανάτου. 5 Η δικαιοσύνη του ακεραίου θέλει ορθοτομήσει την οδόν αυτού· ο δε ασεβής θέλει πέσει διά της ασεβείας αυτού. 6 Η δικαιοσύνη των ευθέων θέλει ελευθερώσει αυτούς· οι δε παραβάται θέλουσι συλληφθή εν τη κακία αυτών. 7 Όταν ο ασεβής άνθρωπος αποθνήσκη, η ελπίς αυτού απόλλυται· απόλλυται και η προσδοκία των ανόμων. 8 Ο δίκαιος ελευθερόνεται εκ της θλίψεως, αντ' αυτού δε εισέρχεται ο ασεβής. 9 Ο υποκριτής διά του στόματος αφανίζει τον πλησίον αυτού· αλλ' οι δίκαιοι θέλουσιν ελευθερωθή διά της γνώσεως. 10 Εις την ευόδωσιν των δικαίων η πόλις ευφραίνεται· και εις τον όλεθρον των ασεβών αγάλλεται. 11 Διά της ευλογίας των ευθέων υψόνεται πόλις· διά του στόματος δε των ασεβών καταστρέφεται. 12 Ο ενδεής φρενών περιφρονεί τον πλησίον αυτού· ο δε φρόνιμος άνθρωπος σιωπά. 13 Ο σπερμολόγος περιέρχεται αποκαλύπτων τα μυστικά· ο δε την ψυχήν πιστός κρύπτει το πράγμα. 14 Όπου δεν είναι κυβέρνησις, ο λαός πίπτει· εκ του πλήθους δε των συμβούλων προέρχεται σωτηρία. 15 Όστις εγγυάται δι' άλλον, θέλει πάθει κακόν· και όστις μισεί την εγγύησιν, είναι ασφαλής. 16 Η εύκοσμος γυνή απολαμβάνει τιμήν· οι δε καρτερικοί απολαμβάνουσι πλούτη. 17 Ο ελεήμων άνθρωπος αγαθοποιεί την ψυχήν αυτού· ο δε ανελεήμων θλίβει την σάρκα αυτού. 18 Ο ασεβής εργάζεται έργον ψευδές· εις δε τον σπείροντα δικαιοσύνην θέλει είσθαι μισθός ασφαλής. 19 Καθώς η δικαιοσύνη τείνει εις ζωήν, ούτως ο κυνηγών το κακόν τρέχει εις τον θάνατον αυτού. 20 Οι διεστραμμένοι την καρδίαν είναι βδέλυγμα εις τον Κύριον· αλλ' οι άμεμπτοι την οδόν είναι δεκτοί εις αυτόν. 21 Και χειρ με χείρα εάν συνάπτηται, ο ασεβής δεν θέλει μένει ατιμώρητος· το δε σπέρμα των δικαίων θέλει ελευθερωθή. 22 Ως έρρινον χρυσούν εις χοίρου μύτην, ούτω γυνή ώραία χωρίς φρονήσεως. 23 Η επιθυμία των δικαίων είναι μόνον το καλόν· η προσδοκία δε των ασεβών οργή. 24 Οι μεν σκορπίζουσι, και όμως περισσεύονται· οι δε παρά το δέον φείδονται, και όμως έρχονται εις ένδειαν. 25 Η αγαθοποιός ψυχή θέλει παχυνθή· και όστις ποτίζει, θέλει ποτισθή και αυτός. 26 Όστις κρατεί σίτον, θέλει είσθαι λαοκατάρατος· ευλογία δε θέλει είσθαι επί την κεφαλήν του πωλούντος. 27 Όστις προθυμείται εις το καλόν, θέλει απολαύσει χάριν· αλλ' όστις ζητεί το κακόν, θέλει επέλθει επ' αυτόν. 28 Όστις ελπίζει επί τον πλούτον αυτού, ούτος θέλει πέσει· οι δε δίκαιοι ως βλαστός θέλουσιν ανθήσει. 29 Όστις ταράττει τον οίκον αυτού, θέλει κληρονομήσει άνεμον· και ο άφρων θέλει είσθαι δούλος εις τον φρόνιμον. 30 Ο καρπός του δικαίου είναι δένδρον ζωής· και όστις κερδίζει ψυχάς, είναι σοφός. 31 Αν ο δίκαιος παιδεύηται επί της γης, πολλώ μάλλον ο ασεβής και ο αμαρτωλός. 12 1 Όστις αγαπά παιδείαν, αγαπά γνώσιν· αλλ' όστις μισεί έλεγχον, είναι άφρων. 2 Ο καλός ευρίσκει χάριν παρά Κυρίου· τον δε μηχανευόμενον κακά θέλει καταδικάσει. 3 Δεν θέλει στερεωθή άνθρωπος διά της ανομίας· η ρίζα δε των δικαίων θέλει μένει ασάλευτος. 4 Η ενάρετος γυνή είναι στέφανος εις τον άνδρα αυτής· η δε προξενούσα αισχύνην είναι ως σαπρία εις τα οστά αυτού. 5 Οι λογισμοί των δικαίων είναι ευθύτης· αι δε βουλαί των ασεβών δόλος. 6 Οι λόγοι των ασεβών ενεδρεύουσιν αίμα· το δε στόμα των ευθέων θέλει ελευθερώσει αυτούς. 7 Οι ασεβείς καταστρέφονται και δεν υπάρχουσιν· ο οίκος δε των δικαίων θέλει διαμένει. 8 Ο άνθρωπος εγκωμιάζεται κατά την σύνεσιν αυτού· ο δε διεστραμμένος την καρδίαν θέλει είσθαι εις καταφρόνησιν. 9 Καλήτερος ο άνθρωπος ο μη τιμώμενος και επαρκών εις εαυτόν, παρά ο κενοδοξών και στερούμενος άρτου. 10 Ο δίκαιος επιμελείται την ζωήν του κτήνους αυτού· τα δε σπλάγχνα των ασεβών είναι ανελεήμονα. 11 Ο εργαζόμενος την γην αυτού θέλει χορτασθή άρτον· ο δε ακολουθών τους ματαιόφρονας είναι ενδεής φρενών. 12 Ο ασεβής ζητεί την υπεράσπισιν των κακών· αλλ' η ρίζα του δικαίου αναδίδει. 13 Δι' αμαρτίαν χειλέων παγιδεύεται ο ασεβής· ο δε δίκαιος εξέρχεται εκ στενοχωρίας. 14 Εκ των καρπών του στόματος αυτού ο άνθρωπος θέλει εμπλησθή αγαθών· και η αμοιβή των χειρών του ανθρώπου θέλει επιστρέψει εις αυτόν. 15 Η οδός του άφρονος είναι ορθή εις τους οφθαλμούς αυτού· ο δε ακούων συμβουλάς είναι σοφός. 16 Ο άφρων φανερόνει ευθύς την οργήν αυτού· ο δε φρόνιμος σκεπάζει το όνειδος αυτού. 17 Ο λαλών αλήθειαν αναγγέλλει το δίκαιον· ο δε ψευδομάρτυς δόλον. 18 Ο φλύαρος είναι ως τραύματα μαχαίρας· η δε γλώσσα των σοφών, ίασις. 19 Τα χείλη της αληθείας θέλουσιν είσθαι σταθερά διαπαντός· η δε ψευδής γλώσσα μόνον στιγμιαία. 20 Δόλος είναι εν τη καρδία των μηχανευομένων κακά· ευφροσύνη δε εις τους βουλευομένους ειρήνην. 21 Ουδεμία βλάβη θέλει συμβή εις τον δίκαιον· οι δε ασεβείς θέλουσιν εμπλησθή κακών. 22 Ψευδή χείλη βδέλυγμα εις τον Κύριον· οι δε ποιούντες αλήθειαν είναι δεκτοί εις αυτόν. 23 Ο φρόνιμος άνθρωπος καλύπτει γνώσιν· η δε καρδία των αφρόνων διακηρύττει μωρίαν. 24 Η χειρ των επιμελών θέλει εξουσιάζει· οι δε οκνηροί θέλουσιν είσθαι υποτελείς. 25 Η λύπη εν τη καρδία του ανθρώπου ταπεινόνει αυτήν· ο δε καλός λόγος ευφραίνει αυτήν. 26 Ο δίκαιος υπερέχει του πλησίον αυτού· η δε οδός των ασεβών πλανά αυτούς. 27 Ο οκνηρός δεν επιτυγχάνει του θηράματος αυτού· τα δε υπάρχοντα του επιμελούς ανθρώπου είναι πολύτιμα. 28 Εν τη οδώ της δικαιοσύνης είναι ζωή· και η πορεία της οδού αυτής δεν φέρει εις θάνατον. 13 1 Ο σοφός υιός δέχεται την διδασκαλίαν του πατρός· ο δε χλευαστής δεν ακούει έλεγχον. 2 Εκ των καρπών του στόματος αυτού ο άνθρωπος θέλει φάγει αγαθά· η δε ψυχή των ανόμων αδικίαν. 3 Ο φυλάττων το στόμα αυτού διαφυλάττει την ζωήν αυτού· ο δε ανοίγων προπετώς τα χείλη αυτού θέλει απολεσθή. 4 Η ψυχή του οκνηρού επιθυμεί και δεν έχει· η δε ψυχή των επιμελών θέλει χορτασθή. 5 Ο δίκαιος μισεί λόγον ψευδή· ο δε ασεβής καθίσταται δυσώδης και άτιμος. 6 Η δικαιοσύνη φυλάττει τον τέλειον την οδόν· η δε ασέβεια καταστρέφει τον αμαρτωλόν. 7 Υπάρχει άνθρωπος όστις κάμνει τον πλούσιον, και δεν έχει ουδέν· και άλλος όστις κάμνει τον πτωχόν, και έχει πλούτον πολύν. 8 Το λύτρον της ψυχής του ανθρώπου είναι ο πλούτος αυτού· ο δε πτωχός δεν ακούει επίπληξιν. 9 Το φως των δικαίων είναι φαιδρόν· ο δε λύχνος των ασεβών θέλει σβεσθή. 10 Μόνον από της υπερηφανίας προέρχεται η έρις· η δε σοφία είναι μετά των δεχομένων συμβουλάς. 11 Τα εκ ματαιότητος πλούτη θέλουσιν ελαττωθή· ο δε συνάγων με την χείρα αυτού θέλει αυξηνθή. 12 Η ελπίς αναβαλλομένη ατονίζει την καρδίαν· το δε ποθούμενον, όταν έρχηται, είναι δένδρον ζωής. 13 Ο καταφρονών τον λόγον θέλει αφανισθή· ο δε φοβούμενος την εντολήν, ούτος θέλει ανταμειφθή. 14 Ο νόμος του σοφού είναι πηγή ζωής, απομακρύνων από παγίδων θανάτου. 15 Σύνεσις αγαθή δίδει χάριν· η δε οδός των παρανόμων φέρει εις όλεθρον. 16 Πας φρόνιμος πράττει μετά γνώσεως· ο δε άφρων ανακαλύπτει μωρίαν. 17 Ο κακός μηνυτής πίπτει εις δυστυχίαν· ο δε πιστός πρέσβυς είναι ίασις. 18 Πτωχεία και αισχύνη θέλουσιν είσθαι εις τον αποβάλλοντα την διδασκαλίαν· ο δε φυλάττων τον έλεγχον θέλει τιμηθή. 19 Επιθυμία εκπληρωθείσα ευφραίνει την ψυχήν· εις δε τους άφρονας είναι βδελυρόν να εκκλίνωσιν από του κακού. 20 Ο περιπατών μετά σοφών θέλει είσθαι σοφός· ο δε σύντροφος των αφρόνων θέλει απολεσθή. 21 Κακόν παρακολουθεί τους αμαρτωλούς· εις δε τους δικαίους θέλει ανταποδοθή καλόν. 22 Ο αγαθός αφίνει κληρονομίαν εις υιούς υιών· ο πλούτος δε του αμαρτωλού θησαυρίζεται διά τον δίκαιον. 23 Πολλήν τροφήν δίδει ο αγρός των πτωχών· τινές δε δι' έλλειψιν κρίσεως αφανίζονται. 24 Ο φειδόμενος της ράβδου αυτού μισεί τον υιόν αυτού· αλλ' ο αγαπών αυτόν παιδεύει αυτόν εν καιρώ. 25 Ο δίκαιος τρώγει μέχρι χορτασμού της ψυχής αυτού· η δε κοιλία των ασεβών θέλει στερείσθαι. 1 Ο σοφός υιός δέχεται την διδασκαλίαν του πατρός· ο δε χλευαστής δεν ακούει έλεγχον. 2 Εκ των καρπών του στόματος αυτού ο άνθρωπος θέλει φάγει αγαθά· η δε ψυχή των ανόμων αδικίαν. 3 Ο φυλάττων το στόμα αυτού διαφυλάττει την ζωήν αυτού· ο δε ανοίγων προπετώς τα χείλη αυτού θέλει απολεσθή. 4 Η ψυχή του οκνηρού επιθυμεί και δεν έχει· η δε ψυχή των επιμελών θέλει χορτασθή. 5 Ο δίκαιος μισεί λόγον ψευδή· ο δε ασεβής καθίσταται δυσώδης και άτιμος. 6 Η δικαιοσύνη φυλάττει τον τέλειον την οδόν· η δε ασέβεια καταστρέφει τον αμαρτωλόν. 7 Υπάρχει άνθρωπος όστις κάμνει τον πλούσιον, και δεν έχει ουδέν· και άλλος όστις κάμνει τον πτωχόν, και έχει πλούτον πολύν. 8 Το λύτρον της ψυχής του ανθρώπου είναι ο πλούτος αυτού· ο δε πτωχός δεν ακούει επίπληξιν. 