1Και μετά την τελευτήν του Μωϋσέως του δούλου του Κυρίου, είπε Κύριος προς Ιησούν τον υιόν του Ναυή, τον υπηρέτην του Μωϋσέως, λέγων, 2 Μωϋσής ο θεράπων μου ετελεύτησε· τώρα λοιπόν σηκωθείς διάβηθι τον Ιορδάνην τούτον, συ και πας ο λαός ούτος, προς την γην την οποίαν εγώ δίδω εις αυτούς, εις τους υιούς Ισραήλ. 3 Πάντα τον τόπον, επί του οποίου πατήση το ίχνος των ποδών σας, εις εσάς έδωκα αυτόν, καθώς είπα προς τον Μωϋσήν· 4 από της ερήμου και του Λιβάνου τούτου και έως του ποταμού του μεγάλου, του ποταμού του Ευφράτου, πάσα η γη των Χετταίων, και έως της θαλάσσης της μεγάλης προς δυσμάς του ηλίου, θέλει είσθαι το όριόν σας. 5 Δεν θέλει δυνηθή άνθρωπος να σταθή εναντίον σου πάσας τας ημέρας της ζωής σου· καθώς ήμην μετά του Μωϋσέως, θέλω είσθαι μετά σού· δεν θέλω σε αφήσει ουδέ σε εγκαταλείψει. 6 Ίσχυε και ανδρίζου· διότι συ θέλεις κληροδοτήσει εις τον λαόν τούτον την γην, την οποίαν ώμοσα προς τους πατέρας αυτών να δώσω εις αυτούς. 7 Μόνον ίσχυε και ανδρίζου σφόδρα, διά να προσέχης να κάμνης κατά πάντα τον νόμον, τον οποίον προσέταξεν εις σε Μωϋσής ο θεράπων μου· μη εκκλίνης απ' αυτού δεξιά ή αριστερά, διά να φέρησαι μετά συνέσεως πανταχού όπου αν υπάγης. 8 Δεν θέλει απομακρυνθή τούτο το βιβλίον του νόμου από του στόματός σου, αλλ' εν αυτώ θέλεις μελετά ημέραν και νύκτα, διά να προσέχης να κάμνης κατά πάντα όσα είναι γεγραμμένα εν αυτώ· διότι τότε θέλεις ευοδούσθαι εις την οδόν σου, και τότε θέλεις φέρεσθαι μετά συνέσεως. 9 Δεν σε προστάζω εγώ; ίσχυε και ανδρίζου· μη φοβηθής μηδέ δειλιάσης· διότι είναι μετά σου Κύριος ο Θεός σου όπου αν υπάγης. 10 Και προσέταξεν ο Ιησούς τους άρχοντας του λαού, λέγων, 11 Περάσατε διά μέσου του στρατοπέδου και προστάξατε τον λαόν, λέγοντες, Ετοιμάσατε εις εαυτούς εφόδια· διότι μετά τρεις ημέρας θέλετε διαβή τον Ιορδάνην τούτον, διά να εισέλθητε να κληρονομήσητε την γην, την οποίαν Κύριος ο Θεός σας δίδει εις εσάς διά να κληρονομήσητε αυτήν. 12 Και προς τους Ρουβηνίτας και προς τους Γαδίτας και προς το ήμισυ της φυλής του Μανασσή είπεν ο Ιησούς, λέγων, 13 Ενθυμήθητε τον λόγον τον οποίον προσέταξεν εις εσάς Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου, λέγων, Κύριος ο Θεός σας σας ανέπαυσε και σας έδωκε την γην ταύτην· 14 αι γυναίκές σας, τα τέκνα σας και τα κτήνη σας θέλουσι μείνει εν τη γη, την οποίαν ο Μωϋσής έδωκεν εις εσάς εντεύθεν του Ιορδάνου· σεις δε θέλετε διαβή έμπροσθεν των αδελφών σας ώπλισμένοι, πάντες οι δυνατοί εν ισχύϊ, και θέλετε βοηθήσει αυτούς· 15 εωσού αναπαύση ο Κύριος τους αδελφούς σας καθώς και εσάς, και να κληρονομήσωσι και αυτοί την γην, την οποίαν Κύριος ο Θεός σας δίδει εις αυτούς· τότε θέλετε επιστρέψει εις την γην της κληρονομίας σας, και θέλετε κληρονομήσει αυτήν, την οποίαν Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου έδωκεν εις εσάς εντεύθεν του Ιορδάνου, προς ανατολάς ηλίου. 16 Και απεκρίθησαν προς τον Ιησούν, λέγοντες, Πάντα όσα προστάζεις εις ημάς θέλομεν κάμει· και πανταχού όπου αποστείλης ημάς, θέλομεν υπάγει· 17 καθώς υπηκούομεν κατά πάντα εις τον Μωϋσήν, ούτω θέλομεν υπακούει και εις σέ· μόνον Κύριος ο Θεός σου να ήναι μετά σου, καθώς ήτο μετά του Μωϋσέως· 18 πας άνθρωπος, όστις εναντιωθή εις τας προσταγάς σου και δεν υπακούση εις τους λόγους σου κατά πάντα όσα προστάξης αυτόν, ας θανατόνηται· μόνον ίσχυε και ανδρίζου.

2Και απέστειλεν Ιησούς ο υιός του Ναυή εκ Σιττείμ δύο άνδρας να κατασκοπεύσωσι κρυφίως, λέγων, Υπάγετε, ίδετε την γην και την Ιεριχώ. Οι δε υπήγον και εισήλθον εις οικίαν γυναικός πόρνης, ονομαζομένης Ραάβ, και κατέλυσαν εκεί. 2 Απήγγειλαν δε προς τον βασιλέα της Ιεριχώ, λέγοντες, Ιδού, ήλθον ενταύθα την νύκτα άνδρες εκ των υιών Ισραήλ, διά να κατασκοπεύσωσι την γην. 3 Και απέστειλεν ο βασιλεύς της Ιεριχώ προς την Ραάβ, λέγων, Εξάγαγε τους άνδρας τους εισελθόντας προς σε, οίτινες εισήλθον εις την οικίαν σου· διότι ήλθον να κατασκοπεύσωσι πάσαν την γην. 4 Και λαβούσα η γυνή τους δύο άνδρας έκρυψεν αυτούς και είπε, Ναι μεν εισήλθον προς εμέ οι άνδρες και δεν εξεύρω πόθεν ήσαν· 5 ενώ δε έμελλε να κλεισθή η πύλη, ότε εσκότασεν, οι άνδρες εξήλθον· δεν εξεύρω που υπήγον οι άνδρες· τρέξατε ταχέως κατόπιν αυτών, διότι θέλετε προφθάσει αυτούς. 6 Αυτή όμως είχεν αναβιβάσει αυτούς επί το δώμα και σκεπάσει αυτούς με λινοκαλάμην, την οποίαν είχεν εστοιβαγμένην επί του δώματος. 7 Και οι άνδρες έτρεξαν κατόπιν αυτών διά της οδού της προς τον Ιορδάνην, μέχρι των διαβάσεων· και ευθύς αφού ανεχώρησαν οι τρέχοντες κατόπιν αυτών, εκλείσθη η πύλη. 8 Και πριν εκείνοι πλαγιάσωσιν, αυτή ανέβη προς αυτούς επί το δώμα. 9 Και είπε προς τους άνδρας, Γνωρίζω ότι ο Κύριος έδωκεν εις εσάς την γήν· και ότι ο τρόμος σας επέπεσεν εφ' ημάς, και ότι πάντες οι κάτοικοι της γης ενεκρώθησαν εκ του φόβου σας· 10 επειδή ηκούσαμεν πως ο Κύριος εξήρανε τα ύδατα της Ερυθράς θαλάσσης έμπροσθέν σας, ότε εξήλθετε εξ Αιγύπτου· και τι εκάμετε εις τους δύο βασιλείς των Αμορραίων, τους πέραν του Ιορδάνου, εις τον Σηών και εις τον Ωγ, τους οποίους εξωλοθρεύσατε· 11 και καθώς ηκούσαμεν, διελύθη καρδία ημών, και δεν έμεινε πλέον πνοή εις ουδένα εκ του φόβου σας· διότι Κύριος ο Θεός σας, αυτός είναι Θεός εν τω ουρανώ άνω και επί της γης κάτω. 12 Και τώρα, ομόσατέ μοι, παρακαλώ, εις τον Κύριον ότι, καθώς εγώ έκαμα έλεος εις εσάς, θέλετε κάμει και σεις έλεος εις την οικογένειαν του πατρός μου· και δότε εις εμέ σημείον πίστεως, 13 ότι θέλετε φυλάξει την ζωήν εις τον πατέρα μου και εις την μητέρα μου και εις τους αδελφούς μου και εις τας αδελφάς μου και πάντα όσα έχουσι, και θέλετε σώσει την ζωήν ημών εκ του θανάτου. 14 Και απεκρίθησαν προς αυτήν οι άνδρες, Η ζωή ημών εις θάνατον ας παραδοθή αντί της ιδικής σας, αν μόνον δεν φανερώσητε ταύτην την υπόθεσιν ημών, εάν ημείς, όταν ο Κύριος παραδώση εις ημάς την γην, δεν δείξωμεν έλεος και πίστιν εις σε. 15 Τότε κατεβίβασεν αυτούς με σχοινίον διά της θυρίδος· διότι η οικία αυτής ήτο εν τω τείχει της πόλεως και εν τω τείχει κατώκει. 16 Και είπε προς αυτούς, Απέλθετε εις την ορεινήν, διά να μη σας συναντήσωσιν οι καταδιώκοντες· και κρύφθητε εκεί τρεις ημέρας, εωσού επιστρέψωσιν οι καταδιώκοντες· και έπειτα θέλετε υπάγει εις την οδόν σας. 17 Και είπαν προς αυτήν οι άνδρες, Ούτω θέλομεν είσθαι καθαροί από του όρκου σου τούτου, τον οποίον έκαμες ημάς να ομόσωμεν· 18 ιδού, όταν ημείς εισερχώμεθα εις την γην, θέλεις δέσει το σχοινίον τούτου του κοκκίνου νήματος εις την θυρίδα, από της οποίας κατεβίβασας ημάς· και τον πατέρα σου και την μητέρα σου και τους αδελφούς σου και πάσαν την οικογένειαν του πατρός σου, θέλεις συνάξει προς σεαυτήν εις την οικίαν· 19 και πας όστις εξέλθη εκ της θύρας της οικίας σου, το αίμα αυτού θέλει είσθαι επί της κεφαλής αυτού, ημείς δε θέλομεν είσθαι καθαροί· όστις δε μένη μετά σου εν τη οικία, το αίμα αυτού θέλει είσθαι επί της κεφαλής ημών, εάν τις βάλη χείρα επ' αυτόν· 20 αλλ' εάν φανερώσης την υπόθεσιν ημών ταύτην, τότε θέλομεν είσθαι λελυμένοι από του όρκου σου, τον οποίον έκαμες ημάς να ομόσωμεν. 21 Και είπε, Κατά τους λόγους σας, ούτως, ας γείνη. Και εξαπέστειλεν αυτούς, και ανεχώρησαν· αυτή δε έδεσε το κόκκινον σχοινίον εις την θυρίδα. 22 Και ανεχώρησαν και ήλθον εις την ορεινήν και έμειναν εκεί τρεις ημέρας, εωσού επέστρεψαν οι καταδιώκοντες· και εζήτησαν αυτούς οι καταδιώκοντες καθ' όλην την οδόν, πλην δεν εύρηκαν. 23 Και υπέστρεψαν οι δύο άνδρες και κατέβησαν εκ του όρους και διέβησαν και ήλθον προς Ιησούν τον υιόν του Ναυή, και διηγήθησαν προς αυτόν πάντα όσα συνέβησαν εις αυτούς. 24 Και είπον προς τον Ιησούν, Βεβαίως ο Κύριος παρέδωκεν εις τας χείρας ημών πάσαν την γήν· και μάλιστα πάντες οι κάτοικοι του τόπου ενεκρώθησαν εκ του φόβου ημών.