9 Το φως των δικαίων είναι φαιδρόν· ο δε λύχνος των ασεβών θέλει σβεσθή. 10 Μόνον από της υπερηφανίας προέρχεται η έρις· η δε σοφία είναι μετά των δεχομένων συμβουλάς. 11 Τα εκ ματαιότητος πλούτη θέλουσιν ελαττωθή· ο δε συνάγων με την χείρα αυτού θέλει αυξηνθή. 12 Η ελπίς αναβαλλομένη ατονίζει την καρδίαν· το δε ποθούμενον, όταν έρχηται, είναι δένδρον ζωής. 13 Ο καταφρονών τον λόγον θέλει αφανισθή· ο δε φοβούμενος την εντολήν, ούτος θέλει ανταμειφθή. 14 Ο νόμος του σοφού είναι πηγή ζωής, απομακρύνων από παγίδων θανάτου. 15 Σύνεσις αγαθή δίδει χάριν· η δε οδός των παρανόμων φέρει εις όλεθρον. 16 Πας φρόνιμος πράττει μετά γνώσεως· ο δε άφρων ανακαλύπτει μωρίαν. 17 Ο κακός μηνυτής πίπτει εις δυστυχίαν· ο δε πιστός πρέσβυς είναι ίασις. 18 Πτωχεία και αισχύνη θέλουσιν είσθαι εις τον αποβάλλοντα την διδασκαλίαν· ο δε φυλάττων τον έλεγχον θέλει τιμηθή. 19 Επιθυμία εκπληρωθείσα ευφραίνει την ψυχήν· εις δε τους άφρονας είναι βδελυρόν να εκκλίνωσιν από του κακού. 20 Ο περιπατών μετά σοφών θέλει είσθαι σοφός· ο δε σύντροφος των αφρόνων θέλει απολεσθή. 21 Κακόν παρακολουθεί τους αμαρτωλούς· εις δε τους δικαίους θέλει ανταποδοθή καλόν. 22 Ο αγαθός αφίνει κληρονομίαν εις υιούς υιών· ο πλούτος δε του αμαρτωλού θησαυρίζεται διά τον δίκαιον. 23 Πολλήν τροφήν δίδει ο αγρός των πτωχών· τινές δε δι' έλλειψιν κρίσεως αφανίζονται. 24 Ο φειδόμενος της ράβδου αυτού μισεί τον υιόν αυτού· αλλ' ο αγαπών αυτόν παιδεύει αυτόν εν καιρώ. 25 Ο δίκαιος τρώγει μέχρι χορτασμού της ψυχής αυτού· η δε κοιλία των ασεβών θέλει στερείσθαι. 26 Proverbs 14:1: Αι σοφαί γυναίκες οικοδομούσι τον οίκον αυτών· η δε άφρων κατασκάπτει αυτόν διά των χειρών αυτής. 14 1 Αι σοφαί γυναίκες οικοδομούσι τον οίκον αυτών· η δε άφρων κατασκάπτει αυτόν διά των χειρών αυτής. 2 Ο περιπατών εν τη ευθύτητι αυτού φοβείται τον Κύριον· ο δε σκολιός τας οδούς αυτού καταφρονεί αυτόν. 3 Εν στόματι άφρονος είναι η ράβδος της υπερηφανίας· τα δε χείλη των σοφών θέλουσι φυλάττει αυτούς. 4 Όπου δεν είναι βόες, η αποθήκη είναι κενή· η δε αφθονία των γεννημάτων είναι εκ της δυνάμεως του βοός. 5 Ο αληθής μάρτυς δεν θέλει ψεύδεσθαι· ο δε ψευδής μάρτυς εκχέει ψεύδη. 6 Ο χλευαστής ζητεί σοφίαν και δεν ευρίσκει· εις δε τον συνετόν είναι εύκολος η μάθησις. 7 Ύπαγε κατέναντι του άφρονος ανθρώπου και δεν θέλεις ευρεί χείλη συνέσεως. 8 Η σοφία του φρονίμου είναι να γνωρίζη την οδόν αυτού· η δε μωρία των αφρόνων αποπλάνησις. 9 Οι άφρονες γελώσιν εις την ανομίαν· εν μέσω δε των ευθέων είναι χάρις. 10 Η καρδία του ανθρώπου γνωρίζει την πικρίαν της ψυχής αυτού· και ξένος δεν συμμετέχει της χαράς αυτής. 11 Η οικία των ασεβών θέλει αφανισθή· η δε σκηνή των ευθέων θέλει ανθεί. 12 Υπάρχει οδός, ήτις φαίνεται ορθή εις τον άνθρωπον, αλλά τα τέλη αυτής φέρουσιν εις θάνατον. 13 Έτι και εις τον γέλωτα πονεί η καρδία· και το τέλος της χαράς είναι λύπη. 14 Ο διεφθαρμένος την καρδίαν θέλει εμπλησθή από των οδών αυτού· ο δε αγαθός άνθρωπος αφ' εαυτού. 15 Ο απλούς πιστεύει εις πάντα λόγον· ο δε φρόνιμος προσέχει εις τα βήματα αυτού. 16 Ο σοφός φοβείται και φεύγει από του κακού· αλλ' ο άφρων προχωρεί και θρασύνεται. 17 Ο οξύθυμος πράττει αστοχάστως· και ο κακόβουλος άνθρωπος είναι μισητός. 18 Οι άφρονες κληρονομούσι μωρίαν· οι δε φρόνιμοι στεφανούνται σύνεσιν. 19 Οι κακοί υποκλίνουσιν έμπροσθεν των αγαθών, και οι ασεβείς εις τας πύλας των δικαίων. 20 Ο πτωχός μισείται και υπό του πλησίον αυτού· του δε πλουσίου οι φίλοι πολλοί. 21 Ο καταφρονών τον πλησίον αυτού αμαρτάνει· ο δε ελεών τους πτωχούς είναι μακάριος. 22 Δεν πλανώνται οι βουλευόμενοι κακόν; έλεος όμως και αλήθεια θέλει είσθαι εις τους βουλευομένους αγαθόν. 23 Εν παντί κόπω υπάρχει κέρδος· η δε φλυαρία των χειλέων φέρει μόνον εις ένδειαν. 24 Τα πλούτη των σοφών είναι στέφανος εις αυτούς· των δε αφρόνων η υπεροχή μωρία. 25 Ο αληθής μάρτυς ελευθερόνει ψυχάς· ο δε δόλιος εκχέει ψεύδη. 26 Εν τω φόβω του Κυρίου είναι ελπίς ισχυρά· και εις τα τέκνα αυτού θέλει υπάρχει καταφύγιον. 27 Ο φόβος του Κυρίου είναι πηγή ζωής, απομακρύνων από παγίδων θανάτου. 28 Εν τω πλήθει του λαού είναι η δόξα του βασιλέως· εν δε τη ελλείψει του λαού ο αφανισμός του ηγεμονεύοντος. 29 Ο μακρόθυμος έχει μεγάλην φρόνησιν· ο δε οξύθυμος ανεγείρει την αφροσύνην αυτού. 30 Η υγιαίνουσα καρδία είναι ζωή της σαρκός· ο δε φθόνος σαπρία των οστέων. 31 Ο καταθλίβων τον πένητα ονειδίζει τον Ποιητήν αυτού· ο δε τιμών αυτόν ελεεί τον πτωχόν. 32 Ο ασεβής εκτινάσσεται εν τη ασεβεία αυτού· ο δε δίκαιος και εν τω θανάτω αυτού έχει ελπίδα. 33 Εν τη καρδία του συνετού επαναπαύεται σοφία· εν μέσω δε των αφρόνων φανερούται. 34 Η δικαιοσύνη υψόνει έθνος· η δε αμαρτία είναι όνειδος λαών. 35 Εύνοια του βασιλέως είναι προς φρόνιμον δούλον· θυμός δε αυτού προς τον προξενούντα αισχύνην. 15 1 Η γλυκεία απόκρισις καταπραΰνει θυμόν· αλλ' ο λυπηρός λόγος διεγείρει οργήν. 2 Η γλώσσα των σοφών καλλωπίζει την γνώσιν· το στόμα δε των αφρόνων εξερεύγεται μωρίαν. 3 Οι οφθαλμοί του Κυρίου είναι εν παντί τόπω, παρατηρούντες κακούς και αγαθούς. 4 Η υγιαίνουσα γλώσσα είναι δένδρον ζωής· η δε διεστραμμένη, σύντριψις εις το πνεύμα. 5 Ο άφρων καταφρονεί την διδασκαλίαν του πατρός αυτού· ο δε φυλάττων έλεγχον είναι φρόνιμος. 6 Εν τω οίκω του δικαίου είναι θησαυρός πολύς· εις δε το εισόδημα του ασεβούς διασκορπισμός. 7 Τα χείλη των σοφών διαδίδουσι γνώσιν· αλλ' η καρδία των αφρόνων δεν είναι ούτως. 8 Η θυσία των ασεβών είναι βδέλυγμα εις τον Κύριον· αλλ' η δέησις των ευθέων ευπρόσδεκτος εις αυτόν. 9 Βδέλυγμα είναι εις τον Κύριον η οδός του ασεβούς· αγαπά δε τον θηρεύοντα την δικαιοσύνην. 10 Η διδασκαλία είναι δυσάρεστος εις τον εγκαταλείποντα την οδόν· ο μισών τον έλεγχον θέλει τελευτήσει. 11 Ο άδης και η απώλεια είναι έμπροσθεν του Κυρίου· πόσω μάλλον αι καρδίαι των υιών των ανθρώπων; 12 Ο χλευαστής δεν αγαπά τον ελέγχοντα αυτόν, ουδέ θέλει υπάγει προς τους σοφούς. 13 Καρδία ευφραινομένη ιλαρύνει το πρόσωπον· υπό δε της λύπης της καρδίας καταθλίβεται το πνεύμα. 14 Η καρδία του συνετού ζητεί γνώσιν· το δε στόμα των αφρόνων βόσκει μωρίαν. 15 Πάσαι αι ημέραι του τεθλιμμένου είναι κακαί· ο δε ευφραινόμενος την καρδίαν έχει ευωχίαν παντοτεινήν. 16 Καλήτερον το ολίγον εν φόβω Κυρίου, παρά θησαυροί πολλοί και ταραχή εν αυτοίς. 17 Καλήτερον ξενισμός λαχάνων μετά αγάπης, παρά μόσχος σιτευτός μετά μίσους. 18 Ο θυμώδης άνθρωπος διεγείρει μάχας· ο δε μακρόθυμος καταπαύει έριδας. 19 Η οδός του οκνηρού είναι ως πεφραγμένη από ακάνθας· αλλ' η οδός των ευθέων είναι εξωμαλισμένη. 20 Υιός σοφός ευφραίνει πατέρα· ο δε μωρός άνθρωπος καταφρονεί την μητέρα αυτού. 21 Η μωρία είναι χαρά εις τον ενδεή φρενών· ο δε συνετός άνθρωπος περιπατεί ορθώς. 22 Όπου συμβούλιον δεν υπάρχει, οι σκοποί ματαιόνονται· εν δε τω πλήθει των συμβούλων στερεόνονται. 23 Χαρά εις τον άνθρωπον διά την απόκρισιν του στόματος αυτού, και λόγος εν καιρώ, πόσον καλός είναι. 24 Η οδός της ζωής εις τον συνετόν είναι προς τα άνω, διά να εκκλίνη από του άδου κάτω. 25 Ο Κύριος καταστρέφει τον οίκον των υπερηφάνων· στερεόνει δε το όριον της χήρας. 26 Οι λογισμοί του πονηρού είναι βδέλυγμα εις τον Κύριον· των δε καθαρών οι λόγοι ευάρεστοι. 27 Ο δωρολήπτης ταράττει τον οίκον αυτού· αλλ' όστις μισεί τα δώρα θέλει ζήσει. 28 Η καρδία του δικαίου προμελετά διά να αποκριθή· το δε στόμα των ασεβών εξερεύγεται κακά. 29 Ο Κύριος είναι μακράν από των ασεβών· εισακούει δε της δεήσεως των δικαίων. 30 Το φως των οφθαλμών ευφραίνει την καρδίαν· και η καλή φήμη παχύνει τα οστά. 31 Το ωτίον, το οποίον ακούει τον έλεγχον της ζωής, διατρίβει μεταξύ των σοφών. 32 Όστις απωθεί την διδασκαλίαν, αποστρέφεται την ψυχήν αυτού· αλλ' όστις ακούει τον έλεγχον, αποκτά σύνεσιν. 33 Ο φόβος του Κυρίου είναι διδασκαλία σοφίας· και η ταπείνωσις προπορεύεται της δόξης. 16 1 Του ανθρώπου είναι αι προπαρασκευαί της καρδίας· παρά δε του Κυρίου η απόκρισις της γλώσσης. 2 Πάσαι αι οδοί του ανθρώπου φαίνονται ορθαί εις τους οφθαλμούς αυτού· πλην ο Κύριος σταθμίζει τα πνεύματα. 3 Αφιέρονε τα έργα σου εις τον Κύριον, και αι βουλαί σου θέλουσι στερεωθή. 4 Ο Κύριος έκαμε τα πάντα δι' εαυτόν, έτι και τον ασεβή διά την ημέραν την κακήν. 5 Βδέλυγμα εις τον Κύριον είναι πας υψηλοκάρδιος· και χειρ με χείρα αν συνάπτηται, δεν θέλει μένει ατιμώρητος. 6 Διά χάριτος και αληθείας καθαρίζεται η ανομία· και διά του φόβου του Κυρίου εκκλίνουσιν οι άνθρωποι από του κακού. 7 Όταν ο Κύριος αρέσκηται εις τας οδούς του ανθρώπου, και τους εχθρούς αυτού ειρηνεύει μετ' αυτού. 8 Καλήτερον ολίγον μετά δικαιοσύνης, παρά εισοδήματα μεγάλα μετά αδικίας. 9 Η καρδία του ανθρώπου βουλεύεται την οδόν αυτού· αλλ' ο Κύριος διευθύνει τα βήματα αυτού. 10 Χρησμός είναι εις τα χείλη του βασιλέως· το στόμα αυτού δεν σφάλλει εν τη κρίσει. 11 Δικαία στάθμη και πλάστιγξ είναι του Κυρίου· πάντα τα ζύγια του σακκίου είναι έργου αυτού. 12 Βδέλυγμα είναι εις τους βασιλείς να πράττωσιν ανομίαν· διότι ο θρόνος στερεόνεται μετά της δικαιοσύνης. 13 Τα δίκαια χείλη είναι ευπρόσδεκτα εις τους βασιλείς, και αγαπώσι τον λαλούντα ορθά. 14 Θυμός βασιλέως είναι άγγελος θανάτου· αλλ' ο σοφός άνθρωπος καταπραΰνει αυτόν. 15 Εις το φως του προσώπου του βασιλέως είναι ζωή· και η εύνοια αυτού είναι ως νέφος οψίμου βροχής. 16 Πόσον καλητέρα είναι η απόκτησις της σοφίας παρά το χρυσίον και προκριτωτέρα η απόκτησις της συνέσεως παρά το αργύριον 17 Η οδός των ευθέων είναι να εκκλίνωσιν από του κακού· όστις φυλάττει την οδόν αυτού, διατηρεί την ψυχήν αυτού. 18 Η υπερηφανία προηγείται του ολέθρου, και υψηλοφροσύνη του πνεύματος προηγείται της πτώσεως. 19 Καλήτερον να ήναι τις ταπεινόφρων μετά των ταπεινών, παρά να μοιράζη λάφυρα μετά των υπερηφάνων. 20 Ο συνετός εις τα πράγματα θέλει ευρεί καλόν· και ο ελπίζων επί τον Κύριον είναι μακάριος. 21 Ο σοφός την καρδίαν θέλει ονομάζεσθαι φρόνιμος· και η γλυκύτης των χειλέων προσθέτει μάθησιν. 22 Η σύνεσις είναι πηγή ζωής εις τον έχοντα αυτήν· η δε παιδεία των αφρόνων μωρία. 23 Η καρδία του σοφού συνετίζει το στόμα αυτού, και εις τα χείλη αυτού προσθέτει μάθησιν. 24 Κηρήθρα μέλιτος οι ευάρεστοι λόγοι· γλυκύτης εις την ψυχήν και ίασις εις τα οστά. 25 Υπάρχει οδός ήτις φαίνεται ορθή εις τον άνθρωπον, αλλά τα τέλη αυτής είναι οδοί θανάτου. 26 Ο εργαζόμενος εργάζεται δι' εαυτόν· διότι το στόμα αυτού αναγκάζει αυτόν. 27 Ο αχρείος άνθρωπος σκάπτει κακόν· και εις τα χείλη αυτού είναι ως πυρ καίον. 28 Ο διεστραμμένος άνθρωπος διασπείρει έριδας· και ο ψιθυριστής διαχωρίζει τους στενωτέρους φίλους. 29 Ο βίαιος άνθρωπος αποπλανά τον πλησίον αυτού και φέρει αυτόν εις οδόν ουχί καλήν· 30 Κλείων τους οφθαλμούς αυτού μηχανάται διεστραμμένα· δαγκάνων τα χείλη αυτού εκτελεί το κακόν. 31 Η πολιά είναι στέφανος δόξης, ευρισκομένη εν τη οδώ της δικαιοσύνης. 32 Καλήτερος ο μακρόθυμος παρά τον δυνατόν· και ο εξουσιάζων το πνεύμα αυτού παρά τον εκπορθούντα πόλιν. 33 Ο κλήρος ρίπτεται εις την κάλπην· όλη όμως η κρίσις αυτού είναι παρά Κυρίου. 17 1 Καλήτερον ξηρόν ψωμίον και ειρήνη μετ' αυτού, παρά οίκον πλήρη θυμάτων μετά έριδος. 2 Ο φρόνιμος υπηρέτης θέλει εξουσιάζει επί υιού αισχύνης και θέλει συμμοιρασθή την κληρονομίαν μεταξύ αδελφών. 3 Το χωνευτήριον δοκιμάζει τον άργυρον και η κάμινος τον χρυσόν, ο δε Κύριος τας καρδίας. 4 Ο κακοποιός υπακούει εις τα άνομα χείλη· ο ψεύστης δίδει ακρόασιν εις την κακήν γλώσσαν. 5 Όστις περιγελά τον πτωχόν, ονειδίζει τον Ποιητήν αυτού· όστις χαίρει εις συμφοράς, δεν θέλει μείνει ατιμώρητος. 6 Τέκνα τέκνων είναι ο στέφανος των γερόντων· και η δόξα των τέκνων οι πατέρες αυτών. 7 Χείλη υπεροχής δεν αρμόζουσιν εις τον άφρονα· πολύ ολιγώτερον χείλη ψεύδους εις τον άρχοντα. 8 Το δώρον είναι ως λίθος πολύτιμος εις τους οφθαλμούς του δωροδοκουμένου· όπου τούτο εμφανισθή, κατορθόνει. 9 Όστις κρύπτει παράβασιν, ζητεί φιλίαν· αλλ' όστις επαναλέγει το πράγμα, χωρίζει τους στενωτέρους φίλους. 10 Περισσότερον τύπτει ο έλεγχος τον φρόνιμον, παρά εκατόν μαστιγώσεις τον άφρονα. 11 Ο κακός ζητεί μόνον στάσεις· διά τούτο άγγελος σκληρός θέλει πεμφθή κατ' αυτού. 12 Ας απαντήση τον άνθρωπον άρκτος στερηθείσα των τέκνων αυτής και ουχί άφρων εν τη μωρία αυτού. 13 Όστις αποδίδει κακόν αντί καλού, κακόν δεν θέλει αναχωρήσει από του οίκου αυτού. 14 Όστις αρχίζει φιλονεικίαν, είναι ως ο εκφράττων ύδατα· όθεν παύσον από της φιλονεικίας πριν εξαφθή. 15 Ο δικαιόνων τον ασεβή και ο καταδικάζων τον δίκαιον, αμφότεροι είναι βδέλυγμα εις τον Κύριον. 16 Τι χρησιμεύουσι τα χρήματα εις την χείρα του άφρονος, διά να αγοράση σοφίαν, αφού δεν έχει γνώσιν; 17 Εν παντί καιρώ αγαπά ο φίλος, και ο αδελφός γεννάται διά καιρόν ανάγκης. 18 Άνθρωπος ενδεής φρενών δίδει χείρα και εγγυάται διά τον φίλον αυτού. 19 Ο αγαπών έριδας αγαπά αμαρτήματα· ο υπερυψόνων την πύλην αυτού ζητεί όλεθρον. 20 Ο σκολιός την καρδίαν δεν ευρίσκει καλόν· και ο διεστραμμένος την γλώσσαν αυτού πίπτει εις συμφοράν. 21 Όστις γεννά άφρονα, γεννά αυτόν διά λύπην αυτού· και ο πατήρ του ανοήτου δεν απολαμβάνει χαράν. 22 Η ευφραινομένη καρδία δίδει ευεξίαν ως ιατρικόν· το δε κατατεθλιμμένον πνεύμα ξηραίνει τα οστά. 23 Ο ασεβής δέχεται δώρον από του κόλπου, διά να διαστρέψη τας οδούς της κρίσεως. 24 Επί του προσώπου του συνετού είναι σοφία· αλλ' οι οφθαλμοί του άφρονος βλέπουσιν εις τα άκρα της γης. 25 Ο άφρων υιός είναι βαρυθυμία εις τον πατέρα αυτού και πικρία εις την γεννήσασαν αυτόν. 26 Δεν είναι ποτέ καλόν να επιβάλληται ποινή εις τον δίκαιον, να επιβουλεύηταί τις τους άρχοντας διά την ευθύτητα αυτών. 27 Ο κρατών τους λόγους αυτού είναι γνωστικός· ο μακρόθυμος άνθρωπος είναι φρόνιμος. 28 Και αυτός ο άφρων, όταν σιωπά λογίζεται σοφός· και ο κλείων τα χείλη αυτού, συνετός. 18 1 Ο ιδιογνώμων ζητεί κατά την επιθυμίαν αυτού και εναντιόνεται εις παν ό,τι είναι ορθόν. 2 Ο άφρων δεν ηδύνεται εις την σύνεσιν, αλλ' εις ό,τι φαντάζεται η καρδία αυτού. 3 Όταν έρχηται ο ασεβής, έρχεται και η καταφρόνησις· και μετά του ονείδους, η ατιμία. 4 Οι λόγοι του στόματος του ανθρώπου είναι ύδατα βαθέα· και η πηγή της σοφίας, χείμαρρος αναπηδών. 5 Δεν είναι καλόν να προσωποληπτή τις τον ασεβή, διά να ανατρέπη το δίκαιον εν τη κρίσει. 6 Τα χείλη του άφρονος εμβαίνουσιν εις έριδας, και το στόμα αυτού προσκαλεί ραπίσματα. 7 Το στόμα του άφρονος είναι ο αφανισμός αυτού, και τα χείλη αυτού παγίς εις την ψυχήν αυτού. 8 Οι λόγοι του ψιθυριστού καταπίνονται ηδέως και καταβαίνουσιν έως των ενδομύχων της κοιλίας. 9 Ο οκνηρός εις το έργον αυτού είναι βεβαίως αδελφός του ασώτου. 10 Το όνομα του Κυρίου είναι πύργος οχυρός· ο δίκαιος, καταφεύγων εις αυτόν, είναι εν ασφαλεία. 11 Τα αγαθά του πλουσίου είναι η οχυρά αυτού πόλις, και φαντάζεται αυτά ως υψηλόν τείχος. 12 Προ του αφανισμού υψόνεται η καρδία του ανθρώπου· και η ταπείνωσις προπορεύεται της δόξης. 13 Το να αποκρίνηταί τις πριν ακούση, είναι εις αυτόν αφροσύνη και όνειδος. 14 Το πνεύμα του ανθρώπου θέλει υποστηρίζει την αδυναμίαν αυτού· αλλά το κατατεθλιμμένον πνεύμα τις δύναται να υποφέρη; 15 Η καρδία του φρονίμου αποκτά σύνεσιν· και το ωτίον των σοφών ζητεί γνώσιν. 16 Το δώρον του ανθρώπου ανοίγει τόπον εις αυτόν, και φέρει αυτόν έμπροσθεν των μεγάλων. 17 Ο πρωτολογών εν τη κρίσει αυτού φαίνεται δίκαιος· αλλ' ο αντίδικος αυτού έρχεται και εξελέγχει αυτόν. 18 Ο κλήρος παύει τας αντιλογίας και αποφασίζει μεταξύ των δυνατών. 19 Αδελφός δυσαρεστηθείς υποτάσσεται δυσκολώτερα παρά οχυρά πόλις· αι δε διαφοραί αυτών είναι ως μοχλοί φρουρίου. 20 Εκ των καρπών του στόματος του ανθρώπου θέλει χορτασθή η κοιλία αυτού· από του προϊόντος των χειλέων αυτού θέλει εμπλησθή. 21 Θάνατος και ζωή είναι εις την χείρα της γλώσσης· και οι αγαπώντες αυτήν θέλουσι φάγει τους καρπούς αυτής. 22 Όστις εύρηκε γυναίκα, εύρηκεν αγαθόν και απήλαυσε χάριν παρά Κυρίου. 1 Ο ιδιογνώμων ζητεί κατά την επιθυμίαν αυτού και εναντιόνεται εις παν ό,τι είναι ορθόν. 2 Ο άφρων δεν ηδύνεται εις την σύνεσιν, αλλ' εις ό,τι φαντάζεται η καρδία αυτού. 3 Όταν έρχηται ο ασεβής, έρχεται και η καταφρόνησις· και μετά του ονείδους, η ατιμία. 4 Οι λόγοι του στόματος του ανθρώπου είναι ύδατα βαθέα· και η πηγή της σοφίας, χείμαρρος αναπηδών. 5 Δεν είναι καλόν να προσωποληπτή τις τον ασεβή, διά να ανατρέπη το δίκαιον εν τη κρίσει. 6 Τα χείλη του άφρονος εμβαίνουσιν εις έριδας, και το στόμα αυτού προσκαλεί ραπίσματα. 7 Το στόμα του άφρονος είναι ο αφανισμός αυτού, και τα χείλη αυτού παγίς εις την ψυχήν αυτού. 8 Οι λόγοι του ψιθυριστού καταπίνονται ηδέως και καταβαίνουσιν έως των ενδομύχων της κοιλίας. 9 Ο οκνηρός εις το έργον αυτού είναι βεβαίως αδελφός του ασώτου. 10 Το όνομα του Κυρίου είναι πύργος οχυρός· ο δίκαιος, καταφεύγων εις αυτόν, είναι εν ασφαλεία. 