3Και εξηγέρθη ο Ιησούς πρωΐ· και ανεχώρησαν εκ Σιττείμ και ήλθον έως του Ιορδάνου, αυτός και πάντες οι υιοί Ισραήλ, και διενυκτέρευσαν εκεί πριν διαβώσι. 2 μετά δε τρεις ημέρας επέρασαν διά μέσον του στρατοπέδου οι άρχοντες, 3 και προσέταξαν τον λαόν, λέγοντες, Όταν ίδητε την κιβωτόν της διαθήκης Κυρίου του Θεού σας και τους ιερείς τους Λευΐτας βαστάζοντας αυτήν, τότε σεις θέλετε κινηθή από των τόπων σας και υπάγει οπίσω αυτής· 4 πλην ας ήναι διάστημα μεταξύ υμών και εκείνης, έως δύο χιλιάδων πηχών κατά το μέτρον, μη πλησιάσητε εις αυτήν, διά να γνωρίζητε την οδόν την οποίαν πρέπει να βαδίζητε· διότι δεν επεράσατε την οδόν ταύτην χθές και προχθές. 5 Και είπεν ο Ιησούς προς τον λαόν, Καθαρίσθητε, διότι αύριον θέλει κάμει ο Κύριος εν μέσω υμών θαυμάσια. 6 Και είπεν ο Ιησούς προς τους ιερείς λέγων, Σήκωσατε την κιβωτόν της διαθήκης και προπορεύεσθε έμπροσθεν του λαού. Και εσήκωσαν την κιβωτόν της διαθήκης και επορεύοντο έμπροσθεν του λαού. 7 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Εν τη ημέρα ταύτη αρχίζω να σε μεγαλύνω ενώπιον παντός του Ισραήλ· διά να γνωρίσωσιν ότι, καθώς ήμην μετά του Μωϋσέως, θέλω είσθαι και μετά σού· 8 συ λοιπόν πρόσταξον τους ιερείς τους βαστάζοντας την κιβωτόν της διαθήκης, λέγων, Όταν φθάσητε εις το χείλος του ύδατος του Ιορδάνου, θέλετε σταθή εν τω Ιορδάνη. 9 Και είπεν ο Ιησούς προς τους υιούς Ισραήλ, Προσέλθετε ενταύθα και ακούσατε τους λόγους Κυρίου του Θεού σας. 10 Και είπεν ο Ιησούς, Εκ τούτου θέλετε γνωρίσει, ότι ο Θεός ο ζων είναι εν τω μέσω υμών, και ότι κατά κράτος θέλει εξολοθρεύσει απ' έμπροσθέν σας τους Χαναναίους και τους Χετταίους και τους Ευαίους και τους Φερεζαίους και τους Γεργεσαίους και τους Αμορραίους και τους Ιεβουσαίους· 11 ιδού, η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου πάσης της γης προβαίνει έμπροσθέν σας εις τον Ιορδάνην· 12 και τώρα εκλέξατε εις εαυτούς δώδεκα άνδρας από των φυλών του Ισραήλ, ανά ένα άνδρα κατά φυλήν· 13 και καθώς τα ίχνη των ποδών των ιερέων, των βασταζόντων την κιβωτόν του Κυρίου, του Κυρίου πάσης της γης, πατήσωσιν εν τοις ύδασι του Ιορδάνου, τα ύδατα του Ιορδάνου θέλουσι διακοπή, τα ύδατα τα καταβαίνοντα άνωθεν, και θέλουσι σταθή εις σωρόν ένα. 14 Και καθώς εσηκώθη ο λαός εκ των σκηνών αυτών, διά να διαβώσι τον Ιορδάνην, και οι ιερείς οι βαστάζοντες την κιβωτόν της διαθήκης έμπροσθεν του λαού, 15 και καθώς ήλθον οι βαστάζοντες την κιβωτόν έως του Ιορδάνου, και οι πόδες των ιερέων των βασταζόντων την κιβωτόν εβράχησαν κατά το χείλος του ύδατος, διότι ο Ιορδάνης πλημμυρεί καθ' όλας τας όχθας αυτού πάσας τας ημέρας του θερισμού, 16 εστάθησαν τα ύδατα τα καταβαίνοντα άνωθεν και υψώθησαν εις ένα σωρόν πολύ μακράν, από της πόλεως Αδάμ, ήτις είναι εις τα πλάγια της Ζαρετάν· τα δε καταβαίνοντα κάτω προς την θάλασσαν της πεδιάδος, την αλμυράν θάλασσαν, αποκοπέντα εξέλιπον· και ο λαός επέρασε κατέναντι της Ιεριχώ. 17 Και οι ιερείς, οι βαστάζοντες την κιβωτόν της διαθήκης του Κυρίου, ίσταντο στερεοί επί ξηράς εν μέσω του Ιορδάνου· και πάντες οι Ισραηλίται διέβαινον διά ξηράς, εωσού ετελείωσε πας ο λαός διαβαίνων τον Ιορδάνην.

4Και αφού πας ο λαός ετελείωσε διαβαίνων τον Ιορδάνην, είπε Κύριος προς τον Ιησούν, λέγων, 2 Λάβετε εις εαυτούς δώδεκα άνδρας εκ του λαού, ανά ένα άνδρα κατά φυλήν, 3 και πρόσταξον αυτούς, λέγων, Λάβετε εντεύθεν εκ μέσου του Ιορδάνου, εκ του τόπου όπου των ιερέων οι πόδες εστάθησαν στερεοί, δώδεκα λίθους· και θέλετε μετακομίσει αυτούς μεθ' εαυτών, και θέλετε θέσει αυτούς εν τω τόπω όπου στρατοπεδεύσητε ταύτην την νύκτα. 4 Τότε ο Ιησούς προσεκάλεσε τους δώδεκα άνδρας, τους οποίους είχε διορίσει εκ των υιών Ισραήλ, ανά ένα άνδρα κατά φυλήν· 5 και είπε προς αυτούς ο Ιησούς, διάβητε έμπροσθεν της κιβωτού Κυρίου του Θεού σας εν τω μέσω του Ιορδάνου, και σηκώσατε έκαστος από σας ένα λίθον επί τους ώμους αυτού, κατά τον αριθμόν των φυλών των υιών Ισραήλ· 6 διά να ήναι τούτο σημείον μεταξύ σας· ώστε όταν ερωτώσιν οι υιοί σας εις το μέλλον λέγοντες, Τι δηλούσιν εις εσάς οι λίθοι ούτοι; 7 τότε θέλετε αποκριθή προς αυτούς, Ότι εκόπησαν τα ύδατα του Ιορδάνου απ' έμπροσθεν της κιβωτού της διαθήκης του Κυρίου· ότε διέβαινε τον Ιορδάνην, τα ύδατα του Ιορδάνου εκόπησαν· και οι λίθοι ούτοι θέλουσιν είσθαι προς τους υιούς Ισραήλ εις μνημόσυνον έως αιώνος. 8 Και έκαμον ούτως οι υιοί Ισραήλ καθώς προσέταξεν ο Ιησούς, και έλαβον δώδεκα λίθους εκ μέσου του Ιορδάνου, καθώς είπε Κύριος προς τον Ιησούν, κατά τον αριθμόν των φυλών των υιών Ισραήλ, και μετεκόμισαν αυτούς μεθ' εαυτών εις τον τόπον όπου κατέλυσαν και έθεσαν αυτούς εκεί. 9 Και άλλους δώδεκα λίθους έστησεν ο Ιησούς εν τω μέσω του Ιορδάνου, εν τω τόπω όπου εστάθησαν οι πόδες των ιερέων, των βασταζόντων την κιβωτόν της διαθήκης· και εκεί είναι μέχρι της σήμερον. 10 Οι δε ιερείς οι βαστάζοντες την κιβωτόν ίσταντο εν τω μέσω του Ιορδάνου, εωσού ετελέσθησαν πάντα όσα ο Κύριος προσέταξεν εις τον Ιησούν να είπη προς τον λαόν, κατά πάντα όσα ο Μωϋσής προσέταξεν εις τον Ιησούν· και έσπευσεν ο λαός και διέβη. 11 Και αφού πας ο λαός ετελείωσε διαβαίνων, διέβη και η κιβωτός του Κυρίου και οι ιερείς έμπροσθεν του λαού. 12 Και οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ και το ήμισυ της φυλής Μανασσή διέβησαν ώπλισμένοι έμπροσθεν των υιών Ισραήλ, καθώς είπε προς αυτούς ο Μωϋσής. 13 Έως τεσσαράκοντα χιλιάδες ένοπλοι διέβησαν έμπροσθεν του Κυρίου εις πόλεμον, προς τας πεδιάδας της Ιεριχώ. 14 Εν εκείνη τη ημέρα εμεγάλυνεν ο Κύριος τον Ιησούν ενώπιον παντός του Ισραήλ, και εφοβούντο αυτόν, καθώς εφοβούντο τον Μωϋσήν, πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού. 15 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν λέγων, 16 Πρόσταξον τους ιερείς τους βαστάζοντας την κιβωτόν του μαρτυρίου, να αναβώσιν εκ του Ιορδάνου. 17 Και προσέταξεν ο Ιησούς τους ιερείς λέγων, Ανάβητε εκ του Ιορδάνου. 18 Και αφού οι ιερείς οι βαστάζοντες την κιβωτόν της διαθήκης του Κυρίου ανέβησαν εκ μέσου του Ιορδάνου, και τα ίχνη των ποδών των ιερέων επάτησαν επί της ξηράς, τα ύδατα του Ιορδάνου επιστρέψαντα εις τον τόπον αυτών επλημμύρησαν πάσας τας όχθας αυτού, καθώς πρότερον. 19 Και ανέβη ο λαός εκ του Ιορδάνου την δεκάτην του πρώτου μηνός και εστρατοπέδευσαν εν Γαλγάλοις προς το ανατολικόν μέρος της Ιεριχώ. 20 Και τους δώδεκα εκείνους λίθους, τους οποίους έλαβον εκ του Ιορδάνου, έστησεν ο Ιησούς εν Γαλγάλοις. 21 Και είπε προς τους υιούς Ισραήλ, λέγων, Όταν εις το μέλλον ερωτώσιν οι υιοί σας τους πατέρας αυτών, λέγοντες, Τι δηλούσιν οι λίθοι ούτοι; 22 τότε θέλετε αναγγείλει προς τους υιούς σας, λέγοντες, Διά ξηράς διέβη ο Ισραήλ τον Ιορδάνην τούτον· 23 διότι απεξήρανε Κύριος ο Θεός σας τα ύδατα του Ιορδάνου έμπροσθέν σας, εωσού διέβητε, καθώς έκαμε Κύριος ο Θεός σας εις την Ερυθράν θάλασσαν, την οποίαν απεξήρανεν έμπροσθεν ημών, εωσού διέβημεν· 24 διά να γνωρίσωσι πάντες οι λαοί της γης την χείρα του Κυρίου, ότι είναι κραταιά· διά να φοβήσθε Κύριον τον Θεόν σας πάντοτε. 1 Και αφού πας ο λαός ετελείωσε διαβαίνων τον Ιορδάνην, είπε Κύριος προς τον Ιησούν, λέγων, 2 Λάβετε εις εαυτούς δώδεκα άνδρας εκ του λαού, ανά ένα άνδρα κατά φυλήν, 3 και πρόσταξον αυτούς, λέγων, Λάβετε εντεύθεν εκ μέσου του Ιορδάνου, εκ του τόπου όπου των ιερέων οι πόδες εστάθησαν στερεοί, δώδεκα λίθους· και θέλετε μετακομίσει αυτούς μεθ' εαυτών, και θέλετε θέσει αυτούς εν τω τόπω όπου στρατοπεδεύσητε ταύτην την νύκτα. 4 Τότε ο Ιησούς προσεκάλεσε τους δώδεκα άνδρας, τους οποίους είχε διορίσει εκ των υιών Ισραήλ, ανά ένα άνδρα κατά φυλήν· 5 και είπε προς αυτούς ο Ιησούς, διάβητε έμπροσθεν της κιβωτού Κυρίου του Θεού σας εν τω μέσω του Ιορδάνου, και σηκώσατε έκαστος από σας ένα λίθον επί τους ώμους αυτού, κατά τον αριθμόν των φυλών των υιών Ισραήλ· 6 διά να ήναι τούτο σημείον μεταξύ σας· ώστε όταν ερωτώσιν οι υιοί σας εις το μέλλον λέγοντες, Τι δηλούσιν εις εσάς οι λίθοι ούτοι; 7 τότε θέλετε αποκριθή προς αυτούς, Ότι εκόπησαν τα ύδατα του Ιορδάνου απ' έμπροσθεν της κιβωτού της διαθήκης του Κυρίου· ότε διέβαινε τον Ιορδάνην, τα ύδατα του Ιορδάνου εκόπησαν· και οι λίθοι ούτοι θέλουσιν είσθαι προς τους υιούς Ισραήλ εις μνημόσυνον έως αιώνος. 8 Και έκαμον ούτως οι υιοί Ισραήλ καθώς προσέταξεν ο Ιησούς, και έλαβον δώδεκα λίθους εκ μέσου του Ιορδάνου, καθώς είπε Κύριος προς τον Ιησούν, κατά τον αριθμόν των φυλών των υιών Ισραήλ, και μετεκόμισαν αυτούς μεθ' εαυτών εις τον τόπον όπου κατέλυσαν και έθεσαν αυτούς εκεί. 9 Και άλλους δώδεκα λίθους έστησεν ο Ιησούς εν τω μέσω του Ιορδάνου, εν τω τόπω όπου εστάθησαν οι πόδες των ιερέων, των βασταζόντων την κιβωτόν της διαθήκης· και εκεί είναι μέχρι της σήμερον. 10 Οι δε ιερείς οι βαστάζοντες την κιβωτόν ίσταντο εν τω μέσω του Ιορδάνου, εωσού ετελέσθησαν πάντα όσα ο Κύριος προσέταξεν εις τον Ιησούν να είπη προς τον λαόν, κατά πάντα όσα ο Μωϋσής προσέταξεν εις τον Ιησούν· και έσπευσεν ο λαός και διέβη. 11 Και αφού πας ο λαός ετελείωσε διαβαίνων, διέβη και η κιβωτός του Κυρίου και οι ιερείς έμπροσθεν του λαού. 12 Και οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ και το ήμισυ της φυλής Μανασσή διέβησαν ώπλισμένοι έμπροσθεν των υιών Ισραήλ, καθώς είπε προς αυτούς ο Μωϋσής. 13 Έως τεσσαράκοντα χιλιάδες ένοπλοι διέβησαν έμπροσθεν του Κυρίου εις πόλεμον, προς τας πεδιάδας της Ιεριχώ. 14 Εν εκείνη τη ημέρα εμεγάλυνεν ο Κύριος τον Ιησούν ενώπιον παντός του Ισραήλ, και εφοβούντο αυτόν, καθώς εφοβούντο τον Μωϋσήν, πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού. 15 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν λέγων, 16 Πρόσταξον τους ιερείς τους βαστάζοντας την κιβωτόν του μαρτυρίου, να αναβώσιν εκ του Ιορδάνου. 17 Και προσέταξεν ο Ιησούς τους ιερείς λέγων, Ανάβητε εκ του Ιορδάνου. 18 Και αφού οι ιερείς οι βαστάζοντες την κιβωτόν της διαθήκης του Κυρίου ανέβησαν εκ μέσου του Ιορδάνου, και τα ίχνη των ποδών των ιερέων επάτησαν επί της ξηράς, τα ύδατα του Ιορδάνου επιστρέψαντα εις τον τόπον αυτών επλημμύρησαν πάσας τας όχθας αυτού, καθώς πρότερον. 19 Και ανέβη ο λαός εκ του Ιορδάνου την δεκάτην του πρώτου μηνός και εστρατοπέδευσαν εν Γαλγάλοις προς το ανατολικόν μέρος της Ιεριχώ. 20 Και τους δώδεκα εκείνους λίθους, τους οποίους έλαβον εκ του Ιορδάνου, έστησεν ο Ιησούς εν Γαλγάλοις. 21 Και είπε προς τους υιούς Ισραήλ, λέγων, Όταν εις το μέλλον ερωτώσιν οι υιοί σας τους πατέρας αυτών, λέγοντες, Τι δηλούσιν οι λίθοι ούτοι; 22 τότε θέλετε αναγγείλει προς τους υιούς σας, λέγοντες, Διά ξηράς διέβη ο Ισραήλ τον Ιορδάνην τούτον· 23 διότι απεξήρανε Κύριος ο Θεός σας τα ύδατα του Ιορδάνου έμπροσθέν σας, εωσού διέβητε, καθώς έκαμε Κύριος ο Θεός σας εις την Ερυθράν θάλασσαν, την οποίαν απεξήρανεν έμπροσθεν ημών, εωσού διέβημεν· 24 διά να γνωρίσωσι πάντες οι λαοί της γης την χείρα του Κυρίου, ότι είναι κραταιά· διά να φοβήσθε Κύριον τον Θεόν σας πάντοτε. 25 Joshua 5:1: Και ότε ήκουσαν πάντες οι βασιλείς των Αμορραίων, οι πέραν του Ιορδάνου προς δυσμάς, και πάντες οι βασιλείς των Χαναναίων, οι παρά την θάλασσαν, ότι ο Κύριος απεξήρανε τα ύδατα του Ιορδάνου απ' έμπροσθεν των υιών Ισραήλ εωσού διέβησαν, διελύθησαν αι καρδίαι αυτών· και δεν έμεινε πλέον εις αυτούς πνοή, από του φόβου των υιών Ισραήλ.