11 Τα αγαθά του πλουσίου είναι η οχυρά αυτού πόλις, και φαντάζεται αυτά ως υψηλόν τείχος. 12 Προ του αφανισμού υψόνεται η καρδία του ανθρώπου· και η ταπείνωσις προπορεύεται της δόξης. 13 Το να αποκρίνηταί τις πριν ακούση, είναι εις αυτόν αφροσύνη και όνειδος. 14 Το πνεύμα του ανθρώπου θέλει υποστηρίζει την αδυναμίαν αυτού· αλλά το κατατεθλιμμένον πνεύμα τις δύναται να υποφέρη; 15 Η καρδία του φρονίμου αποκτά σύνεσιν· και το ωτίον των σοφών ζητεί γνώσιν. 16 Το δώρον του ανθρώπου ανοίγει τόπον εις αυτόν, και φέρει αυτόν έμπροσθεν των μεγάλων. 17 Ο πρωτολογών εν τη κρίσει αυτού φαίνεται δίκαιος· αλλ' ο αντίδικος αυτού έρχεται και εξελέγχει αυτόν. 18 Ο κλήρος παύει τας αντιλογίας και αποφασίζει μεταξύ των δυνατών. 19 Αδελφός δυσαρεστηθείς υποτάσσεται δυσκολώτερα παρά οχυρά πόλις· αι δε διαφοραί αυτών είναι ως μοχλοί φρουρίου. 20 Εκ των καρπών του στόματος του ανθρώπου θέλει χορτασθή η κοιλία αυτού· από του προϊόντος των χειλέων αυτού θέλει εμπλησθή. 21 Θάνατος και ζωή είναι εις την χείρα της γλώσσης· και οι αγαπώντες αυτήν θέλουσι φάγει τους καρπούς αυτής. 22 Όστις εύρηκε γυναίκα, εύρηκεν αγαθόν και απήλαυσε χάριν παρά Κυρίου. 23 Ο πένης λαλεί μετά ικεσιών· αλλ' ο πλούσιος αποκρίνεται μετά σκληρότητος. 24 Ο άνθρωπος ο έχων φίλους πρέπει να φέρηται φιλικώς· και υπάρχει φίλος στενώτερος αδελφού. 1 Ο ιδιογνώμων ζητεί κατά την επιθυμίαν αυτού και εναντιόνεται εις παν ό,τι είναι ορθόν. 2 Ο άφρων δεν ηδύνεται εις την σύνεσιν, αλλ' εις ό,τι φαντάζεται η καρδία αυτού. 3 Όταν έρχηται ο ασεβής, έρχεται και η καταφρόνησις· και μετά του ονείδους, η ατιμία. 4 Οι λόγοι του στόματος του ανθρώπου είναι ύδατα βαθέα· και η πηγή της σοφίας, χείμαρρος αναπηδών. 5 Δεν είναι καλόν να προσωποληπτή τις τον ασεβή, διά να ανατρέπη το δίκαιον εν τη κρίσει. 6 Τα χείλη του άφρονος εμβαίνουσιν εις έριδας, και το στόμα αυτού προσκαλεί ραπίσματα. 7 Το στόμα του άφρονος είναι ο αφανισμός αυτού, και τα χείλη αυτού παγίς εις την ψυχήν αυτού. 8 Οι λόγοι του ψιθυριστού καταπίνονται ηδέως και καταβαίνουσιν έως των ενδομύχων της κοιλίας. 9 Ο οκνηρός εις το έργον αυτού είναι βεβαίως αδελφός του ασώτου. 10 Το όνομα του Κυρίου είναι πύργος οχυρός· ο δίκαιος, καταφεύγων εις αυτόν, είναι εν ασφαλεία. 11 Τα αγαθά του πλουσίου είναι η οχυρά αυτού πόλις, και φαντάζεται αυτά ως υψηλόν τείχος. 12 Προ του αφανισμού υψόνεται η καρδία του ανθρώπου· και η ταπείνωσις προπορεύεται της δόξης. 13 Το να αποκρίνηταί τις πριν ακούση, είναι εις αυτόν αφροσύνη και όνειδος. 14 Το πνεύμα του ανθρώπου θέλει υποστηρίζει την αδυναμίαν αυτού· αλλά το κατατεθλιμμένον πνεύμα τις δύναται να υποφέρη; 15 Η καρδία του φρονίμου αποκτά σύνεσιν· και το ωτίον των σοφών ζητεί γνώσιν. 16 Το δώρον του ανθρώπου ανοίγει τόπον εις αυτόν, και φέρει αυτόν έμπροσθεν των μεγάλων. 17 Ο πρωτολογών εν τη κρίσει αυτού φαίνεται δίκαιος· αλλ' ο αντίδικος αυτού έρχεται και εξελέγχει αυτόν. 18 Ο κλήρος παύει τας αντιλογίας και αποφασίζει μεταξύ των δυνατών. 19 Αδελφός δυσαρεστηθείς υποτάσσεται δυσκολώτερα παρά οχυρά πόλις· αι δε διαφοραί αυτών είναι ως μοχλοί φρουρίου. 20 Εκ των καρπών του στόματος του ανθρώπου θέλει χορτασθή η κοιλία αυτού· από του προϊόντος των χειλέων αυτού θέλει εμπλησθή. 21 Θάνατος και ζωή είναι εις την χείρα της γλώσσης· και οι αγαπώντες αυτήν θέλουσι φάγει τους καρπούς αυτής. 22 Όστις εύρηκε γυναίκα, εύρηκεν αγαθόν και απήλαυσε χάριν παρά Κυρίου. 23 Ο πένης λαλεί μετά ικεσιών· αλλ' ο πλούσιος αποκρίνεται μετά σκληρότητος. 24 Ο άνθρωπος ο έχων φίλους πρέπει να φέρηται φιλικώς· και υπάρχει φίλος στενώτερος αδελφού. 25 Proverbs 19:1: Καλήτερος ο πτωχός ο περιπατών εν τη ακεραιότητι αυτού, παρά τον πλούσιον τον διεστραμμένον τα χείλη αυτού και όντα άφρονα. 19 1 Καλήτερος ο πτωχός ο περιπατών εν τη ακεραιότητι αυτού, παρά τον πλούσιον τον διεστραμμένον τα χείλη αυτού και όντα άφρονα. 2 Ψυχή άνευ γνώσεως βεβαίως δεν είναι καλόν· και όστις σπεύδει με τους πόδας, προσκόπτει. 3 Η αφροσύνη του ανθρώπου διαστρέφει την οδόν αυτού· και η καρδία αυτού αγανακτεί κατά του Κυρίου. 4 Ο πλούτος προσθέτει φίλους πολλούς· ο δε πτωχός εγκαταλείπεται υπό του φίλου αυτού. 5 Ο ψευδής μάρτυς δεν θέλει μείνει ατιμώρητος· και ο λαλών ψεύδη δεν θέλει εκφύγει. 6 Πολλοί κολακεύουσι το πρόσωπον του άρχοντος· και πας τις είναι φίλος του διδόντος ανθρώπου. 7 Τον πτωχόν μισούσι πάντες οι αδελφοί αυτού· πόσω μάλλον θέλουσιν αποφεύγει αυτόν οι φίλοι αυτού; αυτός ακολουθεί φωνάζων· αλλ' εκείνοι δεν αποκρίνονται. 8 Όστις αποκτά σοφίαν, αγαπά την ψυχήν αυτού· όστις φυλάττει φρόνησιν, θέλει ευρεί καλόν. 9 Ο ψευδής μάρτυς δεν θέλει μείνει ατιμώρητος· και ο λαλών ψεύδη θέλει απολεσθή. 10 Η τρυφή δεν αρμόζει εις άφρονα· πολύ ολιγώτερον εις δούλον, να εξουσιάζη επ' αρχόντων. 11 Η φρόνησις του ανθρώπου συστέλλει τον θυμόν αυτού· και είναι δόξα αυτού να παραβλέπη την παράβασιν. 12 Η οργή του βασιλέως είναι ως βρυχηθμός λέοντος· η δε εύνοια αυτού ως δρόσος επί τον χόρτον. 13 Ο άφρων υιός είναι όλεθρος εις τον πατέρα αυτού· και αι έριδες της γυναικός είναι ακατάπαυστον στάξιμον. 14 Οίκος και πλούτη κληρονομούνται εκ των πατέρων· αλλ' η φρόνιμος γυνή παρά Κυρίου δίδεται. 15 Η οκνηρία ρίπτει εις βαθύν ύπνον· και η άεργος ψυχή θέλει πεινά. 16 Ο φυλάττων την εντολήν φυλάττει την ψυχήν αυτού· ο δε καταφρονών τας οδούς αυτού θέλει απολεσθή. 17 Ο ελεών πτωχόν δανείζει εις τον Κύριον· και θέλει γείνει εις αυτόν η ανταπόδοσις αυτού. 18 Παίδευε τον υιόν σου ενόσω είναι ελπίς· αλλά μη διεγείρης την ψυχήν σου, ώστε να θανατώσης αυτόν. 19 Ο οργίλος θέλει λάβει ποινήν· διότι και αν ελευθερώσης αυτόν, πάλιν θέλεις κάμει το αυτό. 20 Άκουε συμβουλήν και δέχου διδασκαλίαν διά να γείνης σοφός εις τα έσχατά σου. 21 Είναι πολλοί λογισμοί εν τη καρδία του ανθρώπου· η βουλή όμως του Κυρίου, εκείνη θέλει μένει. 22 Τιμή του ανθρώπου είναι η αγαθότης αυτού· και καλήτερος ο πτωχός παρά τον ψεύστην. 23 Ο φόβος του Κυρίου φέρει ζωήν, και ο φοβούμενος αυτόν θέλει πλαγιάζει κεχορτασμένος· κακόν δεν θέλει συναπαντήσει. 24 Ο οκνηρός εμβάπτει την χείρα αυτού εις το τρυβλίον, και δεν θέλει ουδέ εις το στόμα αυτού να επιστρέψη αυτήν. 25 Εάν μαστιγώσης τον χλευαστήν, ο απλούς θέλει γείνει προσεκτικός· και εάν ελέγξης τον φρόνιμον, θέλει εννοήσει γνώσιν. 26 Όστις ατιμάζει τον πατέρα και απωθεί την μητέρα, είναι υιός προξενών αισχύνην και όνειδος. 27 Παύσον, υιέ μου, να ακούης διδασκαλίαν παρεκτρέπουσαν από των λόγων της γνώσεως. 28 Ο ασεβής μάρτυς χλευάζει το δίκαιον· και το στόμα των ασεβών καταπίνει ανομίαν. 29 Κρίσεις ετοιμάζονται διά τους χλευαστάς, και ραβδισμοί διά την ράχιν των αφρόνων. 20 1 Ο οίνος είναι χλευαστής, και τα σίκερα στασιαστικά· και όστις δελεάζεται υπό τούτων, δεν είναι φρόνιμος. 2 Απειλή βασιλέως είναι βρυχηθμός λέοντος· όστις παροξύνει αυτόν, αμαρτάνει εις την ιδίαν αυτού ζωήν. 3 Τιμή είναι εις τον άνθρωπον να παύη από της έριδος· πας δε άφρων εμπλέκεται εις ταύτην. 4 Ο οκνηρός δεν θέλει να αροτριά εξ αιτίας του χειμώνος· διά τούτο θέλει ζητεί εν τω θέρει και δεν θέλει λαμβάνει. 5 Η βουλή εν τη καρδία του ανθρώπου είναι ως ύδατα βαθέα· αλλ' ο συνετός άνθρωπος θέλει ανασύρει αυτήν. 6 Πολλοί άνθρωποι κηρύττουσιν έκαστος την καλοκαγαθίαν αυτού· αλλά τις θέλει εύρη άνθρωπον πιστόν; 7 Ο δίκαιος περιπατεί εν τη ακεραιότητι αυτού· και τα τέκνα αυτού είναι μακάρια μετ' αυτόν. 8 Βασιλεύς, καθήμενος επί θρόνου κρίσεως, διασκεδάζει παν κακόν διά των οφθαλμών αυτού. 9 Τις δύναται να είπη, Εκαθάρισα την καρδίαν μου, είμαι καθαρός από των αμαρτιών μου; 10 Ζύγια διάφορα, μέτρα διάφορα, είναι αμφότερα βδέλυγμα εις τον Κύριον. 11 Γνωρίζεται και αυτό το παιδίον εκ των πράξεων αυτού, αν τα έργα αυτού είναι καθαρά, και αν ευθέα. 12 Το ωτίον ακούει και ο οφθαλμός βλέπει· αλλ' ο Κύριος έκαμεν αμφότερα. 13 Μη αγάπα τον ύπνον, διά να μη έλθης εις πτωχείαν· άνοιξον τους οφθαλμούς σου και θέλεις χορτασθή άρτου. 14 Κακόν, κακόν, λέγει ο αγοραστής· αλλ' αφού αναχωρήση, τότε καυχάται. 15 Υπάρχει χρυσίον και πλήθος μαργαριτών· τα χείλη όμως της γνώσεως είναι το πολύτιμου κειμήλιον. 16 Λάβε το ιμάτιον του εγγυωμένου διά ξένον· και λάβε ενέχυρον απ' αυτού, εγγυωμένου περί ξένων πραγμάτων. 17 Ο άρτος του ψεύδους είναι γλυκύς εις τον άνθρωπον· μετά ταύτα όμως το στόμα αυτού θέλει γεμισθή χαλίκων. 18 Οι σκοποί στερεόνονται διά της συμβουλής· και μετά καλήν σκέψιν κάμνε πόλεμον. 19 Ο σπερμολόγος περιερχόμενος αποκαλύπτει τα μυστικά· διά τούτο μη σμίγου μετά του πλατύνοντος τα χείλη αυτού. 20 Ο λύχνος του κακολογούντος τον πατέρα αυτού ή την μητέρα αυτού θέλει σβεσθή εν βαθεί σκότει. 21 Κληρονομία αποκτηθείσα ταχέως την αρχήν, εις το τέλος δεν ευλογείται. 22 Μη είπης, Θέλω ανταποδώσει κακόν· ανάμενε τον Κύριον και θέλει σε σώσει. 23 Ζύγια διάφορα είναι βδέλυγμα εις τον Κύριον· και η δολία πλάστιγξ δεν είναι καλόν. 24 Τα διαβήματα του ανθρώπου διευθύνονται υπό του Κυρίου· πως λοιπόν ο άνθρωπος ήθελε γνωρίσει την εαυτού οδόν; 25 Παγίς είναι εις τον άνθρωπον, προπετώς να λαλή· περί ιερών και μετά τας ευχάς να σκέπτηται. 26 Ο σοφός βασιλεύς λικμίζει τους ασεβείς και στρέφει τον τροχόν επ' αυτούς. 27 Λύχνος του Κυρίου είναι το πνεύμα του ανθρώπου, το οποίον διερευνά πάντα τα ενδόμυχα της καρδίας. 28 Έλεος και αλήθεια διαφυλάττουσι τον βασιλέα· και ο θρόνος αυτού υποστηρίζεται υπό του ελέους. 29 Καύχημα των νέων είναι η δύναμις αυτών· και δόξα των γερόντων η πολιά. 30 Τα μελανίσματα των πληγών λευκαίνουσι τον κακόν· και τα κτυπήματα τα ενδόμυχα της καρδίας. 21 1 Η καρδία του βασιλέως είναι εν τη χειρί του Κυρίου ως ρεύματα υδάτων· όπου θέλει στρέφει αυτήν. 2 Πάσαι αι οδοί του ανθρώπου φαίνονται ορθαί εις τους οφθαλμούς αυτού· πλην ο Κύριος σταθμίζει τας καρδίας. 3 Να κάμνη τις δικαιοσύνην και κρίσιν είναι αρεστότερον εις τον Κύριον παρά θυσίαν. 4 Το επηρμένον όμμα και η αλαζών καρδία, ο λύχνος των ασεβών, είναι αμαρτία. 5 Οι λογισμοί του επιμελούς φέρουσι βεβαίως εις αφθονίαν· παντός δε προπετούς βεβαίως εις ένδειαν. 6 Το αποκτάν θησαυρούς διά ψευδούς γλώσσης είναι ματαιότης άστατος των ζητούντων θάνατον. 7 Αι αρπαγαί των ασεβών θέλουσιν εξολοθρεύσει αυτούς· διότι αρνούνται να πράττωσι το δίκαιον. 8 Η οδός του διεφθαρμένου ανθρώπου είναι σκολιά· του δε καθαρού το έργον είναι ευθές. 9 Καλήτερον να κατοική τις εν γωνία δώματος, παρά εν οίκω ευρυχώρω μετά γυναικός φιλέριδος. 10 Η ψυχή του ασεβούς επιθυμεί κακόν· ο πλησίον αυτού δεν ευρίσκει χάριν εις τους οφθαλμούς αυτού. 11 Όταν ο χλευαστής τιμωρήται, ο απλούς γίνεται σοφώτερος· και ο σοφός διδασκόμενος λαμβάνει γνώσιν. 12 Ο δίκαιος συλλογίζεται την οικίαν του ασεβούς, όταν οι ασεβείς κατακρημνίζωνται εις την κακίαν αυτών. 13 Όστις εμφράττει τα ώτα αυτού εις την κραυγήν του πτωχού, θέλει φωνάξει και αυτός και δεν θέλει εισακουσθή. 14 Δώρον κρύφιον καταπραΰνει θυμόν· και χάρισμα εις τον κόλπον βαλλόμενον, οργήν ισχυράν. 15 Χαρά είναι εις τον δίκαιον να κάμνη κρίσιν· όλεθρος δε εις τους εργάτας της ανομίας. 16 Άνθρωπος αποπλανώμενος από της οδού της συνέσεως θέλει κατασκηνώσει εν τη συνάξει των τεθανατωμένων. 17 Ο αγαπών ευθυμίαν θέλει κατασταθή πένης· ο αγαπών οίνον και μύρα δεν θέλει πλουτήσει. 18 Ο ασεβής θέλει είσθαι αντίλυτρον του δικαίου, και των ευθέων ο παραβάτης. 19 Καλήτερον να κατοική τις εν γη ερήμω παρά μετά γυναικός φιλέριδος και θυμώδους. 20 Θησαυρός πολύτιμος και μύρα ευρίσκονται εν τω οίκω του σοφού· ο δε άφρων άνθρωπος καταδαπανά αυτά. 21 Ο θηρεύων δικαιοσύνην και έλεος θέλει ευρεί ζωήν, δικαιοσύνην και δόξαν. 22 Ο σοφός εκπορθεί την πόλιν των δυνατών και καταβάλλει το οχύρωμα του θάρρους αυτής. 23 Όστις φυλάττει το στόμα αυτού και την γλώσσαν αυτού, φυλάττει την ψυχήν αυτού από στενοχωριών. 24 Υπερήφανος και αλαζών χλευαστής καλείται, όστις πράττει μετά θυμού αλαζονείας. 25 Αι επιθυμίαι του οκνηρού θανατόνουσιν αυτόν· διότι αι χείρες αυτού δεν θέλουσι να εργάζωνται· 26 επιθυμεί όλην την ημέραν επιθυμίας· ο δε δίκαιος δίδει και δεν φείδεται. 27 Η θυσία των ασεβών είναι βδέλυγμα· πολλώ μάλλον όταν προσφέρωσιν αυτήν μετά πονηρίας. 28 Ο ψευδής μάρτυς θέλει απολεσθή· ο δε άνθρωπος όστις υπακούει θέλει λαλεί πάντοτε. 29 Ο ασεβής άνθρωπος σκληρύνει το πρόσωπον αυτού· αλλ' ο ευθύς κατευθύνει τας οδούς αυτού. 30 Δεν είναι σοφία ούτε σύνεσις ούτε βουλή εναντίον του Κυρίου. 31 Ο ίππος ετοιμάζεται διά την ημέραν της μάχης· η σωτηρία όμως είναι παρά Κυρίου. 22 1 Προτιμότερον όνομα καλόν παρά πλούτη μεγάλα, χάρις αγαθή παρά αργύριον και χρυσίον. 2 Πλούσιος και πτωχός συναπαντώνται· ο Κύριος είναι ο Ποιητής αμφοτέρων τούτων. 3 Ο φρόνιμος προβλέπει το κακόν και κρύπτεται· οι άφρονες όμως προχωρούσι και τιμωρούνται. 4 Η αμοιβή της ταπεινώσεως και του φόβου του Κυρίου είναι πλούτος και δόξα και ζωή. 5 Τρίβολοι και παγίδες είναι εν τη οδώ του σκολιού· όστις φυλάττει την ψυχήν αυτού, θέλει είσθαι μακράν απ' αυτών. 6 Δίδαξον το παιδίον εν αρχή της οδού αυτού· και δεν θέλει απομακρυνθή απ' αυτής ουδέ όταν γηράση. 7 Ο πλούσιος εξουσιάζει τους πτωχούς· και ο δανειζόμενος είναι δούλος του δανείζοντος. 8 Ο σπείρων ανομίαν θέλει θερίσει συμφοράς· και η ράβδος της ύβρεως αυτού θέλει εκλείψει. 9 Ο έχων όμμα αγαθόν θέλει ευλογηθή· διότι δίδει εκ του άρτου αυτού εις τον πτωχόν. 10 Εκδίωξον τον χλευαστήν και θέλει συνεξέλθει η φιλονεικία, και η έρις και η ύβρις θέλουσι παύσει. 11 Όστις αγαπά την καθαρότητα της καρδίας, διά την χάριν των χειλέων αυτού ο βασιλεύς θέλει είσθαι φίλος αυτού. 12 Οι οφθαλμοί του Κυρίου περιφρουρούσι την γνώσιν· ανατρέπει δε τας υποθέσεις του παρανόμου. 13 Ο οκνηρός λέγει, Λέων είναι έξω· εν τω μέσω των πλατειών θέλω φονευθή. 14 Στόμα γυναικός αλλοτρίας είναι λάκκος βαθύς· ο μισούμενος υπό Κυρίου θέλει εμπέσει εις αυτόν. 15 Η ανοησία είναι συνδεδεμένη μετά της καρδίας του παιδίου· η ράβδος της παιδείας θέλει αποχωρίσει αυτήν απ' αυτού. 16 Όστις καταθλίβει τον πτωχόν διά να αυξήση τα πλούτη αυτού, και όστις δίδει εις τον πλούσιον, θέλει ελθεί βεβαίως εις ένδειαν. 17 Κλίνον το ωτίον σου και άκουε τους λόγους των σοφών, και προσκόλλησον την καρδίαν σου εις την γνώσιν μου· 18 διότι είναι τερπνοί, εάν φυλάττη αυτούς εν τη καρδία σου· και θέλουσι συναρμόζεσθαι ομού επί των χειλέων σου. 19 Διά να ήναι το θάρρος σου επί τον Κύριον, εδίδαξα ταύτα εις σε την ημέραν ταύτην, μάλιστα εις σε. 20 Δεν έγραψα εις σε πολλάκις διά συμβουλών και γνώσεων, 21 διά να σε κάμω να γνωρίσης την βεβαιότητα των λόγων της αληθείας, ώστε να αποκρίνησαι λόγους αληθείας προς τους εξαποστέλλοντάς σε; 22 Μη γυμνόνης τον πτωχόν, διότι είναι πτωχός· μηδέ κατάθλιβε εις την πύλην τον δυστυχούντα· 23 διότι ο Κύριος θέλει εκδικάσει την δίκην αυτών· και θέλει γυμνώσει την ψυχήν των γυμνωσάντων αυτούς. 24 Μη κάμνε φιλίαν μετά ανθρώπου θυμώδους· και μετά ανθρώπου οργίλου μη συμπεριπάτει· 25 μήποτε μάθης τας οδούς αυτού, και λάβης παγίδα εις την ψυχήν σου. 26 Μη έσο εκ των διδόντων χείρα, εκ των εγγυωμένων διά χρέη. 27 Εάν δεν έχης πόθεν να πληρώσης, διά τι να πάρωσι την κλίνην σου υποκάτωθέν σου; 28 Μη μετακίνει όρια αρχαία, τα οποία έθεσαν οι πατέρες σου. 29 Είδες άνθρωπον επιτήδειον εις τα έργα αυτού; αυτός θέλει παρασταθή ενώπιον βασιλέων· δεν θέλει παρασταθή ενώπιον ουτιδανών. 23 1 Όταν καθήσης να φάγης μετά άρχοντος, παρατήρει επιμελώς τα παρατιθέμενα έμπροσθέν σου· 2 και βάλε μάχαιραν εις τον λαιμόν σου, εάν ήσαι αδηφάγος· 3 μη επιθύμει τα εδέσματα αυτού· διότι ταύτα είναι τροφή δολιότητος. 4 Μη μερίμνα διά να γείνης πλούσιος· άπεχε από της σοφίας σου. 5 Θέλεις επιστήσει τους οφθαλμούς σου εις το μη υπάρχον; διότι ο πλούτος κατασκευάζει βεβαίως εις εαυτόν πτέρυγας ως αετού και πετά προς τον ουρανόν. 6 Μη τρώγε τον άρτον του φθονερού, μηδέ επιθύμει τα εδέσματα αυτού· 7 διότι καθώς φρονεί εν τη ψυχή αυτού, τοιούτος είναι· φάγε και πίε, λέγει προς σέ· αλλ' η καρδία αυτού δεν είναι μετά σου. 8 Το ψωμίον, το οποίον έφαγες, θέλεις εξεμέσει και θέλεις χάσει τας γλυκείας συνομιλίας σου. 9 Μη λάλει εις τα ώτα του άφρονος· διότι θέλει καταφρονήσει την σοφίαν των λόγων σου. 10 Μη μετακίνει όρια αρχαία· και μη εισέλθης εις τους αγρούς των ορφανών· 11 διότι ο Λυτρωτής αυτών είναι ισχυρός· αυτός θέλει εκδικάσει την δίκην αυτών εναντίον σου. 12 Προσκόλλησον την καρδίαν σου εις την παιδείαν και τα ώτα σου εις τους λόγους της γνώσεως. 13 Μη φείδου να παιδεύης το παιδίον· διότι εάν κτυπήσης αυτό διά της ράβδου, δεν θέλει αποθάνει· 14 συ κτυπών αυτό διά της ράβδου, θέλεις ελευθερώσει την ψυχήν αυτού εκ του άδου. 15 Υιέ μου, εάν η καρδία σου γείνη σοφή, θέλει ευφραίνεσθαι και η καρδία εμού· 16 και τα νεφρά μου θέλουσιν αγάλλεσθαι, όταν τα χείλη σου λαλώσιν ορθά. 17 Ας μη ζηλεύη η καρδία σου τους αμαρτωλούς· αλλ' έσο εν τω φόβω του Κυρίου όλην την ημέραν· 18 διότι βεβαίως είναι αμοιβή, και η ελπίς σου δεν θέλει εκκοπή. 