5Και ότε ήκουσαν πάντες οι βασιλείς των Αμορραίων, οι πέραν του Ιορδάνου προς δυσμάς, και πάντες οι βασιλείς των Χαναναίων, οι παρά την θάλασσαν, ότι ο Κύριος απεξήρανε τα ύδατα του Ιορδάνου απ' έμπροσθεν των υιών Ισραήλ εωσού διέβησαν, διελύθησαν αι καρδίαι αυτών· και δεν έμεινε πλέον εις αυτούς πνοή, από του φόβου των υιών Ισραήλ. 2 Κατ' εκείνον τον καιρόν είπεν ο Κύριος προς τον Ιησούν, Κάμε εις σεαυτόν λιθίνας μαχαίρας κοπτεράς, και περίτεμε εκ δευτέρου τους υιούς Ισραήλ. 3 Και έκαμεν ο Ιησούς εις εαυτόν λιθίνας μαχαίρας κοπτεράς, και περιέτεμε τους υιούς Ισραήλ επί του βουνού των ακροβυστιών. 4 Και η αιτία, διά την οποίαν ο Ιησούς έκαμε την περιτομήν, είναι ότι πας ο λαός ο εξελθών εξ Αιγύπτου, τα αρσενικά, πάντες οι άνδρες του πολέμου, απέθανον εν τη ερήμω καθ' οδόν, αφού εξήλθον εξ Αιγύπτου. 5 Και πας ο λαός ο εξελθών ήτο περιτετμημένος· πας δε ο λαός όστις εγεννήθη εν τη ερήμω καθ' οδόν, αφού εξήλθον εξ Αιγύπτου, δεν είχε περιτμηθή. 6 Διότι τεσσαράκοντα έτη περιήρχοντο οι υιοί Ισραήλ εν τη ερήμω, εωσού ετελεύτησαν πας ο λαός, οι άνδρες του πολέμου, οι εξελθόντες εξ Αιγύπτου, επειδή δεν υπήκουσαν εις την φωνήν του Κυρίου· προς τους οποίους ο Κύριος ώμοσεν, ότι δεν θέλει αφήσει αυτούς να ίδωσι την γην, την οποίαν ώμοσεν ο Κύριος προς τους πατέρας αυτών ότι θέλει δώσει εις ημάς, γην ρέουσαν γάλα και μέλι. 7 Αντί δε τούτων αντικατέστησε τους υιούς αυτών, τους οποίους ο Ιησούς περιέτεμε· διότι ήσαν απερίτμητοι, επειδή δεν είχον περιτέμει αυτούς καθ' οδόν. 8 Και αφού ετελείωσαν περιτέμνοντες πάντα τον λαόν, εκάθηντο εις τους τόπους αυτών εν τω στρατοπέδω, εωσού ιατρεύθησαν. 9 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Ταύτην την ημέραν αφήρεσα αφ' υμών τον ονειδισμόν της Αιγύπτου. Διά τούτο ωνομάσθη ο τόπος εκείνος Γάλγαλα έως της σήμερον. 10 Και οι υιοί Ισραήλ εστρατοπέδευσαν εν Γαλγάλοις και έκαμον το πάσχα τη δεκάτη τετάρτη του μηνός προς το εσπέρας, εις τας πεδιάδας της Ιεριχώ. 11 Και τη επαύριον του πάσχα έφαγον άζυμα από του σίτου της γης, και σίτον πεφρυγμένον την αυτήν εκείνην ημέραν. 12 Και τη επαύριον αφού έφαγον από του σίτου της γης, εξέλιπε το μάννα· και δεν είχον πλέον μάννα οι υιοί Ισραήλ, αλλ' έτρωγον από των γεννημάτων της γης Χαναάν τον ενιαυτόν εκείνον. 13 Και ότε ο Ιησούς ήτο πλησίον της Ιεριχώ, ύψωσε τους οφθαλμούς αυτού και είδε, και ιδού, ίστατο κατέναντι αυτού άνθρωπος και η ρομφαία αυτού ήτο γεγυμνωμένη εν τη χειρί αυτού· και προσελθών ο Ιησούς είπε προς αυτόν, Ημέτερος είσαι ή των υπεναντίων ημών; 14 Ο δε είπεν, Ουχί· αλλ' εγώ Αρχιστράτηγος της δυνάμεως του Κυρίου τώρα ήλθον. Και έπεσεν ο Ιησούς επί την γην κατά πρόσωπον αυτού και προσεκύνησε, και είπε προς αυτόν, Τι προστάζει ο κύριός μου εις τον δούλον αυτού; 15 Και ο Αρχιστράτηγος της δυνάμεως του Κυρίου είπε προς τον Ιησούν, Λύσον το υπόδημά σου εκ των ποδών σου· διότι ο τόπος, επί του οποίου ίστασαι, είναι άγιος. Και ο Ιησούς έκαμεν ούτω. 1 Και ότε ήκουσαν πάντες οι βασιλείς των Αμορραίων, οι πέραν του Ιορδάνου προς δυσμάς, και πάντες οι βασιλείς των Χαναναίων, οι παρά την θάλασσαν, ότι ο Κύριος απεξήρανε τα ύδατα του Ιορδάνου απ' έμπροσθεν των υιών Ισραήλ εωσού διέβησαν, διελύθησαν αι καρδίαι αυτών· και δεν έμεινε πλέον εις αυτούς πνοή, από του φόβου των υιών Ισραήλ. 2 Κατ' εκείνον τον καιρόν είπεν ο Κύριος προς τον Ιησούν, Κάμε εις σεαυτόν λιθίνας μαχαίρας κοπτεράς, και περίτεμε εκ δευτέρου τους υιούς Ισραήλ. 3 Και έκαμεν ο Ιησούς εις εαυτόν λιθίνας μαχαίρας κοπτεράς, και περιέτεμε τους υιούς Ισραήλ επί του βουνού των ακροβυστιών. 4 Και η αιτία, διά την οποίαν ο Ιησούς έκαμε την περιτομήν, είναι ότι πας ο λαός ο εξελθών εξ Αιγύπτου, τα αρσενικά, πάντες οι άνδρες του πολέμου, απέθανον εν τη ερήμω καθ' οδόν, αφού εξήλθον εξ Αιγύπτου. 5 Και πας ο λαός ο εξελθών ήτο περιτετμημένος· πας δε ο λαός όστις εγεννήθη εν τη ερήμω καθ' οδόν, αφού εξήλθον εξ Αιγύπτου, δεν είχε περιτμηθή. 6 Διότι τεσσαράκοντα έτη περιήρχοντο οι υιοί Ισραήλ εν τη ερήμω, εωσού ετελεύτησαν πας ο λαός, οι άνδρες του πολέμου, οι εξελθόντες εξ Αιγύπτου, επειδή δεν υπήκουσαν εις την φωνήν του Κυρίου· προς τους οποίους ο Κύριος ώμοσεν, ότι δεν θέλει αφήσει αυτούς να ίδωσι την γην, την οποίαν ώμοσεν ο Κύριος προς τους πατέρας αυτών ότι θέλει δώσει εις ημάς, γην ρέουσαν γάλα και μέλι. 7 Αντί δε τούτων αντικατέστησε τους υιούς αυτών, τους οποίους ο Ιησούς περιέτεμε· διότι ήσαν απερίτμητοι, επειδή δεν είχον περιτέμει αυτούς καθ' οδόν. 8 Και αφού ετελείωσαν περιτέμνοντες πάντα τον λαόν, εκάθηντο εις τους τόπους αυτών εν τω στρατοπέδω, εωσού ιατρεύθησαν. 9 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Ταύτην την ημέραν αφήρεσα αφ' υμών τον ονειδισμόν της Αιγύπτου. Διά τούτο ωνομάσθη ο τόπος εκείνος Γάλγαλα έως της σήμερον. 10 Και οι υιοί Ισραήλ εστρατοπέδευσαν εν Γαλγάλοις και έκαμον το πάσχα τη δεκάτη τετάρτη του μηνός προς το εσπέρας, εις τας πεδιάδας της Ιεριχώ. 11 Και τη επαύριον του πάσχα έφαγον άζυμα από του σίτου της γης, και σίτον πεφρυγμένον την αυτήν εκείνην ημέραν. 12 Και τη επαύριον αφού έφαγον από του σίτου της γης, εξέλιπε το μάννα· και δεν είχον πλέον μάννα οι υιοί Ισραήλ, αλλ' έτρωγον από των γεννημάτων της γης Χαναάν τον ενιαυτόν εκείνον. 13 Και ότε ο Ιησούς ήτο πλησίον της Ιεριχώ, ύψωσε τους οφθαλμούς αυτού και είδε, και ιδού, ίστατο κατέναντι αυτού άνθρωπος και η ρομφαία αυτού ήτο γεγυμνωμένη εν τη χειρί αυτού· και προσελθών ο Ιησούς είπε προς αυτόν, Ημέτερος είσαι ή των υπεναντίων ημών; 14 Ο δε είπεν, Ουχί· αλλ' εγώ Αρχιστράτηγος της δυνάμεως του Κυρίου τώρα ήλθον. Και έπεσεν ο Ιησούς επί την γην κατά πρόσωπον αυτού και προσεκύνησε, και είπε προς αυτόν, Τι προστάζει ο κύριός μου εις τον δούλον αυτού; 15 Και ο Αρχιστράτηγος της δυνάμεως του Κυρίου είπε προς τον Ιησούν, Λύσον το υπόδημά σου εκ των ποδών σου· διότι ο τόπος, επί του οποίου ίστασαι, είναι άγιος. Και ο Ιησούς έκαμεν ούτω. 16 Joshua 6:1: Η δε Ιεριχώ ήτο συγκεκλεισμένη και ωχυρωμένη εξ αιτίας των υιών Ισραήλ· ουδείς εξήρχετο και ουδείς εισήρχετο.

6Η δε Ιεριχώ ήτο συγκεκλεισμένη και ωχυρωμένη εξ αιτίας των υιών Ισραήλ· ουδείς εξήρχετο και ουδείς εισήρχετο. 2 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Ιδού, παρέδωκα εις την χείρα σου την Ιεριχώ και τον βασιλέα αυτής και τους δυνατούς εν ισχύϊ. 3 Και θέλετε περιέλθει την πόλιν, πάντες οι άνδρες του πολέμου, κύκλω της πόλεως άπαξ· ούτω θέλεις κάμνει εξ ημέρας. 4 Και επτά ιερείς θέλουσι βαστάζει έμπροσθεν της κιβωτού επτά σάλπιγγας κερατίνας· και την εβδόμην ημέραν θέλετε περιέλθει την πόλιν επτάκις· και οι ιερείς θέλουσι σαλπίζει με τας σάλπιγγας. 5 Και όταν σαλπίσωσι με την κερατίνην επεκτείνοντες, καθώς ακούσητε τον ήχον της σάλπιγγος, πας ο λαός θέλει αλαλάξει μέγαν αλαλαγμόν, και θέλει καταπέσει το τείχος της πόλεως υφ' εαυτό, και ο λαός θέλει αναβή, έκαστος κατ' ενώπιον αυτού. 6 Και εκάλεσεν Ιησούς ο υιός του Ναυή τους ιερείς και είπε προς αυτούς, Λάβετε την κιβωτόν της διαθήκης, και επτά ιερείς ας βαστάζωσιν επτά σάλπιγγας κερατίνας έμπροσθεν της κιβωτού του Κυρίου. 7 Και είπε προς τον λαόν, Περάσατε και περιέλθετε την πόλιν, και οι ώπλισμένοι ας περάσωσιν έμπροσθεν της κιβωτού του Κυρίου. 8 Και αφού ο Ιησούς ελάλησε προς τον λαόν, οι επτά ιερείς βαστάζοντες τας επτά κερατίνας σάλπιγγας έμπροσθεν του Κυρίου επέρασαν και εσάλπιζον με τας σάλπιγγας, και η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου ηκολούθει αυτούς. 9 Και οι ώπλισμένοι προεπορεύοντο των ιερέων, των σαλπιζόντων με τας σάλπιγγας, και η οπισθοφυλακή ηκολούθει όπισθεν της κιβωτού, ενώ οι ιερείς προχωρούντες εσάλπιζον με τας σάλπιγγας. 10 Και προσέταξεν ο Ιησούς τον λαόν, λέγων, Δεν θέλετε αλαλάξει, ουδέ θέλει ακουσθή η φωνή σας, ουδέ θέλει εξέλθει λόγος εκ του στόματός σας, μέχρι της ημέρας καθ' ην θέλω σας ειπεί να αλαλάξητε· τότε θέλετε αλαλάξει. 11 Και η κιβωτός του Κυρίου περιήλθε την πόλιν κύκλω άπαξ· και ήλθον εις το στρατόπεδον και διενυκτέρευσαν εν τω στρατοπέδω. 12 Και εξηγέρθη ο Ιησούς το πρωΐ, και οι ιερείς εσήκωσαν την κιβωτόν του Κυρίου· 13 και οι επτά ιερείς, βαστάζοντες τας επτά κερατίνας σάλπιγγας, προεπορεύοντο της κιβωτού του Κυρίου, πορευόμενοι και σαλπίζοντες με τας σάλπιγγας· και έμπροσθεν αυτών επορεύοντο οι ώπλισμένοι· η δε οπισθοφυλακή ηκολούθει όπισθεν της κιβωτού του Κυρίου, ενώ οι ιερείς προχωρούντες εσάλπιζον με τας σάλπιγγας. 14 Και την δευτέραν ημέραν περιήλθον την πόλιν άπαξ, και επέστρεψαν εις το στρατόπεδον· ούτως έκαμνον εξ ημέρας. 15 Και την εβδόμην ημέραν εξηγέρθησαν περί τα χαράγματα και περιήλθον την πόλιν επτάκις κατά τον αυτόν τρόπον· μόνον εν ταύτη τη ημέρα περιήλθον την πόλιν επτάκις. 16 Και εις την εβδόμην φοράν, ενώ εσάλπιζον οι ιερείς με τας σάλπιγγας, είπεν ο Ιησούς προς τον λαόν, Αλαλάξατε· διότι ο Κύριος παρέδωκεν εις εσάς την πόλιν· 17 και η πόλις θέλει είσθαι ανάθεμα εις τον Κύριον, αυτή και πάντα τα εν αυτή· εις μόνην την Ραάβ την πόρνην θέλει φυλαχθή η ζωή, εις αυτήν και εις πάντας τους όντας εν τη οικία μετ' αυτής· διότι έκρυψε τους κατασκόπους, τους οποίους απεστείλαμεν· 18 σεις όμως φυλάχθητε από του αναθέματος, διά να μη γείνητε ανάθεμα, λαμβάνοντες από του αναθέματος, και καταστήσητε το στρατόπεδον του Ισραήλ ανάθεμα και ταράξητε αυτό· 19 άπαν δε το αργύριον και το χρυσίον και τα σκεύη τα χάλκινα και τα σιδηρά είναι αφιερωμένα εις τον Κύριον· εις το θησαυροφυλάκιον του Κυρίου θέλουσιν εισαχθή. 20 Και ηλάλαξεν ο λαός, ότε εσάλπισαν με τας σάλπιγγας· και ως ήκουσεν ο λαός την φωνήν των σαλπίγγων, τότε ηλάλαξεν ο λαός αλαλαγμόν μέγαν, και κατέπεσε το τείχος υφ' εαυτό, και ανέβη ο λαός εις την πόλιν, έκαστος κατ' ενώπιον αυτού, και εκυρίευσαν την πόλιν. 21 Και εξωλόθρευσαν εν στόματι μαχαίρας πάντας τους εν τη πόλει, άνδρας και γυναίκας, νέους και γέροντας, και βόας και πρόβατα και όνους. 22 Είπε δε ο Ιησούς προς τους δύο άνδρας, τους κατασκοπεύσαντας την γην, Εισέλθετε εις την οικίαν της πόρνης και εξαγάγετε εκείθεν την γυναίκα, και πάντα όσα έχει, καθώς ώμόσατε προς αυτήν. 23 Και εισήλθον οι νέοι οι κατάσκοποι και εξήγαγον την Ραάβ και τον πατέρα αυτής και την μητέρα αυτής και τους αδελφούς αυτής, και πάντα όσα είχε· και εξήγαγον πάσαν την συγγένειαν αυτής και εφύλαξαν αυτούς έξω του στρατοπέδου του Ισραήλ. 24 Και κατέκαυσαν την πόλιν εν πυρί και πάντα τα εν αυτή· μόνον το αργύριον και το χρυσίον και τα σκεύη τα χάλκινα και τα σιδηρά έδωκαν εις το θησαυροφυλάκιον του οίκου του Κυρίου. 25 Και εις την Ραάβ την πόρνην και εις την οικογένειαν του πατρός αυτής και εις πάντα όσα είχε, ο Ιησούς εφύλαξε την ζωήν· και κατοικεί εν τω μέσω του Ισραήλ έως της σήμερον· διότι έκρυψε τους κατασκόπους, τους οποίους απέστειλεν ο Ιησούς διά να κατασκοπεύσωσι την Ιεριχώ. 26 Και ώμοσεν ο Ιησούς κατ' εκείνον τον καιρόν, λέγων, Κατηραμένος ενώπιον του Κυρίου ο άνθρωπος, όστις αναστήση και κτίση την πόλιν ταύτην την Ιεριχώ· με τον θάνατον του πρωτοτόκου υιού αυτού θέλει βάλει τα θεμέλια αυτής, και με τον θάνατον του νεωτάτου υιού αυτού θέλει στήσει τας πύλας αυτής. 1 Η δε Ιεριχώ ήτο συγκεκλεισμένη και ωχυρωμένη εξ αιτίας των υιών Ισραήλ· ουδείς εξήρχετο και ουδείς εισήρχετο. 2 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Ιδού, παρέδωκα εις την χείρα σου την Ιεριχώ και τον βασιλέα αυτής και τους δυνατούς εν ισχύϊ. 3 Και θέλετε περιέλθει την πόλιν, πάντες οι άνδρες του πολέμου, κύκλω της πόλεως άπαξ· ούτω θέλεις κάμνει εξ ημέρας. 4 Και επτά ιερείς θέλουσι βαστάζει έμπροσθεν της κιβωτού επτά σάλπιγγας κερατίνας· και την εβδόμην ημέραν θέλετε περιέλθει την πόλιν επτάκις· και οι ιερείς θέλουσι σαλπίζει με τας σάλπιγγας. 5 Και όταν σαλπίσωσι με την κερατίνην επεκτείνοντες, καθώς ακούσητε τον ήχον της σάλπιγγος, πας ο λαός θέλει αλαλάξει μέγαν αλαλαγμόν, και θέλει καταπέσει το τείχος της πόλεως υφ' εαυτό, και ο λαός θέλει αναβή, έκαστος κατ' ενώπιον αυτού. 6 Και εκάλεσεν Ιησούς ο υιός του Ναυή τους ιερείς και είπε προς αυτούς, Λάβετε την κιβωτόν της διαθήκης, και επτά ιερείς ας βαστάζωσιν επτά σάλπιγγας κερατίνας έμπροσθεν της κιβωτού του Κυρίου. 7 Και είπε προς τον λαόν, Περάσατε και περιέλθετε την πόλιν, και οι ώπλισμένοι ας περάσωσιν έμπροσθεν της κιβωτού του Κυρίου. 8 Και αφού ο Ιησούς ελάλησε προς τον λαόν, οι επτά ιερείς βαστάζοντες τας επτά κερατίνας σάλπιγγας έμπροσθεν του Κυρίου επέρασαν και εσάλπιζον με τας σάλπιγγας, και η κιβωτός της διαθήκης του Κυρίου ηκολούθει αυτούς. 9 Και οι ώπλισμένοι προεπορεύοντο των ιερέων, των σαλπιζόντων με τας σάλπιγγας, και η οπισθοφυλακή ηκολούθει όπισθεν της κιβωτού, ενώ οι ιερείς προχωρούντες εσάλπιζον με τας σάλπιγγας. 10 Και προσέταξεν ο Ιησούς τον λαόν, λέγων, Δεν θέλετε αλαλάξει, ουδέ θέλει ακουσθή η φωνή σας, ουδέ θέλει εξέλθει λόγος εκ του στόματός σας, μέχρι της ημέρας καθ' ην θέλω σας ειπεί να αλαλάξητε· τότε θέλετε αλαλάξει. 11 Και η κιβωτός του Κυρίου περιήλθε την πόλιν κύκλω άπαξ· και ήλθον εις το στρατόπεδον και διενυκτέρευσαν εν τω στρατοπέδω. 12 Και εξηγέρθη ο Ιησούς το πρωΐ, και οι ιερείς εσήκωσαν την κιβωτόν του Κυρίου· 13 και οι επτά ιερείς, βαστάζοντες τας επτά κερατίνας σάλπιγγας, προεπορεύοντο της κιβωτού του Κυρίου, πορευόμενοι και σαλπίζοντες με τας σάλπιγγας· και έμπροσθεν αυτών επορεύοντο οι ώπλισμένοι· η δε οπισθοφυλακή ηκολούθει όπισθεν της κιβωτού του Κυρίου, ενώ οι ιερείς προχωρούντες εσάλπιζον με τας σάλπιγγας. 14 Και την δευτέραν ημέραν περιήλθον την πόλιν άπαξ, και επέστρεψαν εις το στρατόπεδον· ούτως έκαμνον εξ ημέρας. 15 Και την εβδόμην ημέραν εξηγέρθησαν περί τα χαράγματα και περιήλθον την πόλιν επτάκις κατά τον αυτόν τρόπον· μόνον εν ταύτη τη ημέρα περιήλθον την πόλιν επτάκις. 16 Και εις την εβδόμην φοράν, ενώ εσάλπιζον οι ιερείς με τας σάλπιγγας, είπεν ο Ιησούς προς τον λαόν, Αλαλάξατε· διότι ο Κύριος παρέδωκεν εις εσάς την πόλιν· 17 και η πόλις θέλει είσθαι ανάθεμα εις τον Κύριον, αυτή και πάντα τα εν αυτή· εις μόνην την Ραάβ την πόρνην θέλει φυλαχθή η ζωή, εις αυτήν και εις πάντας τους όντας εν τη οικία μετ' αυτής· διότι έκρυψε τους κατασκόπους, τους οποίους απεστείλαμεν· 18 σεις όμως φυλάχθητε από του αναθέματος, διά να μη γείνητε ανάθεμα, λαμβάνοντες από του αναθέματος, και καταστήσητε το στρατόπεδον του Ισραήλ ανάθεμα και ταράξητε αυτό· 19 άπαν δε το αργύριον και το χρυσίον και τα σκεύη τα χάλκινα και τα σιδηρά είναι αφιερωμένα εις τον Κύριον· εις το θησαυροφυλάκιον του Κυρίου θέλουσιν εισαχθή. 20 Και ηλάλαξεν ο λαός, ότε εσάλπισαν με τας σάλπιγγας· και ως ήκουσεν ο λαός την φωνήν των σαλπίγγων, τότε ηλάλαξεν ο λαός αλαλαγμόν μέγαν, και κατέπεσε το τείχος υφ' εαυτό, και ανέβη ο λαός εις την πόλιν, έκαστος κατ' ενώπιον αυτού, και εκυρίευσαν την πόλιν. 21 Και εξωλόθρευσαν εν στόματι μαχαίρας πάντας τους εν τη πόλει, άνδρας και γυναίκας, νέους και γέροντας, και βόας και πρόβατα και όνους. 22 Είπε δε ο Ιησούς προς τους δύο άνδρας, τους κατασκοπεύσαντας την γην, Εισέλθετε εις την οικίαν της πόρνης και εξαγάγετε εκείθεν την γυναίκα, και πάντα όσα έχει, καθώς ώμόσατε προς αυτήν. 23 Και εισήλθον οι νέοι οι κατάσκοποι και εξήγαγον την Ραάβ και τον πατέρα αυτής και την μητέρα αυτής και τους αδελφούς αυτής, και πάντα όσα είχε· και εξήγαγον πάσαν την συγγένειαν αυτής και εφύλαξαν αυτούς έξω του στρατοπέδου του Ισραήλ. 24 Και κατέκαυσαν την πόλιν εν πυρί και πάντα τα εν αυτή· μόνον το αργύριον και το χρυσίον και τα σκεύη τα χάλκινα και τα σιδηρά έδωκαν εις το θησαυροφυλάκιον του οίκου του Κυρίου. 25 Και εις την Ραάβ την πόρνην και εις την οικογένειαν του πατρός αυτής και εις πάντα όσα είχε, ο Ιησούς εφύλαξε την ζωήν· και κατοικεί εν τω μέσω του Ισραήλ έως της σήμερον· διότι έκρυψε τους κατασκόπους, τους οποίους απέστειλεν ο Ιησούς διά να κατασκοπεύσωσι την Ιεριχώ. 26 Και ώμοσεν ο Ιησούς κατ' εκείνον τον καιρόν, λέγων, Κατηραμένος ενώπιον του Κυρίου ο άνθρωπος, όστις αναστήση και κτίση την πόλιν ταύτην την Ιεριχώ· με τον θάνατον του πρωτοτόκου υιού αυτού θέλει βάλει τα θεμέλια αυτής, και με τον θάνατον του νεωτάτου υιού αυτού θέλει στήσει τας πύλας αυτής. 27 Και ο Κύριος ήτο μετά του Ιησού, και το όνομα αυτού διεφημίσθη καθ' όλην την γην.