19 Άκουε συ, υιέ μου, και γίνου σοφός, και κατεύθυνε την καρδίαν σου εις την οδόν. 20 Μη έσο μεταξύ οινοποτών, μεταξύ κρεοφάγων ασώτων· 21 διότι ο μέθυσος και ο άσωτος θέλουσι πτωχεύσει· και ο υπνώδης θέλει ενδυθή ράκη. 22 Υπάκουε εις τον πατέρα σου, όστις σε εγέννησε· και μη καταφρόνει την μητέρα σου, όταν γηράση. 23 Αγόραζε την αλήθειαν και μη πώλει· την σοφίαν και την παιδείαν και την σύνεσιν. 24 Ο πατήρ του δικαίου θέλει χαρή σφόδρα· και όστις γεννά σοφόν υιόν, θέλει ευφραίνεσθαι εις αυτόν. 25 Ο πατήρ σου και η μήτηρ σου θέλουσιν ευφραίνεσθαι· μάλιστα εκείνη, ήτις σε εγέννησε, θέλει χαίρει. 26 Υιέ μου, δος την καρδίαν σου εις εμέ, και ας προσέχωσιν οι οφθαλμοί σου εις τας οδούς μου· 27 διότι η πόρνη είναι λάκκος βαθύς· και η αλλοτρία γυνή στενόν φρέαρ. 28 Αυτή προσέτι ενεδρεύει ως ληστής και πληθύνει τους παραβάτας μεταξύ των ανθρώπων. 29 Εις τίνα είναι ουαί; εις τίνα στεναγμοί; εις τίνα έριδες; εις τίνα ματαιολογίαι; εις τίνα κτυπήματα άνευ αιτίας; εις τίνα φλόγωσις οφθαλμών; 30 Εις τους εγχρονίζοντας εν τω οίνω· εις εκείνους οίτινες διάγουσιν ανιχνεύοντες οινοποσίας. 31 Μη θεώρει τον οίνον ότι κοκκινίζει, ότι δίδει το χρώμα αυτού εις το ποτήριον, ότι καταβαίνει ευαρέστως. 32 Εν τω τέλει αυτού δάκνει ως όφις και κεντρόνει ως βασιλίσκος· 33 οι οφθαλμοί σου θέλουσι κυττάξει αλλοτρίας γυναίκας, και η καρδία σου θέλει λαλήσει αισχρά· 34 και θέλεις είσθαι ως κοιμώμενος εν μέσω θαλάσσης, και ως κοιτώμενος επί κορυφής, καταρτίου· 35 με έτυπτον, θέλεις ειπεί, και δεν επόνεσα· με έδειραν, και δεν ησθάνθην· πότε θέλω εγερθή, διά να υπάγω να ζητήσω αυτόν πάλιν; 24 1 Μη ζήλευε τους κακούς ανθρώπους, μηδέ επιθύμει να ήσαι μετ' αυτών· 2 διότι η καρδία αυτών μελετά καταδυνάστευσιν, και τα χείλη αυτών λαλούσι κακουργίας. 3 Διά της σοφίας οικοδομείται οίκος και διά της συνέσεως στερεόνεται. 4 Και διά της γνώσεως τα ταμεία θέλουσι γεμισθή από παντός πολυτίμου και ευφροσύνου πλούτου. 5 Ο σοφός άνθρωπος ισχύει, και ο άνθρωπος ο φρόνιμος αυξάνει δύναμιν. 6 Διότι διά σοφών βουλών θέλεις κάμει τον πόλεμόν σου· εκ του πλήθους δε των συμβούλων προέρχεται σωτηρία. 7 Η σοφία είναι παραπολύ υψηλή διά τον άφρονα· δεν θέλει ανοίξει το στόμα αυτού εν τη πύλη. 8 Όστις μελετά να πράξη κακόν, θέλει ονομασθή ανήρ κακεντρεχής. 9 Η μελέτη της αφροσύνης είναι αμαρτία· και ο χλευαστής βδέλυγμα εις τους ανθρώπους. 10 Εάν μικροψυχήσης εν τη ημέρα της συμφοράς, μικρά είναι η δύναμίς σου. 11 Ελευθέρονε τους συρομένους εις θάνατον, και μη αποσύρου από των όντων εις ακμήν σφαγής. 12 Εάν είπης, Ιδού, ημείς δεν εξεύρομεν τούτο· δεν γνωρίζει ο σταθμίζων τας καρδίας; και ο φυλάττων την ψυχήν σου και αποδίδων εις έκαστον κατά τα έργα αυτού, δεν εξεύρει; 13 Υιέ μου, φάγε μέλι, διότι είναι καλόν· και κηρήθραν, διότι είναι γλυκεία επί του ουρανίσκον σου· 14 Τοιαύτη θέλει είσθαι εις την ψυχήν σου η γνώσις της σοφίας· όταν εύρης αυτήν, τότε θέλεις λάβει αμοιβήν, και η ελπίς σου δεν θέλει εκκοπή. 15 Μη στήνε παγίδα, ω άνομε, κατά της κατοικίας του δικαίου· μη ταράξης τον τόπον της αναπαύσεως αυτού· 16 διότι ο δίκαιος πίπτει επτάκις και σηκόνεται· αλλ' οι ασεβείς θέλουσι πέσει εις όλεθρον. 17 Εις την πτώσιν του εχθρού σου μη χαρής· και εις το ολίσθημα αυτού ας μη ευφραίνεται η καρδία σου· 18 Μήποτε ο Κύριος ίδη και φανή τούτο κακόν εις τους οφθαλμούς αυτού και μεταστρέψη τον θυμόν αυτού απ' αυτού. 19 Μη αγανάκτει περί των πονηρευομένων· μη ζήλευε τους ασεβείς· 20 διότι δεν θέλει έχει τέλος αγαθόν ο κακός· ο λύχνος των ασεβών θέλει σβεσθή. 21 Υιέ μου, φοβού τον Κύριον και τον βασιλέα· και μη έχε συγκοινωνίαν μετά στασιαστών· 22 διότι η συμφορά αυτών θέλει επέλθει εξαίφνης· και τις γνωρίζει αμφοτέρων τας τιμωρίας; 23 Ταύτα προσέτι είναι διά τους σοφούς. Η προσωποληψία εν τη κρίσει δεν είναι καλόν. 24 Τον λέγοντα προς τον ασεβή, Είσαι δίκαιος, τούτον οι λαοί θέλουσι καταρασθή και τα έθνη θέλουσι βδελύττεσθαι· 25 αλλ' εις τους ελέγχοντας αυτόν θέλει είσθαι χάρις, και ευλογία αγαθών θέλει ελθεί επ' αυτούς. 26 Όστις αποκρίνεται λόγους ορθούς, είναι ως ο φιλών τα χείλη. 27 Διάταττε το έργον σου έξω και προετοίμαζε αυτό εις σεαυτόν εν τω αγρώ· και έπειτα οικοδόμησον τον οίκόν σου. 28 Μη ήσο μάρτυς άδικος κατά του πλησίον σου, μηδέ απάτα διά των χειλέων σου. 29 Μη είπης, Καθώς έκαμεν εις εμέ, ούτω θέλω κάμει εις αυτόν· θέλω αποδώσει εις τον άνθρωπον κατά το έργον αυτού. 30 Διέβαινον διά του αγρού του οκνηρού και διά του αμπελώνος του ανθρώπου του ενδεούς φρενών· 31 και ιδού, πανταχού είχον βλαστήσει άκανθαι· κνίδαι είχον σκεπάσει το πρόσωπον αυτού, και το λιθόφραγμα αυτού ήτο κατακεκρημνισμένον. 32 Τότε εγώ θεωρήσας εσυλλογίσθην εν τη καρδία μου· είδον, και έλαβον διδασκαλίαν. 33 Ολίγος ύπνος, ολίγος νυσταγμός, ολίγη συμπλοκή των χειρών εις τον ύπνον· 34 έπειτα η πτωχεία σου έρχεται ως ταχυδρόμος, και η ένδειά σου ως ανήρ ένοπλος. 25 1 Και αύται είναι παροιμίαι του Σολομώντος, τας οποίας συνέλεξαν οι άνθρωποι του Εζεκίου, βασιλέως του Ιούδα. 2 Δόξα του Θεού είναι να καλύπτη το πράγμα· δόξα δε των βασιλέων να εξιχνιάζωσι το πράγμα. 3 Ο ουρανός κατά το ύψος και η γη κατά το βάθος και η καρδία των βασιλέων είναι ανεξερεύνητα. 4 Αφαίρεσον την σκωρίαν από του αργύρου, και σκεύος θέλει εξέλθει εις τον χρυσοχόον· 5 αφαίρεσον τους ασεβείς απ' έμπροσθεν του βασιλέως, και ο θρόνος αυτού θέλει στερεωθή εν δικαιοσύνη. 6 Μη αλαζονεύου έμπροσθεν του βασιλέως, και μη ίστασαι εν τω τόπω των μεγάλων· 7 Διότι καλήτερον να σοι είπωσιν, Ανάβα εδώ, παρά να καταβιβασθής επί παρουσία του άρχοντος, τον οποίον είδον οι οφθαλμοί σου. 8 Μη εξέλθης εις έριδα ταχέως· μήποτε εν τω τέλει απορήσης τι να κάμης, όταν ο πλησίον σου σε καταισχύνη. 9 Εκδίκασον την δίκην σου μετά του πλησίον σου· και μη ανακάλυπτε το μυστικόν άλλου· 10 Μήποτε ο ακούων σε ονειδίση και η καταισχύνη σου δεν εξαλειφθή. 11 Λόγος λαληθείς πρεπόντως είναι μήλα χρυσά εις ποικίλματα αργυρά. 12 Ως ενώτιον χρυσούν και στολίδιον καθαρού χρυσίου, είναι ο σοφός ο ελέγχων ωτίον υπήκοον. 13 Ως το ψύχος της χιόνος εν καιρώ του θερισμού, ούτως είναι ο πιστός πρέσβυς εις τους αποστέλλοντας αυτόν· διότι αναπαύει την ψυχήν των κυρίων αυτού. 14 Ο καυχώμενος εις δώρον ψευδές ομοιάζει σύννεφα και άνεμον χωρίς βροχής. 15 Δι' υπομονής πείθεται ο ηγεμών· και η γλυκεία γλώσσα συντρίβει οστά. 16 Εύρηκας μέλι; φάγε όσον σοι είναι αρκετόν, μήποτε υπερεμπλησθής απ' αυτού και εξεμέσης αυτό. 17 Σπανίως βάλε τον πόδα σου εις τον οίκον του πλησίον σου, μήποτε σε βαρυνθή και σε μισήση. 18 Ο άνθρωπος, όστις μαρτυρεί κατά του πλησίον αυτού μαρτυρίαν ψευδή, είναι ως ρόπαλον και μάχαιρα και βέλος οξύ. 19 Πίστις προς άπιστον εν ημέρα συμφοράς είναι ως οδόντιον σεσηπός και πους εξηρθρωμένος. 20 Ως ο εκδυόμενος ιμάτιον εν ημέρα ψύχους και το όξος επί νίτρον, ούτως είναι ο ψάλλων άσματα εις λελυπημένην καρδίαν. 21 Εάν πεινά ο εχθρός σου, δος εις αυτόν άρτον να φάγη· και εάν διψά, πότισον αυτόν ύδωρ· 22 διότι θέλεις σωρεύσει άνθρακας πυρός επί την κεφαλήν αυτού, και ο Κύριος θέλει σε ανταμείψει. 23 Ο βορράς άνεμος εκδιώκει την βροχήν· το δε ωργισμένον πρόσωπον την υποψιθυρίζουσαν γλώσσαν. 24 Καλήτερον να κατοική τις εν γωνία δώματος, παρά εν οίκω ευρυχώρω μετά γυναικός φιλέριδος. 25 Ως ύδωρ ψυχρόν εις ψυχήν διψώσαν, ούτως είναι αγγελίαι αγαθαί από μακρυνής γης. 26 Ο δίκαιος σφάλλων έμπροσθεν του ασεβούς είναι ως πηγή θολερά και βρύσις διαφθαρείσα. 27 Καθώς δεν είναι καλόν να τρώγη τις πολύ μέλι, ούτω δεν είναι ένδοξον να ζητή την ιδίαν αυτού δόξαν. 28 Όστις δεν κρατεί το πνεύμα αυτού, είναι ως πόλις κατηδαφισμένη και ατείχιστος. 26 1 Καθώς η χιών εν τω θέρει και καθώς η βροχή εν τω θερισμώ, ούτως εις τον άφρονα η τιμή δεν αρμόζει. 2 Ως περιφέρεται το στρουθίον, ως περιπετά η χελιδών, ούτως η άδικος κατάρα δεν θέλει επιφθάσει. 3 Μάστιξ διά τον ίππον, κημός διά τον όνον, και ράβδος διά την ράχιν των αφρόνων. 4 Μη αποκρίνου εις τον άφρονα κατά την αφροσύνην αυτού, διά να μη γείνης και συ όμοιος αυτού. 5 Αποκρίνου εις τον άφρονα κατά την αφροσύνην αυτού, διά να μη ήναι σοφός εις τους οφθαλμούς αυτού. 6 Όστις αποστέλλει μήνυμα διά χειρός του άφρονος, αποκόπτει τους πόδας αυτού και πίνει ζημίαν. 