7Οι δε υιοί Ισραήλ έκαμον παράβασιν εις το ανάθεμα· διότι Αχάν, ο υιός του Χαρμί, υιού του Ζαβδί, υιού του Ζερά, εκ της φυλής Ιούδα, έλαβεν από του αναθέματος· και εξήφθη η οργή του Κυρίου κατά των υιών Ισραήλ. 2 Και απέστειλεν ο Ιησούς ανθρώπους εκ της Ιεριχώ εις Γαί, την πλησίον της Βαιθ-αυέν, προς το ανατολικόν μέρος της Βαιθήλ· και είπε προς αυτούς λέγων, Ανάβητε και κατασκοπεύσατε την γην. Και οι άνθρωποι ανέβησαν και κατεσκόπευσαν την Γαί. 3 Και επιστρέψαντες προς τον Ιησούν είπαν προς αυτόν, Ας μη αναβή πας ο λαός, αλλ' ως δύο ή τρεις χιλιάδες άνδρες ας αναβώσι και ας πατάξωσι την Γαί· μη βάλης πάντα τον λαόν εις κόπον φέρων αυτόν έως εκεί· διότι είναι ολίγοι. 4 Και ανέβησαν εκεί εκ του λαού ως τρεις χιλιάδες άνδρες· και έφυγον από προσώπου των ανδρών της Γαί. 5 Και οι άνδρες της Γαί επάταξαν εξ αυτών έως τριάκοντα εξ άνδρας· και κατεδίωξαν αυτούς απ' έμπροσθεν της πύλης έως Σιβαρείμ, και επάταξαν αυτούς εις το κατωφερές· διά το οποίον αι καρδίαι του λαού διελύθησαν, και έγειναν ως ύδωρ. 6 Και διέρρηξεν ο Ιησούς τα ιμάτια αυτού, και έπεσε κατά γης επί πρόσωπον αυτού, έμπροσθεν της κιβωτού του Κυρίου έως εσπέρας, αυτός και οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ, και επέθεσαν χώμα επί τας κεφαλάς αυτών. 7 Και είπεν ο Ιησούς, Α Δέσποτα Κύριε, διά τι διεβίβασας τον λαόν τούτον διά του Ιορδάνου, διά να μας παραδώσης εις τας χείρας των Αμορραίων, ώστε να αφανίσωσιν ημάς; είθε να ευχαριστούμεθα καθήμενοι πέραν του Ιορδάνου 8 Ω Κύριε, τι να είπω, αφού ο Ισραήλ έστρεψε τα νώτα έμπροσθεν των εχθρών αυτού; 9 και ακούσαντες οι Χαναναίοι και πάντες οι κάτοικοι της γης, θέλουσι περικυκλώσει ημάς και εξαλείψει το όνομα ημών από της γής· και τι θέλεις κάμει περί του ονόματός σου του μεγάλου; 10 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Σηκώθητι· διά τι έπεσες ούτως επί το πρόσωπόν σου; 11 ημάρτησεν ο Ισραήλ, και μάλιστα παρέβησαν την διαθήκην μου, την οποίαν προσέταξα αυτούς· και έτι έλαβον από του αναθέματος και έτι έκλεψαν και έτι εψεύσθησαν και έτι έβαλον αυτό εις τα σκεύη αυτών· 12 διά τούτο δεν θέλουσι δυνηθή οι υιοί Ισραήλ να σταθώσιν έμπροσθεν των εχθρών αυτών, αλλά θέλουσι στρέψει τα νώτα έμπροσθεν των εχθρών αυτών, διότι έγειναν ανάθεμα· ουδέ θέλω είσθαι πλέον με σας, εάν δεν εξαλείψητε το ανάθεμα εκ μέσου σας· 13 σηκωθείς αγίασον τον λαόν και ειπέ, Αγιάσθητε διά την αύριον· διότι ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Ισραήλ· Ανάθεμα είναι εν τω μέσω σου, Ισραήλ· δεν δύνασαι να σταθής έμπροσθεν των εχθρών σου, εωσού αφαιρέσητε το ανάθεμα εκ μέσου σας· 14 προσέλθετε λοιπόν το πρωΐ κατά τας φυλάς σας· και η φυλή, την οποίαν πιάση ο Κύριος, θέλει προσέλθει κατά συγγενείας· και η συγγένεια, την οποίαν πιάση ο Κύριος, θέλει προσέλθει κατ' οικογενείας· και η οικογένεια, την οποίαν πιάση ο Κύριος, θέλει προσέλθει κατά άνδρας· 15 και όστις πιασθή έχων το ανάθεμα, θέλει κατακαυθή εν πυρί, αυτός και πάντα όσα έχει· διότι παρέβη την διαθήκην του Κυρίου και διότι έπραξεν ανομίαν εν τω Ισραήλ. 16 Και εξεγερθείς ο Ιησούς το πρωΐ, προσήγαγε τον Ισραήλ κατά τας φυλάς αυτών· και επιάσθη η φυλή του Ιούδα· 17 και προσήγαγε τας συγγενείας του Ιούδα, και επιάσθη η συγγένεια των Ζαραϊτών· και προσήγαγε την συγγένειαν των Ζαραϊτών κατά άνδρας, και επιάσθη ο Ζαβδί· 18 και προσήγαγε την οικογένειαν αυτού κατά άνδρας, και επιάσθη ο Αχάν, ο υιός του Χαρμί, υιού του Ζαβδί, υιού του Ζερά, εκ της φυλής Ιούδα. 19 Και είπεν ο Ιησούς προς τον Αχάν, Τέκνον μου, δος τώρα δόξαν εις Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ, και εξομολογήθητι εις αυτόν, και ειπέ μοι τώρα τι έπραξας· μη κρύψης αυτό απ' εμού. 20 Και απεκρίθη ο Αχάν προς τον Ιησούν και είπε, Αληθώς εγώ ήμαρτον εις Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ και έπραξα ούτω και ούτω· 21 ιδών μεταξύ των λαφύρων μίαν καλήν Βαβυλωνικήν στολήν και διακοσίους σίκλους αργυρίου και έλασμα χρυσού βάρους πεντήκοντα σίκλων, επεθύμησα αυτά και έλαβον αυτά· και ιδού, είναι κεκρυμμένα εν τη γη, κατά το μέσον της σκηνής μου, και το αργύριον υποκάτω αυτών. 22 Και απέστειλεν ο Ιησούς ανθρώπους· και έτρεξαν εις την σκηνήν, και ιδού, ήσαν κεκρυμμένα εν τη σκηνή αυτού, και το αργύριον υποκάτω αυτών. 23 Και έλαβον αυτά εκ μέσου της σκηνής, και έφεραν αυτά προς τον Ιησούν και προς πάντας τους υιούς Ισραήλ, και έθεσαν αυτά ενώπιον του Κυρίου. 24 Τότε ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, επίασαν τον Αχάν τον υιόν του Ζερά, και το αργύριον και την στολήν και το έλασμα του χρυσού και τους υιούς αυτού και τας θυγατέρας αυτού και τους βόας αυτού και τους όνους αυτού και τα πρόβατα αυτού και την σκηνήν αυτού και πάντα όσα είχε, και έφεραν αυτούς εις την κοιλάδα Αχώρ. 25 Και είπεν ο Ιησούς, Διά τι κατετάραξας ημάς; ο Κύριος θέλει σε καταταράξει την ημέραν ταύτην. Και πας ο Ισραήλ ελιθοβόλησαν αυτόν με λίθους και κατέκαυσαν αυτούς εν πυρί και ελιθοβόλησαν αυτούς με λίθους. 26 Και έστησαν επ' αυτόν σωρόν λίθων μέγαν, όστις μένει έως της σήμερον· ούτως έπαυσεν ο Κύριος από της εξάψεως του θυμού αυτού· διά τούτο καλείται το όνομα του τόπου εκείνου Κοιλάς Αχώρ έως της ημέρας ταύτης.

8Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Μη φοβηθής μηδέ δειλιάσης· λάβε μετά σου πάντας τους πολεμικούς άνδρας, και σηκωθείς ανάβα εις Γαί· ιδού, εγώ παρέδωκα εις την χείρα σου; τον βασιλέα της Γαί και τον λαόν αυτού και την πόλιν αυτού και την γην αυτού· 2 και θέλεις κάμει εις την Γαί και εις τον βασιλέα αυτής, καθώς έκαμες εις την Ιεριχώ και εις τον βασιλέα αυτής· μόνον τα λάφυρα αυτής και τα κτήνη αυτής θέλετε λαφυραγωγήσει εις εαυτούς· στήσον ενέδραν κατά της πόλεως όπισθεν αυτής. 3 Και εσηκώθη ο Ιησούς και πας ο λαός ο πολεμιστής, διά να αναβώσιν εις την Γαί· και εξέλεξεν ο Ιησούς τριάκοντα χιλιάδας άνδρας δυνατούς εν ισχύϊ και εξαπέστειλεν αυτούς διά νυκτός, 4 και προσέταξεν εις αυτούς λέγων, Ιδού, σεις θέλετε ενεδρεύει κατά της πόλεως όπισθεν αυτής· μη απομακρυνθήτε πολύ από της πόλεως, και να ήσθε πάντες έτοιμοι· 5 εγώ δε και πας ο λαός ο μετ' εμού θέλομεν πλησιάσει εις την πόλιν· και όταν εξέλθωσιν εναντίον ημών, καθώς πρότερον, τότε ημείς θέλομεν φύγει απ' έμπροσθεν αυτών· 6 και θέλουσιν εξέλθει κατόπιν ημών, εωσού απομακρύνωμεν αυτούς από της πόλεως, διότι θέλουσιν ειπεί, Αυτοί φεύγουσιν απ' έμπροσθεν ημών, καθώς πρότερον· και ημείς θέλομεν φύγει απ' έμπροσθεν αυτών· 7 τότε σεις σηκωθέντες εκ της ενέδρας, θέλετε κυριεύσει την πόλιν· διότι Κύριος ο Θεός σας θέλει παραδώσει αυτήν εις την χείρα σας· 8 και αφού κυριεύσητε την πόλιν, θέλετε καύσει την πόλιν εν πυρί· κατά την προσταγήν του Κυρίου θέλετε κάμει· ιδού, προσέταξα εις εσάς. 9 Ο Ιησούς λοιπόν εξαπέστειλεν αυτούς, και υπήγον εις ενέδραν και εκάθισαν μεταξύ Βαιθήλ και Γαί, προς το δυτικόν μέρος της Γαί· ο δε Ιησούς έμεινε την νύκτα εκείνην εν τω μέσω του λαού. 10 Και εξεγερθείς ο Ιησούς το πρωΐ, επεσκέφθη τον λαόν, και ανέβη αυτός και οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ, έμπροσθεν του λαού προς Γαί. 11 Και πας ο λαός ο πολεμιστής, ο μετ' αυτού, ανέβη και επλησίασε και ήλθε κατέναντι της πόλεως και εστρατοπέδευσε κατά το βόρειον μέρος της Γαί· ήτο δε κοιλάς μεταξύ αυτών και της Γαί. 12 Και λαβών έως πέντε χιλιάδας ανδρών, εκάθισεν αυτούς εις ενέδραν μεταξύ Βαιθήλ και Γαί, προς το δυτικόν μέρος της πόλεως. 13 Και αφού διέταξαν τον λαόν, άπαν το στράτευμα το προς βορράν της πόλεως και την ενέδραν αυτού προς δυσμάς της πόλεως, υπήγεν ο Ιησούς εκείνην την νύκτα εις το μέσον της κοιλάδος. 14 Και ως είδεν ο βασιλεύς της Γαί, αυτός και πας ο λαός αυτού, οι άνδρες της πόλεως, έσπευσαν και εξηγέρθησαν πρωΐ και εξήλθον εις συνάντησιν του Ισραήλ προς μάχην, εις ωρισμένην ώραν, επί την πεδιάδα· πλην αυτός δεν ήξευρεν ότι ήτο ένεδρα κατ' αυτού όπισθεν της πόλεως. 15 Και ο Ιησούς και πας ο Ισραήλ προσεποιήθησαν ότι κατετροπώθησαν έμπροσθεν αυτών, και έφευγον διά της οδού της ερήμου. 16 Και συνεκαλέσθησαν πας ο λαός ο εν Γαί, διά να καταδιώξωσιν αυτούς· και κατεδίωξαν τον Ιησούν και απεμακρύνθησαν από της πόλεως. 17 Και δεν απέμεινεν άνθρωπος εν Γαί και εν Βαιθήλ, όστις δεν εξήλθε κατόπιν του Ισραήλ· και αφήκαν ανοικτήν την πόλιν, και κατεδίωκον τον Ισραήλ. 18 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Έκτεινον την λόγχην, την εν τη χειρί σου, προς την Γαί· διότι θέλω παραδώσει αυτήν εις την χείρα σου. Και εξέτεινεν ο Ιησούς την λόγχην, την εν τη χειρί αυτού, προς την πόλιν. 19 Και η ενέδρα εσηκώθη μετά σπουδής από της θέσεως αυτής, και ώρμησαν ευθύς ότε εξέτεινε την χείρα αυτού· και εισήλθον εις την πόλιν και εκυρίευσαν αυτήν, και σπεύσαντες έκαυσαν την πόλιν εκ πυρί. 20 Και ότε περιέβλεψαν εις τα οπίσω αυτών οι άνδρες της Γαί, είδον, και ιδού, ανέβαινεν ο καπνός της πόλεως προς τον ουρανόν, και δεν ηδύναντο να φύγωσιν εδώ και εκεί· επειδή ο λαός ο φεύγων προς την έρημον εστράφησαν οπίσω εναντίον των καταδιωκόντων. 21 Ο δε Ιησούς και πας ο Ισραήλ, ιδόντες ότι η ενέδρα είχε κυριεύσει την πόλιν και ότι ανέβαινεν ο καπνός της πόλεως, εστράφησαν οπίσω και επάταξαν τους άνδρας της Γαί. 22 Και οι άλλοι εξήλθον εκ της πόλεως εναντίον αυτών, ώστε ήσαν εν τω μέσω του Ισραήλ εντεύθεν και εκείθεν· και επάταξαν αυτούς, ώστε δεν αφήκαν ουδένα εξ αυτών μείναντα ή διαφυγόντα. 23 Τον δε βασιλέα της Γαί συνέλαβον ζώντα και έφεραν αυτόν προς τον Ιησούν. 24 Και αφού ο Ισραήλ ετελείωσε φονεύων πάντας τους κατοίκους της Γαί εν τη πεδιάδι εκ τη ερήμω, όπου κατεδίωκον αυτούς, και έπεσον πάντες εν στόματι μαχαίρας, εωσού εξωλοθρεύθησαν, επέστρεψε πας ο Ισραήλ εις την Γαί και επάταξαν αυτήν εν στόματι μαχαίρας. 25 Και πάντες οι πεσόντες εν τη ημέρα εκείνη, άνδρες τε και γυναίκες, ήσαν δώδεκα χιλιάδες, πάντες οι άνθρωποι της Γαί. 26 Και δεν έσυρεν ο Ιησούς οπίσω την χείρα αυτού, την οποίαν εξέτεινε με την λόγχην, εωσού εξωλόθρευσε πάντας τους κατοίκους της Γαί. 27 Μόνον τα κτήνη και τα λάφυρα της πόλεως εκείνης ελαφυραγώγησεν ο Ισραήλ εις εαυτόν, κατά τον λόγον του Κυρίου, τον οποίον προσέταξεν εις τον Ιησούν. 28 Και κατέκαυσεν ο Ιησούς την Γαί, και κατέστησεν αυτήν σωρόν παντοτεινόν αοίκητον έως της ημέρας ταύτης. 29 Τον δε βασιλέα της Γαί εκρέμασεν επί ξύλου έως εσπέρας· και ως έδυσεν ο ήλιος, προσέταξεν ο Ιησούς και κατεβίβασαν το πτώμα αυτού από του ξύλου, και έρριψαν αυτό εις την είσοδον της πύλης της πόλεως, και ύψωσαν επ' αυτού σωρόν λίθων μέγαν, όστις μένει έως της σήμερον. 1 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Μη φοβηθής μηδέ δειλιάσης· λάβε μετά σου πάντας τους πολεμικούς άνδρας, και σηκωθείς ανάβα εις Γαί· ιδού, εγώ παρέδωκα εις την χείρα σου; τον βασιλέα της Γαί και τον λαόν αυτού και την πόλιν αυτού και την γην αυτού· 2 και θέλεις κάμει εις την Γαί και εις τον βασιλέα αυτής, καθώς έκαμες εις την Ιεριχώ και εις τον βασιλέα αυτής· μόνον τα λάφυρα αυτής και τα κτήνη αυτής θέλετε λαφυραγωγήσει εις εαυτούς· στήσον ενέδραν κατά της πόλεως όπισθεν αυτής. 3 Και εσηκώθη ο Ιησούς και πας ο λαός ο πολεμιστής, διά να αναβώσιν εις την Γαί· και εξέλεξεν ο Ιησούς τριάκοντα χιλιάδας άνδρας δυνατούς εν ισχύϊ και εξαπέστειλεν αυτούς διά νυκτός, 4 και προσέταξεν εις αυτούς λέγων, Ιδού, σεις θέλετε ενεδρεύει κατά της πόλεως όπισθεν αυτής· μη απομακρυνθήτε πολύ από της πόλεως, και να ήσθε πάντες έτοιμοι· 5 εγώ δε και πας ο λαός ο μετ' εμού θέλομεν πλησιάσει εις την πόλιν· και όταν εξέλθωσιν εναντίον ημών, καθώς πρότερον, τότε ημείς θέλομεν φύγει απ' έμπροσθεν αυτών· 6 και θέλουσιν εξέλθει κατόπιν ημών, εωσού απομακρύνωμεν αυτούς από της πόλεως, διότι θέλουσιν ειπεί, Αυτοί φεύγουσιν απ' έμπροσθεν ημών, καθώς πρότερον· και ημείς θέλομεν φύγει απ' έμπροσθεν αυτών· 7 τότε σεις σηκωθέντες εκ της ενέδρας, θέλετε κυριεύσει την πόλιν· διότι Κύριος ο Θεός σας θέλει παραδώσει αυτήν εις την χείρα σας· 8 και αφού κυριεύσητε την πόλιν, θέλετε καύσει την πόλιν εν πυρί· κατά την προσταγήν του Κυρίου θέλετε κάμει· ιδού, προσέταξα εις εσάς. 9 Ο Ιησούς λοιπόν εξαπέστειλεν αυτούς, και υπήγον εις ενέδραν και εκάθισαν μεταξύ Βαιθήλ και Γαί, προς το δυτικόν μέρος της Γαί· ο δε Ιησούς έμεινε την νύκτα εκείνην εν τω μέσω του λαού. 10 Και εξεγερθείς ο Ιησούς το πρωΐ, επεσκέφθη τον λαόν, και ανέβη αυτός και οι πρεσβύτεροι του Ισραήλ, έμπροσθεν του λαού προς Γαί. 11 Και πας ο λαός ο πολεμιστής, ο μετ' αυτού, ανέβη και επλησίασε και ήλθε κατέναντι της πόλεως και εστρατοπέδευσε κατά το βόρειον μέρος της Γαί· ήτο δε κοιλάς μεταξύ αυτών και της Γαί. 12 Και λαβών έως πέντε χιλιάδας ανδρών, εκάθισεν αυτούς εις ενέδραν μεταξύ Βαιθήλ και Γαί, προς το δυτικόν μέρος της πόλεως. 13 Και αφού διέταξαν τον λαόν, άπαν το στράτευμα το προς βορράν της πόλεως και την ενέδραν αυτού προς δυσμάς της πόλεως, υπήγεν ο Ιησούς εκείνην την νύκτα εις το μέσον της κοιλάδος. 14 Και ως είδεν ο βασιλεύς της Γαί, αυτός και πας ο λαός αυτού, οι άνδρες της πόλεως, έσπευσαν και εξηγέρθησαν πρωΐ και εξήλθον εις συνάντησιν του Ισραήλ προς μάχην, εις ωρισμένην ώραν, επί την πεδιάδα· πλην αυτός δεν ήξευρεν ότι ήτο ένεδρα κατ' αυτού όπισθεν της πόλεως. 15 Και ο Ιησούς και πας ο Ισραήλ προσεποιήθησαν ότι κατετροπώθησαν έμπροσθεν αυτών, και έφευγον διά της οδού της ερήμου. 16 Και συνεκαλέσθησαν πας ο λαός ο εν Γαί, διά να καταδιώξωσιν αυτούς· και κατεδίωξαν τον Ιησούν και απεμακρύνθησαν από της πόλεως. 17 Και δεν απέμεινεν άνθρωπος εν Γαί και εν Βαιθήλ, όστις δεν εξήλθε κατόπιν του Ισραήλ· και αφήκαν ανοικτήν την πόλιν, και κατεδίωκον τον Ισραήλ. 18 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Έκτεινον την λόγχην, την εν τη χειρί σου, προς την Γαί· διότι θέλω παραδώσει αυτήν εις την χείρα σου. Και εξέτεινεν ο Ιησούς την λόγχην, την εν τη χειρί αυτού, προς την πόλιν. 19 Και η ενέδρα εσηκώθη μετά σπουδής από της θέσεως αυτής, και ώρμησαν ευθύς ότε εξέτεινε την χείρα αυτού· και εισήλθον εις την πόλιν και εκυρίευσαν αυτήν, και σπεύσαντες έκαυσαν την πόλιν εκ πυρί. 20 Και ότε περιέβλεψαν εις τα οπίσω αυτών οι άνδρες της Γαί, είδον, και ιδού, ανέβαινεν ο καπνός της πόλεως προς τον ουρανόν, και δεν ηδύναντο να φύγωσιν εδώ και εκεί· επειδή ο λαός ο φεύγων προς την έρημον εστράφησαν οπίσω εναντίον των καταδιωκόντων. 21 Ο δε Ιησούς και πας ο Ισραήλ, ιδόντες ότι η ενέδρα είχε κυριεύσει την πόλιν και ότι ανέβαινεν ο καπνός της πόλεως, εστράφησαν οπίσω και επάταξαν τους άνδρας της Γαί. 22 Και οι άλλοι εξήλθον εκ της πόλεως εναντίον αυτών, ώστε ήσαν εν τω μέσω του Ισραήλ εντεύθεν και εκείθεν· και επάταξαν αυτούς, ώστε δεν αφήκαν ουδένα εξ αυτών μείναντα ή διαφυγόντα. 23 Τον δε βασιλέα της Γαί συνέλαβον ζώντα και έφεραν αυτόν προς τον Ιησούν. 24 Και αφού ο Ισραήλ ετελείωσε φονεύων πάντας τους κατοίκους της Γαί εν τη πεδιάδι εκ τη ερήμω, όπου κατεδίωκον αυτούς, και έπεσον πάντες εν στόματι μαχαίρας, εωσού εξωλοθρεύθησαν, επέστρεψε πας ο Ισραήλ εις την Γαί και επάταξαν αυτήν εν στόματι μαχαίρας. 25 Και πάντες οι πεσόντες εν τη ημέρα εκείνη, άνδρες τε και γυναίκες, ήσαν δώδεκα χιλιάδες, πάντες οι άνθρωποι της Γαί. 26 Και δεν έσυρεν ο Ιησούς οπίσω την χείρα αυτού, την οποίαν εξέτεινε με την λόγχην, εωσού εξωλόθρευσε πάντας τους κατοίκους της Γαί. 27 Μόνον τα κτήνη και τα λάφυρα της πόλεως εκείνης ελαφυραγώγησεν ο Ισραήλ εις εαυτόν, κατά τον λόγον του Κυρίου, τον οποίον προσέταξεν εις τον Ιησούν. 28 Και κατέκαυσεν ο Ιησούς την Γαί, και κατέστησεν αυτήν σωρόν παντοτεινόν αοίκητον έως της ημέρας ταύτης. 29 Τον δε βασιλέα της Γαί εκρέμασεν επί ξύλου έως εσπέρας· και ως έδυσεν ο ήλιος, προσέταξεν ο Ιησούς και κατεβίβασαν το πτώμα αυτού από του ξύλου, και έρριψαν αυτό εις την είσοδον της πύλης της πόλεως, και ύψωσαν επ' αυτού σωρόν λίθων μέγαν, όστις μένει έως της σήμερον. 30 Τότε ωκοδόμησεν ο Ιησούς θυσιαστήριον εις Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ επί το όρος Εβάλ, 31 καθώς ο Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου προσέταξε τους υιούς Ισραήλ, κατά το γεγραμμένον εν τω βιβλίω του νόμου του Μωϋσέως, θυσιαστήριον εκ λίθων ολοκλήρων, επί των οποίων σίδηρος δεν επεβλήθη· και προσέφεραν επ' αυτό ολοκαύτωματα προς τον Κύριον και εθυσίασαν ειρηνικάς προσφοράς. 32 Και έγραψεν εκεί επί τους λίθους το αντίγραφον του νόμου του Μωϋσέως, τον οποίον είχε γράψει ενώπιον των υιών Ισραήλ. 33 Και πας ο Ισραήλ και οι πρεσβύτεροι αυτών και οι άρχοντες και οι κριταί αυτών εστάθησαν εντεύθεν και εντεύθεν της κιβωτού απέναντι των ιερέων των Λευϊτών, των βασταζόντων την κιβωτόν της διαθήκης του Κυρίου, και ο ξένος και ο αυτόχθων· το ήμισυ αυτών προς το όρος Γαριζίν και το ήμισυ αυτών προς το όρος Εβάλ· καθώς πρότερον προσέταξεν ο Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου, διά να ευλογήσωσι τον λαόν του Ισραήλ. 34 Και μετά ταύτα ανέγνωσε πάντας τους λόγους του νόμου, τας ευλογίας και τας κατάρας, κατά πάντα τα γεγραμμένα εν τω βιβλίω του νόμου. 35 Δεν ήτο λόγος εκ πάντων όσα προσέταξεν ο Μωϋσής, τον οποίον ο Ιησούς δεν ανέγνωσεν ενώπιον πάσης της συναγωγής του Ισραήλ, μετά των γυναικών και των παιδίων και των ξένων των παρευρισκομένων μεταξύ αυτών.

9Και ότε ήκουσαν πάντες οι βασιλείς, οι εντεύθεν του Ιορδάνου, οι εν τη ορεινή και οι εν τη πεδινή και οι εν πάσι τοις παραλίοις της θαλάσσης της μεγάλης, έως κατέναντι του Λιβάνου, οι Χετταίοι και οι Αμορραίοι, οι Χαναναίοι, οι Φερεζαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι, 2 συνήχθησαν πάντες ομού, διά να πολεμήσωσι τον Ιησούν και τον Ισραήλ. 3 Οι δε κάτοικοι της Γαβαών ήκουσαν ό,τι έκαμεν ο Ιησούς εις την Ιεριχώ και εις την Γαί, 4 και έπραξαν και ούτοι μετά πανουργίας, και υπήγον και ητοιμάσθησαν με εφόδια, και έλαβον σάκκους παλαιούς επί των όνων αυτών και ασκούς οίνου παλαιούς και κατεσχισμένους και δεδεμένους, 5 και εις τους πόδας αυτών υποδήματα παλαιά και εμβαλωμένα, και ιμάτια παλαιά εφ' εαυτών· και όλος ο άρτος του εφοδιασμού αυτών ήτο ξηρός και κατατεθρυμμένος. 6 Και ήλθον προς τον Ιησούν εις το στρατόπεδον εις Γάλγαλα, και είπον προς αυτόν και προς τους άνδρας του Ισραήλ, Από γης μακράς ήλθομεν· τώρα λοιπόν κάμετε συνθήκην προς ημάς. 7 Και είπον οι άνδρες του Ισραήλ προς τους Ευαίους τούτους, Σεις κατοικείτε ίσως εν τω μέσω ημών, και πως θέλομεν κάμει συνθήκην προς εσάς; 8 Οι δε είπον προς τον Ιησούν, Δούλοί σου είμεθα. Είπε δε προς αυτούς ο Ιησούς, Ποίοι είσθε; και πόθεν έρχεσθε; 9 Και είπον προς αυτόν, Από πολύ μακράς γης ήλθον οι δούλοί σου διά το όνομα Κυρίου του Θεού σου· διότι ηκούσαμεν την φήμην αυτού και πάντα όσα έκαμεν εν Αιγύπτω, 10 και πάντα όσα έκαμεν εις τους δύο βασιλείς των Αμορραίων, τους πέραν του Ιορδάνου, εις τον Σηών βασιλέα της Εσεβών, και εις τον Ωγ βασιλέα της Βασάν, τον εν Ασταρώθ· 11 διά τούτο είπον προς ημάς οι πρεσβύτεροι ημών και πάντες οι κάτοικοι της γης ημών, λέγοντες, Λάβετε εις εαυτούς εφόδια διά την οδόν, και υπάγετε εις συνάντησιν αυτών και είπατε προς αυτούς, δούλοί σας είμεθα· τώρα λοιπόν κάμετε συνθήκην προς ημάς· 12 τον άρτον ημών τούτον ζεστόν ελάβομεν εκ των οικιών ημών, καθ' ην ημέραν εξήλθομεν διά να έλθωμεν προς εσάς· και τώρα, ιδού, είναι ξηρός και κατατεθρυμμένος· 13 και ούτοι οι ασκοί του οίνου, τους οποίους εγεμίσαμεν νέους, και ιδού, είναι κατεσχισμένοι· και τα ιμάτια ημών ταύτα και τα υποδήματα ημών επαλαιώθησαν διά την πολύ μακράν οδόν. 14 Και εδέχθησαν τους άνδρας εξ αιτίας των εφοδίων αυτών, και δεν ηρώτησαν τον Κύριον. 15 Και έκαμεν ο Ιησούς ειρήνην προς αυτούς και έκαμε συνθήκην προς αυτούς, να φυλάξη την ζωήν αυτών· και οι άρχοντες της συναγωγής ώμοσαν προς αυτούς. 16 Και μετά τρεις ημέρας, αφού έκαμον συνθήκην προς αυτούς, ήκουσαν ότι ήσαν γείτονες αυτών και κατώκουν μεταξύ αυτών. 17 Και σηκωθέντες οι υιοί Ισραήλ υπήγον εις τας πόλεις αυτών την τρίτην ημέραν· αι δε πόλεις αυτών ήσαν Γαβαών και Χεφειρά και Βηρώθ και Κιριάθ-ιαρείμ. 18 Και δεν επάταξαν αυτούς οι υιοί Ισραήλ, διότι οι άρχοντες της συναγωγής είχον ομόσει προς αυτούς τον Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ. Και εγόγγυζε πάσα η συναγωγή κατά των αρχόντων. 19 Πάντες όμως οι άρχοντες είπον προς πάσαν την συναγωγήν, Ημείς ώμόσαμεν προς αυτούς τον Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ· τώρα λοιπόν δεν δυνάμεθα να εγγίσωμεν αυτούς· 20 τούτο θέλομεν κάμει εις αυτούς· θέλομεν φυλάξει την ζωήν αυτών, διά να μη ήναι οργή Θεού εφ' ημάς, διά τον όρκον τον οποίον ώμόσαμεν προς αυτούς. 21 Και οι άρχοντες είπον προς αυτούς, Ας ζώσι· πλην ας ήναι ξυλοκόποι και υδροφόροι εις πάσαν συναγωγήν· καθώς οι άρχοντες υπεσχέθησαν προς αυτούς. 22 Και συνεκάλεσεν αυτούς ο Ιησούς και είπε προς αυτούς, λέγων, Διά τι ηπατήσατε ημάς λέγοντες, πολύ μακράν είμεθα από σας, ενώ σεις κατοικείτε μεταξύ ημών; 23 τώρα λοιπόν επικατάρατοι είσθε, και δεν θέλει λείψει από σας δούλος και ξυλοκόπος και υδροφόρος εις τον οίκον του Θεού μου. 24 Και απεκρίθησαν προς τον Ιησούν λέγοντες, Επειδή οι δούλοί σου έμαθον μετά πληροφορίας όσα Κύριος ο Θεός σου διέταξεν εις τον δούλον αυτού Μωϋσήν, να δώση εις εσάς πάσαν την γην και να εξολοθρεύση έμπροσθέν σας πάντας τους κατοίκους της γης, διά τούτο εφοβήθημεν από σας σφόδρα διά την ζωήν ημών και εκάμομεν το πράγμα τούτο· 25 και τώρα, ιδού, εις τας χείρας σου είμεθα· ό,τι σοι φανή καλόν και αρεστόν να κάμης εις ημάς, κάμε. 26 Και έκαμεν ούτως εις αυτούς, και ηλευθέρωσεν αυτούς εκ της χειρός των υιών Ισραήλ, και δεν εφόνευσαν αυτούς. 27 Και την ημέραν εκείνην έκαμεν αυτούς ο Ιησούς ξυλοκόπους και υδροφόρους μέχρι τούδε, εις την συναγωγήν και εις το θυσιαστήριον του Κυρίου, εις τον τόπον όντινα εκλέξη.