7 Ως τα σκέλη του χωλού κρέμονται ανωφελή, ούτως είναι και παροιμία εν τω στόματι των αφρόνων. 8 Ως ο δεσμεύων λίθον εις σφενδόνην, ούτως είναι όστις δίδει τιμήν εις τον άφρονα. 9 Ως η άκανθα ωθουμένη εις την χείρα του μεθύσου, ούτως είναι η παροιμία εν τω στόματι των αφρόνων. 10 Ο δυνάστης μιαίνει τα πάντα και μισθόνει τους άφρονας, μισθόνει και τους παραβάτας. 11 Ως ο κύων επιστρέφει εις τον εμετόν αυτού, ούτως ο άφρων επαναλαμβάνει την αφροσύνην αυτού. 12 Είδες άνθρωπον νομίζοντα εαυτόν σοφόν; μάλλον ελπίς είναι εκ του άφρονος παρά εξ αυτού. 13 Ο οκνηρός λέγει, Λέων είναι εν τη οδώ, λέων εν ταις πλατείαις. 14 Ως η θύρα περιστρέφεται επί τας στρόφιγγας αυτής, ούτως ο οκνηρός επί την κλίνην αυτού. 15 Ο οκνηρός εμβάπτει την χείρα αυτού εις το τρυβλίον και βαρύνεται να επιστρέψη αυτήν εις το στόμα αυτού. 16 Ο οκνηρός νομίζει εαυτόν σοφώτερον παρά επτά σοφούς γνωμοδότας. 17 Όστις διαβαίνων ανακατόνεται εις έριδα μη ανήκουσαν εις αυτόν, ομοιάζει τον πιάνοντα κύνα από των ωτίων. 18 Ως ο μανιακός όστις ρίπτει φλόγας, βέλη και θάνατον, 19 ούτως είναι ο άνθρωπος, όστις απατά τον πλησίον αυτού και λέγει, δεν έκαμον εγώ παίζων; 20 Όπου δεν είναι ξύλα, το πυρ σβύνεται· και όπου δεν είναι ψιθυριστής, η έρις ησυχάζει. 21 Οι άνθρακες διά την ανθρακιάν και τα ξύλα διά το πυρ, και ο φίλερις άνθρωπος διά να εξάπτη έριδας. 22 Οι λόγοι του ψιθυριστού καταπίνονται ηδέως, και καταβαίνουσιν εις τα ενδόμυχα της κοιλίας. 23 Τα ένθερμα χείλη μετά πονηράς καρδίας είναι ως σκωρία αργύρου επικεχρισμένη επί πήλινον αγγείον. 24 Όστις μισεί, υποκρίνεται με τα χείλη αυτού, και μηχανεύεται δόλον εν τη καρδία αυτού. 25 Όταν ομιλή χαριέντως, μη πίστευε αυτόν· διότι έχει επτά βδελύγματα εν τη καρδία αυτού. 26 Όστις σκεπάζει το μίσος διά δόλου, η πονηρία αυτού θέλει φανερωθή εν μέσω της συνάξεως. 27 Όστις σκάπτει λάκκον, θέλει πέσει εις αυτόν· και ο λίθος θέλει επιστρέψει επί τον κυλίοντα αυτόν. 28 Η ψευδής γλώσσα μισεί τους υπ' αυτής καταθλιβομένους· και το απατηλόν στόμα εργάζεται καταστροφήν. 27 1 Μη καυχάσαι εις την αύριον ημέραν· διότι δεν εξεύρεις τι θέλει γεννήσει η ημέρα. 2 Ας σε επαινή άλλος και μη το στόμα σου· ξένος, και μη τα χείλη σου. 3 Βαρύς είναι ο λίθος και δυσβάστακτος η άμμος· αλλ' η οργή του άφρονος είναι βαρυτέρα των δύο. 4 Ο θυμός είναι σκληρός και η οργή οξεία· αλλά τις δύναται να σταθή έμπροσθεν της ζηλοτυπίας; 5 Ο φανερός έλεγχος είναι καλήτερος παρά κρυπτομένη αγάπη· 6 πληγαί φίλου είναι πισταί· φιλήματα δε εχθρών πολυάριθμα. 7 Κεχορτασμένη ψυχή αποστρέφεται την κηρήθραν· εις δε την πεινασμένην ψυχήν παν πικρόν φαίνεται γλυκύ. 8 Ως το πτηνόν το αποπλανώμενόν από της φωλεάς αυτού, ούτως είναι ο άνθρωπος ο αποπλανώμενος από του τόπου αυτού. 9 Τα μύρα και τα θυμιάματα ευφραίνουσι την καρδίαν, και η γλυκύτης του φίλου διά της εγκαρδίου συμβουλής. 10 Τον φίλον σου και τον φίλον του πατρός σου μη εγκαταλίπης· εις δε τον οίκον του αδελφού σου μη εισέλθης εν τη ημέρα της συμφοράς σου· διότι καλήτερον είναι γείτων πλησίον παρά αδελφός μακράν. 11 Υιέ μου, γίνου σοφός και εύφραινε την καρδίαν μου, διά να έχω τι να αποκρίνωμαι προς τον ονειδίζοντά με. 12 Ο φρόνιμος προβλέπει το κακόν και κρύπτεται· οι άφρονες εξακολουθούσι και τιμωρούνται. 13 Λάβε το ιμάτιον του εγγυωμένου διά ξένον και λάβε ενέχυρον απ' αυτού, εγγυωμένου περί ξένων πραγμάτων. 14 Ο εγειρόμενος το πρωΐ και ευλογών μετά μεγάλης φωνής τον πλησίον αυτού θέλει λογισθή ως καταρώμενος αυτόν. 15 Ακατάπαυστον στάξιμον εν ημέρα βροχερά, και φίλερις γυνή είναι όμοια· 16 ο κρύπτων αυτήν κρύπτει τον άνεμον· και το μύρον εν τη δεξιά αυτού κρυπτόμενον φωνάζει. 17 Ο σίδηρος ακονίζει τον σίδηρον· και ο άνθρωπος ακονίζει το πρόσωπον του φίλου αυτού. 18 Ο φυλάττων την συκήν θέλει φάγει τον καρπόν αυτής· και ο φυλάττων τον κύριον αυτού θέλει τιμηθή. 19 Καθώς εις το ύδωρ ανταποκρίνεται πρόσωπον εις πρόσωπον, ούτω καρδία ανθρώπου εις άνθρωπον. 20 Ο άδης και η απώλεια δεν χορταίνουσι· και οι οφθαλμοί του ανθρώπου δεν χορταίνουσιν. 21 Ο άργυρος δοκιμάζεται διά του χωνευτηρίου και ο χρυσός διά της καμίνου· ο δε άνθρωπος διά του στόματος των εγκωμιαζόντων αυτόν. 22 Και αν κοπανίσης διά κοπάνου τον άφρονα εν ιγδίω μεταξύ σίτου κοπανιζομένου, η αφροσύνη αυτού δεν θέλει χωρισθή απ' αυτού. 23 Πρόσεχε να γνωρίζης την κατάστασιν των ποιμνίων σου, και επιμελού καλώς τας αγέλας σου· 24 Διότι ο πλούτος δεν μένει διαπαντός· ουδέ το διάδημα από γενεάς εις γενεάν. 25 Ο χόρτος βλαστάνει και η χλόη αναφαίνεται, και τα χόρτα των ορέων συνάγονται. 26 Τα αρνία είναι διά τα ενδύματά σου, και οι τράγοι διά την πληρωμήν του αγρού. 27 Και θέλεις έχει άφθονον γάλα αιγών διά την τροφήν σου, διά την τροφήν του οίκου σου και την ζωήν των θεραπαινών σου. 28 1 Οι ασεβείς φεύγουσιν ουδενός διώκοντος· οι δε δίκαιοι έχουσι θάρρος ως λέων. 2 Διά τα αμαρτήματα του τόπου πολλοί είναι οι άρχοντες αυτού· δι' ανθρώπου όμως συνετού και νοήμονος το πολίτευμα αυτού θέλει διαρκεί. 3 Πτωχός άνθρωπος και δυναστεύων πτωχούς είναι ως βροχή κατακλύζουσα, ήτις δεν δίδει άρτον. 4 Όσοι εγκαταλείπουσι τον νόμον, εγκωμιάζουσι τους ασεβείς· αλλ' οι φυλάττοντες τον νόμον αντιμάχονται εις αυτούς. 5 Οι κακοί άνθρωποι δεν θέλουσι νοήσει κρίσιν· αλλ' οι ζητούντες τον Κύριον θέλουσι νοήσει τα πάντα. 6 Καλήτερος ο πτωχός ο περιπατών εν τη ακεραιότητι αυτού, παρά τον διεστραμμένον τας οδούς αυτού, και αν ήναι πλούσιος. 7 Ο φυλάττων τον νόμον είναι υιός συνετός· ο δε φίλος των ασώτων καταισχύνει τον πατέρα αυτού. 8 Ο αυξάνων την περιουσίαν αυτού διά τόκου και πλεονεξίας συνάγει αυτήν διά τον ελεούντα τους πτωχούς. 9 Του εκκλίνοντος το ωτίον αυτού από του να ακούη τον νόμον, και αυτή η προσευχή αυτού θέλει είσθαι βδέλυγμα. 10 Ο αποπλανών τους ευθείς εις οδόν κακήν αυτός θέλει πέσει εις τον ίδιον αυτού λάκκον· αλλ' οι άμεμπτοι θέλουσι κληρονομήσει αγαθά. 11 Ο πλούσιος άνθρωπος νομίζει εαυτόν σοφόν· αλλ' ο συνετός πτωχός εξελέγχει αυτόν. 12 Όταν οι δίκαιοι θριαμβεύωσι, μεγάλη είναι η δόξα· αλλ' όταν οι ασεβείς υψόνωνται, οι άνθρωποι κρύπτονται. 13 Ο κρύπτων τας αμαρτίας αυτού δεν θέλει ευοδωθή· ο δε εξομολογούμενος και παραιτών αυτάς θέλει ελεηθή. 14 Μακάριος ο άνθρωπος ο φοβούμενος πάντοτε· όστις όμως σκληρύνει την καρδίαν αυτού, θέλει πέσει εις συμφοράν. 15 Λέων βρυχώμενος και άρκτος πεινώσα είναι διοικητής ασεβής επί λαόν πενιχρόν. 16 Ο ηγεμών ο στερούμενος συνέσεως πληθύνει τας καταδυναστείας· ο δε μισών την αρπαγήν θέλει μακρύνει τας ημέρας αυτού. 17 Ο άνθρωπος ο ένοχος αίματος ανθρώπου θέλει σπεύσει εις τον λάκκον· ουδείς θέλει κρατήσει αυτόν. 18 Ο περιπατών εν ακεραιότητι θέλει σωθή· ο δε διεστραμμένος εν ταις οδοίς αυτού θέλει πέσει διά μιας. 19 Ο εργαζόμενος την γην αυτού θέλει χορτασθή άρτον· ο δε ακολουθών τους ματαιόφρονας θέλει εμπλησθή πτωχείας. 20 Ο πιστός άνθρωπος θέλει έχει πολλήν ευλογίαν· αλλ' όστις σπεύδει να πλουτήση, δεν θέλει μείνει ατιμώρητος. 21 Να ήναι τις προσωπολήπτης, δεν είναι καλόν· διότι ο τοιούτος άνθρωπος δι' εν κομμάτιον άρτου θέλει ανομήσει. 22 Ο έχων πονηρόν οφθαλμόν σπεύδει να πλουτήση, και δεν καταλαμβάνει ότι η ένδεια θέλει ελθεί επ' αυτόν. 23 Ο ελέγχων άνθρωπον ύστερον θέλει ευρεί περισσοτέραν χάριν, παρά τον κολακεύοντα διά της γλώσσης. 24 Ο κλέπτων τον πατέρα αυτού ή την μητέρα αυτού, και λέγων, Τούτο δεν είναι αμαρτία, αυτός είναι σύντροφος του ληστού. 25 Ο αλαζών την καρδίαν διεγείρει έριδας· ο δε θαρρών επί Κύριον θέλει παχυνθή. 26 Ο θαρρών επί την ιδίαν αυτού καρδίαν είναι άφρων· αλλ' ο περιπατών εν σοφία, ούτος θέλει σωθή. 27 Όστις δίδει εις τους πτωχούς, δεν θέλει ελθεί εις ένδειαν· αλλ' όστις αποστρέφει τους οφθαλμούς αυτού, θέλει έχει πολλάς κατάρας. 28 Όταν οι ασεβείς υψόνωνται, οι άνθρωποι κρύπτονται· αλλ' εν τη απωλεία εκείνων οι δίκαιοι πληθύνονται. 29 1 Άνθρωπος όστις ελεγχόμενος σκληρύνει τον τράχηλον, εξαίφνης θέλει αφανισθή και χωρίς ιάσεως. 2 Όταν οι δίκαιοι μεγαλυνθώσιν, ο λαός ευφραίνεται· αλλ' όταν ο ασεβής εξουσιάζη, στενάζει ο λαός. 3 Όστις αγαπά την σοφίαν, ευφραίνει τον πατέρα αυτού· αλλ' όστις συναναστρέφεται με πόρνας, φθείρει την περιουσίαν αυτού. 4 Ο βασιλεύς διά της δικαιοσύνης στερεόνει τον τόπον· αλλ' ο δωρολήπτης καταστρέφει αυτόν. 5 Ο άνθρωπος όστις κολακεύει τον πλησίον αυτού, εκτείνει δίκτυον έμπροσθεν των βημάτων αυτού. 