10Και ως ήκουσεν Αδωνισεδέκ ο βασιλεύς της Ιερουσαλήμ ότι ο Ιησούς εκυρίευσε την Γαί και εξωλόθρευσεν αυτήν, ότι, καθώς έκαμεν εις την Ιεριχώ και εις τον βασιλέα αυτής, ούτως έκαμεν εις την Γαί και εις τον βασιλέα αυτής, και ότι οι κάτοικοι της Γαβαών έκαμον ειρήνην μετά του Ισραήλ και έμενον μεταξύ αυτών, 2 εφοβήθησαν σφόδρα· διότι ήτο πόλις μεγάλη η Γαβαών, ως μία των βασιλικών πόλεων, και διότι ήτο μεγαλητέρα της Γαί, και πάντες οι άνδρες αυτής δυνατοί. 3 Διά τούτο απέστειλεν Αδωνισεδέκ ο βασιλεύς της Ιερουσαλήμ προς τον Ωάμ βασιλέα της Χεβρών, και προς τον Πιράμ βασιλέα της Ιαρμούθ, και προς τον Ιαφιά βασιλέα της Λαχείς, και προς τον Δεβείρ βασιλέα της Εγλών, λέγων, 4 Ανάβητε προς εμέ και βοηθήσατέ μοι, διά να πατάξωμεν την Γαβαών· διότι έκαμεν ειρήνην μετά του Ιησού και μετά των υιών Ισραήλ. 5 Και συναχθέντες οι πέντε βασιλείς των Αμορραίων, ο βασιλεύς της Ιερουσαλήμ, ο βασιλεύς της Χεβρών, ο βασιλεύς της Ιαρμούθ, ο βασιλεύς της Λαχείς, ο βασιλεύς της Εγλών, ανέβησαν, αυτοί και πάντα τα στρατεύματα αυτών, και εστρατοπέδευσαν έμπροσθεν της Γαβαών και επολέμουν εναντίον αυτής. 6 Και οι Γαβαωνίται απέστειλαν προς τον Ιησούν εις το στρατόπεδον εις Γάλγαλα, λέγοντες, Μη αποσύρης την χείρα σου από των δούλων σου· ανάβα προς ημάς ταχέως και σώσον ημάς και βοήθησον ημάς· διότι συνήχθησαν εναντίον ημών πάντες οι βασιλείς των Αμορραίων, οι κατοικούντες την ορεινήν. 7 Και ανέβη ο Ιησούς από Γαλγάλων, αυτός και πας ο λαός ο πολεμιστής μετ' αυτού και πάντες οι δυνατοί εν ισχύϊ. 8 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Μη φοβηθής αυτούς· διότι παρέδωκα αυτούς εις την χείρα σου· δεν θέλει σταθή έμπροσθέν σου ουδείς εξ αυτών. 9 Ήλθε λοιπόν επ' αυτούς ο Ιησούς εξαίφνης, αναβάς από Γαλγάλων δι' όλης της νυκτός. 10 Και κατετρόπωσεν αυτούς ο Κύριος έμπροσθεν του Ισραήλ, και επάταξαν αυτούς εν σφαγή μεγάλη εν Γαβαών, και κατεδίωξαν αυτούς εις την οδόν την αναβαίνουσαν προς Βαιθ-ωρών, και κατέκοπτον αυτούς έως Αζηκά και έως Μακκηδά. 11 Και ενώ, φεύγοντες απ' έμπροσθεν του Ισραήλ, ήσαν εν τη καταβάσει της Βαιθ-ωρών, ο Κύριος έρριψεν εκ του ουρανού κατ' αυτών λίθους μεγάλους έως Αζηκά, και απέθανον· περισσότεροι ήσαν οι αποθανόντες εκ των λίθων της χαλάζης, παρ' όσους οι υιοί Ισραήλ κατέκοψαν εν μαχαίρα. 12 Τότε ελάλησεν ο Ιησούς προς τον Κύριον, καθ' ην ημέραν ο Κύριος παρέδωκε τους Αμορραίους έμπροσθεν των υιών Ισραήλ, και είπεν ενώπιον του Ισραήλ, Στήθι, ήλιε, επί την Γαβαών, και συ, σελήνη, επί την φάραγγα Αιαλών. 13 Και ο ήλιος εστάθη και η σελήνη έμεινεν, εωσού ο λαός εξεδικήθη τους εχθρούς αυτού. Δεν είναι τούτο γεγραμμένον εν τω βιβλίω του Ιασήρ; Και εστάθη ο ήλιος εν τω μέσω του ουρανού, και δεν έσπευσε να δύση έως μιας ολοκλήρου ημέρας. 14 Και τοιαύτη ημέρα δεν υπήρξεν ούτε πρότερον ούτε ύστερον, ώστε ο Κύριος να ακούση φωνήν ανθρώπου· διότι ο Κύριος επολέμει υπέρ του Ισραήλ. 15 Και επέστρεψεν ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, εις το στρατόπεδον εις Γάλγαλα. 16 Οι δε πέντε βασιλείς ούτοι έφυγον και εκρύφθησαν εις σπήλαιον εν Μακκηδά. 17 Και ανήγγειλαν προς τον Ιησούν, λέγοντες, οι πέντε βασιλείς ευρέθησαν κεκρυμμένοι εις σπήλαιον εν Μακκηδά. 18 Και είπεν ο Ιησούς, Κυλίσατε λίθους μεγάλους εις το στόμα του σπηλαίου, και καταστήσατε ανθρώπους πλησίον αυτού διά να φυλάττωσιν αυτούς· 19 και σεις μη στέκεσθε· καταδιώκετε τους εχθρούς σας και πατάξατε το όπισθεν αυτών· μη αφήσητε αυτούς να εισέλθωσιν εις τας πόλεις αυτών· διότι Κύριος ο Θεός σας παρέδωκεν αυτούς εις τας χείρας σας. 20 Και αφού ο Ιησούς και οι υιοί Ισραήλ ετελείωσαν φονεύοντες αυτούς εν σφαγή μεγάλη σφόδρα, εωσού εξωλοθρεύθησαν, οι λοιποί εξ αυτών, όσοι διεσώθησαν, εισήλθον εις ωχυρωμένας πόλεις. 21 Και πας ο λαός επέστρεψεν εις το στρατόπεδον προς τον Ιησούν εις Μακκηδά εν ειρήνη· ουδείς εκίνησε την γλώσσαν αυτού κατά τινός εκ των υιών Ισραήλ. 22 Και είπεν ο Ιησούς, Ανοίξατε το στόμα του σπηλαίου και εξαγάγετε προς εμέ τους πέντε βασιλείς εκείνους εκ του σπηλαίου. 23 Και έκαμον ούτω και εξήγαγον προς αυτόν τους πέντε βασιλείς εκείνους εκ του σπηλαίου, τον βασιλέα της Ιερουσαλήμ, τον βασιλέα της Χεβρών, τον βασιλέα της Ιαρμούθ, τον βασιλέα της Λαχείς, τον βασιλέα της Εγλών. 24 Και αφού εξήγαγον προς τον Ιησούν τους βασιλείς εκείνους, εκάλεσεν ο Ιησούς πάντας τους άνδρας του Ισραήλ, και είπε προς τους αρχηγούς των πολεμιστών τους ελθόντας μετ' αυτού, Πλησιάσατε, βάλετε τους πόδας σας επί τους τραχήλους των βασιλέων τούτων. Και αυτοί επλησίασαν και έβαλον τους πόδας αυτών επί τους τραχήλους αυτών. 25 Και είπε προς αυτούς ο Ιησούς, Μη φοβείσθε μηδέ δειλιάτε· ανδρίζεσθε και ενδυναμούσθε· επειδή ούτω θέλει κάμει ο Κύριος εις πάντας τους εχθρούς σας, κατά των οποίων μάχεσθε. 26 Και μετά ταύτα επάταξεν αυτούς ο Ιησούς και εθανάτωσεν αυτούς και εκρέμασεν αυτούς εις πέντε ξύλα· και εκρέμοντο εις τα ξύλα έως εσπέρας. 27 Περί δε την δύσιν του ηλίου, προσέταξεν ο Ιησούς, και κατεβίβασαν αυτούς από των ξύλων και έρριψαν αυτούς εις το σπήλαιον, όπου είχον κρυφθή, και εκύλισαν λίθους μεγάλους εις το στόμα του σπηλαίου, οίτινες μένουσιν έως της σήμερον ημέρας. 28 Και εν εκείνη τη ημέρα εκυρίευσεν ο Ιησούς την Μακκηδά, και επάταξεν εν στόματι μαχαίρας αυτήν και τον βασιλέα αυτής· εξωλόθρευσεν αυτούς και πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή· δεν αφήκεν υπόλοιπον· και έκαμεν εις τον βασιλέα της Μακκηδά, καθώς έκαμεν εις τον βασιλέα της Ιεριχώ. 29 Και διέβη ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, εκ Μακκηδά εις Λιβνά και επολέμει την Λιβνά. 30 Και παρέδωκεν ο Κύριος και αυτήν και τον βασιλέα αυτής εις την χείρα του Ισραήλ· και επάταξεν εν στόματι μαχαίρας αυτήν και πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή· δεν αφήκεν εν αυτή υπόλοιπον· και έκαμεν εις τον βασιλέα αυτής, καθώς έκαμεν εις τον βασιλέα της Ιεριχώ. 31 Και διέβη ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, εκ Λιβνά εις Λαχείς, και εστρατοπέδευσε κατέναντι αυτής και επολέμει αυτήν. 32 Και παρέδωκεν ο Κύριος την Λαχείς εις την χείρα του Ισραήλ, και εκυρίευσεν αυτήν την δευτέραν ημέραν, και επάταξεν εν στόματι μαχαίρας αυτήν και πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή, κατά πάντα όσα έκαμεν εις την Λιβνά. 33 Τότε ανέβη Ωράμ ο βασιλεύς της Γεζέρ διά να βοηθήση την Λαχείς· και ο Ιησούς επάταξεν αυτόν και τον λαόν αυτού, εωσού δεν αφήκεν εις αυτόν υπόλοιπον. 34 Και διέβη ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, εκ Λαχείς εις Εγλών, και εστρατοπέδευσαν κατέναντι αυτής και επολέμουν αυτήν· 35 και εκυρίευσαν αυτήν εν τη ημέρα εκείνη, και επάταξαν αυτήν εν στόματι μαχαίρας· και εξωλόθρευσεν εν εκείνη τη ημέρα πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή, κατά πάντα όσα έκαμεν εις την Λαχείς. 36 Και ανέβη ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, εξ Εγλών εις Χεβρών, και επολέμουν αυτήν· 37 και εκυρίευσαν αυτήν και επάταξαν εν στόματι μαχαίρας αυτήν και τον βασιλέα αυτής και πάσας τας πόλεις αυτής και πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή· δεν αφήκεν υπόλοιπον· κατά πάντα όσα έκαμεν εις την Εγλών· και εξωλόθρευσεν αυτήν και πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή. 38 Και έστρεψεν ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού· εις Δεβείρ και επολέμουν αυτήν· 39 και εκυρίευσεν αυτήν και τον βασιλέα αυτής και πάσας τας πόλεις αυτής· και επάταξαν αυτούς εν στόματι μαχαίρας και εξωλόθρευσαν πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή, δεν αφήκεν υπόλοιπον· καθώς έκαμεν εις την Χεβρών, ούτως έκαμεν εις την Δεβείρ και εις τον βασιλέα αυτής· και καθώς έκαμεν εις την Λιβνά και εις τον βασιλέα αυτής. 40 Ούτως επάταξεν ο Ιησούς πάσαν την γην την ορεινήν και την μεσημβρινήν και την πεδινήν και την Ασδώθ και πάντας τους βασιλείς αυτών· δεν αφήκεν υπόλοιπον, αλλ' εξωλόθρευσε παν το έχον πνοήν, καθώς προσέταξε Κύριος ο Θεός του Ισραήλ. 41 Και επάταξεν αυτούς ο Ιησούς από Κάδης-βαρνή έως Γάζης, και πάσαν την γην Γεσέν, έως Γαβαών. 42 Και πάντας τούτους τους βασιλείς και την γην αυτών ο Ιησούς εκυρίευσε διά μιας, διότι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ επολέμει υπέρ του Ισραήλ. 