6 Ο κακός άνθρωπος παγιδεύεται εν τη ανομία· αλλ' ο δίκαιος ψάλλει και ευφραίνεται. 7 Ο δίκαιος λαμβάνει γνώσιν της κρίσεως των πενήτων· ο ασεβής δεν νοεί γνώσιν. 8 Οι χλευασταί άνθρωποι καταφλέγουσι την πόλιν· αλλ' οι σοφοί αποστρέφουσι την οργήν. 9 Ο σοφός άνθρωπος, διαφερόμενος μετά του άφρονος ανθρώπου, είτε οργίζεται, είτε γελά, δεν ευρίσκει ανάπαυσιν. 10 Οι άνδρες των αιμάτων μισούσι τον άμεμπτον· αλλ' οι ευθείς εκζητούσι την ζωήν αυτού. 11 Ο άφρων εκθέτει όλην αυτού την ψυχήν· ο δε σοφός αναχαιτίζει αυτήν εις τα οπίσω. 12 Εάν ο διοικητής προσέχη εις λόγους ψευδείς, πάντες οι υπηρέται αυτού γίνονται ασεβείς. 13 Πένης και δανειστής συναπαντώνται· ο Κύριος φωτίζει αμφοτέρων τους οφθαλμούς. 14 Βασιλέως κρίνοντος τους πτωχούς εν αληθεία, ο θρόνος αυτού θέλει στερεωθή διαπαντός. 15 Η ράβδος και ο έλεγχος δίδουσι σοφίαν· παιδίον δε απολελυμένόν καταισχύνει την μητέρα αυτού. 16 Όταν οι ασεβείς πληθύνωνται, η ανομία περισσεύει· αλλ' οι δίκαιοι θέλουσιν ιδεί την πτώσιν αυτών. 17 Παίδευε τον υιόν σου και θέλει φέρει ανάπαυσιν εις σέ· και θέλει φέρει ηδονήν εις την ψυχήν σου. 18 Όπου δεν υπάρχει όρασις, ο λαός διαφθείρεται· είναι δε μακάριος ο φυλάττων τον νόμον. 19 Ο δούλος διά λόγων δεν θέλει διορθωθή· επειδή καταλαμβάνει μεν, αλλά δεν υπακούει. 20 Είδες άνθρωπον ταχύν εις τους λόγους αυτού; περισσοτέρα ελπίς είναι εκ του άφρονος παρά εξ αυτού. 21 Εάν τις ανατρέφη παιδιόθεν τον δούλον αυτού τρυφηλώς, τέλος πάντων θέλει κατασταθή υιός. 22 Ο θυμώδης άνθρωπος εξάπτει έριδα, και ο οργίλος άνθρωπος πληθύνει ανομίας. 23 Η υπερηφανία του ανθρώπου θέλει ταπεινώσει αυτόν· ο δε ταπεινόφρων απολαμβάνει τιμήν. 24 Ο συμμεριστής του κλέπτου μισεί την εαυτού ψυχήν· ακούει τον όρκον και δεν ομολογεί. 25 Ο φόβος του ανθρώπου στήνει παγίδα· ο δε πεποιθώς επί Κύριον θέλει είσθαι εν ασφαλεία. 26 Πολλοί ζητούσι το πρόσωπον του ηγεμόνος· αλλ' η του ανθρώπου κρίσις είναι παρά Κυρίου. 27 Ο άδικος άνθρωπος είναι βδέλυγμα εις τους δικαίους· και ο ευθύς εις την οδόν αυτού, βδέλυγμα εις τους ασεβείς. 30 1 Οι λόγοι του Αγούρ, υιού του Ιακαί· τουτέστιν ο χρησμός, τον οποίον ο άνθρωπος ελάλησε προς τον Ιθιήλ, προς τον Ιθιήλ και τον Ούκαλ. 2 Βεβαίως εγώ είμαι ο αφρονέστερος των ανθρώπων, και φρόνησις ανθρώπου δεν υπάρχει εν εμοί· 3 και δεν έμαθον την σοφίαν, ούτε εξεύρω την γνώσιν των αγίων. 4 Τις ανέβη εις τον ουρανόν και κατέβη; τις συνήγαγε τον άνεμον εν ταις χερσίν αυτού; τις εδέσμευσε τα ύδατα εν ιματίω; τις εστερέωσε πάντα τα άκρα της γης; τι το όνομα αυτού; και τι το όνομα του υιού αυτού, εάν εξεύρης; 5 Πας λόγος Θεού είναι δεδοκιμασμένος· είναι ασπίς εις τους πεποιθότας επ' αυτόν. 6 Μη προσθέσης εις τους λόγους αυτού· μήποτε σε εξελέγξη, και ευρεθής ψεύστης. 7 Δύο ζητώ παρά σού· μη αρνηθής ταύτα εις εμέ πριν αποθάνω. 8 Ματαιότητα και λόγον ψευδή απομάκρυνε απ' εμού· πτωχείαν και πλούτον μη δώσης εις εμέ· τρέφε με με αυτάρκη τροφήν. 9 Μήποτε χορτασθώ και σε αρνηθώ και είπω, Τις είναι ο Κύριος; ή μήποτε ευρεθείς πτωχός κλέψω και λάβω το όνομα του Θεού μου επί ματαίω. 10 Μη καταλάλει υπηρέτην προς τον κύριον αυτού· μήποτε σε καταρασθή και ευρεθής ένοχος. 11 Υπάρχει γενεά, ήτις καταράται τον πατέρα αυτής και δεν ευλογεί την μητέρα αυτής· 12 Υπάρχει γενεά καθαρά εις τους οφθαλμούς αυτής, αλλά δεν είναι πεπλυμένη από της ακαθαρσίας αυτής. 13 Υπάρχει γενεά, της οποίας πόσον υψηλοί είναι οι οφθαλμοί και τα βλέφαρα αυτής επηρμένα. 14 Υπάρχει γενεά, της οποίας οι οδόντες είναι ρομφαίαι και οι μυλόδοντες μάχαιραι, διά να κατατρώγωσι τους πτωχούς της γης και τους ενδεείς εκ μέσου των ανθρώπων. 15 Η βδέλλα έχει δύο θυγατέρας, αίτινες φωνάζουσι, Φέρε, φέρε. Τα τρία ταύτα δεν χορταίνουσι ποτέ, μάλιστα τέσσαρα δεν λέγουσι ποτέ, Αρκεί. 16 Ο άδης, και η στείρα μήτρα· η γη, ήτις δεν χορταίνει από ύδατος, και το πυρ, το οποίον δεν λέγει, Αρκεί. 17 Τον οφθαλμόν, όστις εμπαίζει τον πατέρα αυτού και καταφρονεί να υπακούση εις την μητέρα αυτού, οι κόρακες της φάραγγος θέλουσιν εκβάλει και οι νεοσσοί των αετών θέλουσι φάγει. 18 Τα τρία ταύτα είναι θαυμαστά εις εμέ, μάλιστα τέσσαρα δεν εννοώ· 19 Τα ίχνη του αετού εις τον ουρανόν· τα ίχνη του όφεως επί του βράχου· τα ίχνη του πλοίου εν μέσω της θαλάσσης· και τα ίχνη του ανθρώπου εν τη νεότητι. 20 Τοιαύτη είναι η οδός της μοιχαλίδος γυναικός· τρώγει και σπογγίζει το στόμα αυτής, και λέγει, Δεν έπραξα ανομίαν. 21 Διά τρία η γη ταράττεται, μάλιστα διά τέσσαρα, τα οποία δεν δύναται να υποφέρη· 22 Διά τον δούλον, όταν βασιλεύση· και τον άφρονα, όταν χορτασθή άρτον· 23 διά την μισητήν γυναίκα, όταν υπανδρευθή· και την δούλην, όταν εκδιώξη την κυρίαν αυτής. 24 Τα τέσσαρα ταύτα είναι ελάχιστα επί της γης, είναι όμως σοφώτατα· 25 οι μύρμηκες, οίτινες είναι λαός αδύνατος αλλ' εν τω θέρει ετοιμάζουσι την τροφήν αυτών· 26 οι χοιρογρύλλιοι, οίτινες είναι λαός ανίσχυρος αλλά κάμνουσι τους οίκους αυτών επί βράχου· 27 αι ακρίδες, αίτινες δεν έχουσι βασιλέα αλλ' εκβαίνουσι πάσαι ομού κατά τάγματα· 28 ο ασκάλαβος, όστις βαστάζεται εν ταις χερσίν αυτού, και διατρίβει εν τοις παλατίοις των βασιλέων. 29 Τα τρία ταύτα βαδίζουσι καλώς, μάλιστα τέσσαρα περιπατούσιν ευπρεπώς· 30 Ο λέων, όστις είναι ο ισχυρότερος των ζώων, και δεν στρέφει από προσώπου τινός· 31 Ο αλέκτωρ, ο τράγος έτι· και ο βασιλεύς, περικεκυκλωμένος υπό του λαού αυτού. 32 Εάν έπραξας αφρόνως υψόνων σεαυτόν, και εάν εβουλεύθης κακόν, βάλε χείρα επί στόματος. 33 Διότι όστις κτυπά το γάλα, εκβάλλει βούτυρον· και όστις εκθλίβει την ρίνα, εκβάλλει αίμα· και όστις ερεθίζει οργήν, εξάγει μάχας. 31 1 Οι λόγοι του βασιλέως Λεμουήλ, ο χρησμός, τον οποίον η μήτηρ αυτού εδίδαξεν αυτόν. 2 Τι, υιέ μου; και τι, τέκνον της κοιλίας μου; και τι, υιέ των ευχών μου; 3 Μη δώσης τας δυνάμεις σου εις τας γυναίκας, μηδέ τας οδούς σου εις τας αφανιστρίας των βασιλέων. 4 Δεν είναι των βασιλέων, Λεμουήλ, δεν είναι των βασιλέων να πίνωσιν οίνον, ουδέ των ηγεμόνων, σίκερα· 5 μήποτε πιόντες λησμονήσωσι τον νόμον και διαστρέψωσι την κρίσιν τινός τεθλιμμένου. 6 Δίδετε σίκερα εις τους τεθλιμμένους, και οίνον εις τους πεπικραμένους την ψυχήν· 7 διά να πίωσι και να λησμονήσωσι την πτωχείαν αυτών και να μη ενθυμώνται πλέον την δυστυχίαν αυτών. 8 Άνοιγε το στόμα σου υπέρ του αφώνου, υπέρ της κρίσεως πάντων των εγκαταλελειμμένων. 9 Άνοιγε το στόμα σου, κρίνε δικαίως, και υπερασπίζου τον πτωχόν και τον ενδεή. 10 Γυναίκα ενάρετον τις θέλει ευρεί; διότι η τοιαύτη είναι πολύ τιμιωτέρα υπέρ τους μαργαρίτας. 11 Η καρδία του ανδρός αυτής θαρρεί επ' αυτήν, και δεν θέλει στερείσθαι αφθονίας. 12 Θέλει φέρει εις αυτόν καλόν και ουχί κακόν, πάσας τας ημέρας της ζωής αυτής. 13 Ζητεί μαλλίον και λινάριον και εργάζεται ευχαρίστως με τας χείρας αυτής. 14 Είναι ως τα πλοία των εμπόρων· φέρει την τροφήν αυτής από μακρόθεν. 15 Και εγείρεται ενώ είναι έτι νυξ και δίδει τροφήν εις τον οίκον αυτής, και έργα εις τας θεραπαίνας αυτής. 16 Θεωρεί αγρόν και αγοράζει αυτόν· εκ του καρπού των χειρών αυτής φυτεύει αμπελώνα. 17 Ζώνει την οσφύν αυτής με δύναμιν, και ενισχύει τους βραχίονας αυτής. 18 Αισθάνεται ότι το εμπόριον αυτής είναι καλόν· ο λύχνος αυτής δεν σβύνεται την νύκτα. 19 Βάλλει τας χείρας αυτής εις το αδράκτιον και κρατεί εν τη χειρί αυτής την ηλακάτην. 20 Ανοίγει την χείρα αυτής εις τους πτωχούς και εκτείνει τας χείρας αυτής προς τους ενδεείς. 21 Δεν φοβείται την χιόνα διά τον οίκον αυτής· διότι πας ο οίκος αυτής είναι ενδεδυμένοι διπλά. 22 Κάμνει εις εαυτήν σκεπάσματα· το ένδυμα αυτής είναι βύσσος και πορφύρα. 23 Ο ανήρ αυτής γνωρίζεται εν ταις πύλαις, όταν κάθηται μεταξύ των πρεσβυτέρων του τόπου. 24 Κάμνει λεπτόν πανίον και πωλεί· και δίδει ζώνας εις τους εμπόρους. 25 Ισχύν και ευπρέπειαν είναι ενδεδυμένη· και ευφραίνεται διά τον μέλλοντα καιρόν. 26 Ανοίγει το στόμα αυτής εν σοφία· και επί της γλώσσης αυτής είναι νόμος ευμενείας. 27 Επαγρυπνεί εις την κυβέρνησιν του οίκου αυτής και άρτον οκνηρίας δεν τρώγει. 28 Τα τέκνα αυτής σηκόνονται και μακαρίζουσιν αυτήν· ο ανήρ αυτής, και επαινεί αυτήν· 29 Πολλαί θυγατέρες εφέρθησαν αξίως, αλλά συ υπερέβης πάσας. 30 Ψευδής είναι η χάρις και μάταιον το κάλλος· η γυνή η φοβουμένη τον Κύριον, αυτή θέλει επαινείσθαι. 31 Δότε εις αυτήν εκ του καρπού των χειρών αυτής· και τα έργα αυτής ας επαινώσιν αυτήν εν ταις πύλαις.