1 Και ως ήκουσεν Αδωνισεδέκ ο βασιλεύς της Ιερουσαλήμ ότι ο Ιησούς εκυρίευσε την Γαί και εξωλόθρευσεν αυτήν, ότι, καθώς έκαμεν εις την Ιεριχώ και εις τον βασιλέα αυτής, ούτως έκαμεν εις την Γαί και εις τον βασιλέα αυτής, και ότι οι κάτοικοι της Γαβαών έκαμον ειρήνην μετά του Ισραήλ και έμενον μεταξύ αυτών, 2 εφοβήθησαν σφόδρα· διότι ήτο πόλις μεγάλη η Γαβαών, ως μία των βασιλικών πόλεων, και διότι ήτο μεγαλητέρα της Γαί, και πάντες οι άνδρες αυτής δυνατοί. 3 Διά τούτο απέστειλεν Αδωνισεδέκ ο βασιλεύς της Ιερουσαλήμ προς τον Ωάμ βασιλέα της Χεβρών, και προς τον Πιράμ βασιλέα της Ιαρμούθ, και προς τον Ιαφιά βασιλέα της Λαχείς, και προς τον Δεβείρ βασιλέα της Εγλών, λέγων, 4 Ανάβητε προς εμέ και βοηθήσατέ μοι, διά να πατάξωμεν την Γαβαών· διότι έκαμεν ειρήνην μετά του Ιησού και μετά των υιών Ισραήλ. 5 Και συναχθέντες οι πέντε βασιλείς των Αμορραίων, ο βασιλεύς της Ιερουσαλήμ, ο βασιλεύς της Χεβρών, ο βασιλεύς της Ιαρμούθ, ο βασιλεύς της Λαχείς, ο βασιλεύς της Εγλών, ανέβησαν, αυτοί και πάντα τα στρατεύματα αυτών, και εστρατοπέδευσαν έμπροσθεν της Γαβαών και επολέμουν εναντίον αυτής. 6 Και οι Γαβαωνίται απέστειλαν προς τον Ιησούν εις το στρατόπεδον εις Γάλγαλα, λέγοντες, Μη αποσύρης την χείρα σου από των δούλων σου· ανάβα προς ημάς ταχέως και σώσον ημάς και βοήθησον ημάς· διότι συνήχθησαν εναντίον ημών πάντες οι βασιλείς των Αμορραίων, οι κατοικούντες την ορεινήν. 7 Και ανέβη ο Ιησούς από Γαλγάλων, αυτός και πας ο λαός ο πολεμιστής μετ' αυτού και πάντες οι δυνατοί εν ισχύϊ. 8 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Μη φοβηθής αυτούς· διότι παρέδωκα αυτούς εις την χείρα σου· δεν θέλει σταθή έμπροσθέν σου ουδείς εξ αυτών. 9 Ήλθε λοιπόν επ' αυτούς ο Ιησούς εξαίφνης, αναβάς από Γαλγάλων δι' όλης της νυκτός. 10 Και κατετρόπωσεν αυτούς ο Κύριος έμπροσθεν του Ισραήλ, και επάταξαν αυτούς εν σφαγή μεγάλη εν Γαβαών, και κατεδίωξαν αυτούς εις την οδόν την αναβαίνουσαν προς Βαιθ-ωρών, και κατέκοπτον αυτούς έως Αζηκά και έως Μακκηδά. 11 Και ενώ, φεύγοντες απ' έμπροσθεν του Ισραήλ, ήσαν εν τη καταβάσει της Βαιθ-ωρών, ο Κύριος έρριψεν εκ του ουρανού κατ' αυτών λίθους μεγάλους έως Αζηκά, και απέθανον· περισσότεροι ήσαν οι αποθανόντες εκ των λίθων της χαλάζης, παρ' όσους οι υιοί Ισραήλ κατέκοψαν εν μαχαίρα. 12 Τότε ελάλησεν ο Ιησούς προς τον Κύριον, καθ' ην ημέραν ο Κύριος παρέδωκε τους Αμορραίους έμπροσθεν των υιών Ισραήλ, και είπεν ενώπιον του Ισραήλ, Στήθι, ήλιε, επί την Γαβαών, και συ, σελήνη, επί την φάραγγα Αιαλών. 13 Και ο ήλιος εστάθη και η σελήνη έμεινεν, εωσού ο λαός εξεδικήθη τους εχθρούς αυτού. Δεν είναι τούτο γεγραμμένον εν τω βιβλίω του Ιασήρ; Και εστάθη ο ήλιος εν τω μέσω του ουρανού, και δεν έσπευσε να δύση έως μιας ολοκλήρου ημέρας. 14 Και τοιαύτη ημέρα δεν υπήρξεν ούτε πρότερον ούτε ύστερον, ώστε ο Κύριος να ακούση φωνήν ανθρώπου· διότι ο Κύριος επολέμει υπέρ του Ισραήλ. 15 Και επέστρεψεν ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, εις το στρατόπεδον εις Γάλγαλα. 16 Οι δε πέντε βασιλείς ούτοι έφυγον και εκρύφθησαν εις σπήλαιον εν Μακκηδά. 17 Και ανήγγειλαν προς τον Ιησούν, λέγοντες, οι πέντε βασιλείς ευρέθησαν κεκρυμμένοι εις σπήλαιον εν Μακκηδά. 18 Και είπεν ο Ιησούς, Κυλίσατε λίθους μεγάλους εις το στόμα του σπηλαίου, και καταστήσατε ανθρώπους πλησίον αυτού διά να φυλάττωσιν αυτούς· 19 και σεις μη στέκεσθε· καταδιώκετε τους εχθρούς σας και πατάξατε το όπισθεν αυτών· μη αφήσητε αυτούς να εισέλθωσιν εις τας πόλεις αυτών· διότι Κύριος ο Θεός σας παρέδωκεν αυτούς εις τας χείρας σας. 20 Και αφού ο Ιησούς και οι υιοί Ισραήλ ετελείωσαν φονεύοντες αυτούς εν σφαγή μεγάλη σφόδρα, εωσού εξωλοθρεύθησαν, οι λοιποί εξ αυτών, όσοι διεσώθησαν, εισήλθον εις ωχυρωμένας πόλεις. 21 Και πας ο λαός επέστρεψεν εις το στρατόπεδον προς τον Ιησούν εις Μακκηδά εν ειρήνη· ουδείς εκίνησε την γλώσσαν αυτού κατά τινός εκ των υιών Ισραήλ. 22 Και είπεν ο Ιησούς, Ανοίξατε το στόμα του σπηλαίου και εξαγάγετε προς εμέ τους πέντε βασιλείς εκείνους εκ του σπηλαίου. 23 Και έκαμον ούτω και εξήγαγον προς αυτόν τους πέντε βασιλείς εκείνους εκ του σπηλαίου, τον βασιλέα της Ιερουσαλήμ, τον βασιλέα της Χεβρών, τον βασιλέα της Ιαρμούθ, τον βασιλέα της Λαχείς, τον βασιλέα της Εγλών. 24 Και αφού εξήγαγον προς τον Ιησούν τους βασιλείς εκείνους, εκάλεσεν ο Ιησούς πάντας τους άνδρας του Ισραήλ, και είπε προς τους αρχηγούς των πολεμιστών τους ελθόντας μετ' αυτού, Πλησιάσατε, βάλετε τους πόδας σας επί τους τραχήλους των βασιλέων τούτων. Και αυτοί επλησίασαν και έβαλον τους πόδας αυτών επί τους τραχήλους αυτών. 25 Και είπε προς αυτούς ο Ιησούς, Μη φοβείσθε μηδέ δειλιάτε· ανδρίζεσθε και ενδυναμούσθε· επειδή ούτω θέλει κάμει ο Κύριος εις πάντας τους εχθρούς σας, κατά των οποίων μάχεσθε. 26 Και μετά ταύτα επάταξεν αυτούς ο Ιησούς και εθανάτωσεν αυτούς και εκρέμασεν αυτούς εις πέντε ξύλα· και εκρέμοντο εις τα ξύλα έως εσπέρας. 27 Περί δε την δύσιν του ηλίου, προσέταξεν ο Ιησούς, και κατεβίβασαν αυτούς από των ξύλων και έρριψαν αυτούς εις το σπήλαιον, όπου είχον κρυφθή, και εκύλισαν λίθους μεγάλους εις το στόμα του σπηλαίου, οίτινες μένουσιν έως της σήμερον ημέρας. 28 Και εν εκείνη τη ημέρα εκυρίευσεν ο Ιησούς την Μακκηδά, και επάταξεν εν στόματι μαχαίρας αυτήν και τον βασιλέα αυτής· εξωλόθρευσεν αυτούς και πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή· δεν αφήκεν υπόλοιπον· και έκαμεν εις τον βασιλέα της Μακκηδά, καθώς έκαμεν εις τον βασιλέα της Ιεριχώ. 29 Και διέβη ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, εκ Μακκηδά εις Λιβνά και επολέμει την Λιβνά. 30 Και παρέδωκεν ο Κύριος και αυτήν και τον βασιλέα αυτής εις την χείρα του Ισραήλ· και επάταξεν εν στόματι μαχαίρας αυτήν και πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή· δεν αφήκεν εν αυτή υπόλοιπον· και έκαμεν εις τον βασιλέα αυτής, καθώς έκαμεν εις τον βασιλέα της Ιεριχώ. 31 Και διέβη ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, εκ Λιβνά εις Λαχείς, και εστρατοπέδευσε κατέναντι αυτής και επολέμει αυτήν. 32 Και παρέδωκεν ο Κύριος την Λαχείς εις την χείρα του Ισραήλ, και εκυρίευσεν αυτήν την δευτέραν ημέραν, και επάταξεν εν στόματι μαχαίρας αυτήν και πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή, κατά πάντα όσα έκαμεν εις την Λιβνά. 33 Τότε ανέβη Ωράμ ο βασιλεύς της Γεζέρ διά να βοηθήση την Λαχείς· και ο Ιησούς επάταξεν αυτόν και τον λαόν αυτού, εωσού δεν αφήκεν εις αυτόν υπόλοιπον. 34 Και διέβη ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, εκ Λαχείς εις Εγλών, και εστρατοπέδευσαν κατέναντι αυτής και επολέμουν αυτήν· 35 και εκυρίευσαν αυτήν εν τη ημέρα εκείνη, και επάταξαν αυτήν εν στόματι μαχαίρας· και εξωλόθρευσεν εν εκείνη τη ημέρα πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή, κατά πάντα όσα έκαμεν εις την Λαχείς. 36 Και ανέβη ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού, εξ Εγλών εις Χεβρών, και επολέμουν αυτήν· 37 και εκυρίευσαν αυτήν και επάταξαν εν στόματι μαχαίρας αυτήν και τον βασιλέα αυτής και πάσας τας πόλεις αυτής και πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή· δεν αφήκεν υπόλοιπον· κατά πάντα όσα έκαμεν εις την Εγλών· και εξωλόθρευσεν αυτήν και πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή. 38 Και έστρεψεν ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ' αυτού· εις Δεβείρ και επολέμουν αυτήν· 39 και εκυρίευσεν αυτήν και τον βασιλέα αυτής και πάσας τας πόλεις αυτής· και επάταξαν αυτούς εν στόματι μαχαίρας και εξωλόθρευσαν πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή, δεν αφήκεν υπόλοιπον· καθώς έκαμεν εις την Χεβρών, ούτως έκαμεν εις την Δεβείρ και εις τον βασιλέα αυτής· και καθώς έκαμεν εις την Λιβνά και εις τον βασιλέα αυτής. 40 Ούτως επάταξεν ο Ιησούς πάσαν την γην την ορεινήν και την μεσημβρινήν και την πεδινήν και την Ασδώθ και πάντας τους βασιλείς αυτών· δεν αφήκεν υπόλοιπον, αλλ' εξωλόθρευσε παν το έχον πνοήν, καθώς προσέταξε Κύριος ο Θεός του Ισραήλ. 41 Και επάταξεν αυτούς ο Ιησούς από Κάδης-βαρνή έως Γάζης, και πάσαν την γην Γεσέν, έως Γαβαών. 42 Και πάντας τούτους τους βασιλείς και την γην αυτών ο Ιησούς εκυρίευσε διά μιας, διότι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ επολέμει υπέρ του Ισραήλ. 43 Και επέστρεψεν ο Ιησούς, και πας Ισραήλ μετ' αυτού, εις το στρατόπεδον εις Γάλγαλα.

11Και ως ήκουσεν Ιαβείν ο βασιλεύς της Ασώρ, απέστειλε προς τον Ιωβάβ βασιλέα της Μαδών και προς τον βασιλέα της Σιμβρών και προς τον βασιλέα της Αχσάφ, 2 και προς τους βασιλείς τους προς βορράν, εις την ορεινήν και εις την πεδινήν, κατέναντι της Χιννερώθ, και εις την κοιλάδα και εις Νάφαθ-δωρ προς δυσμάς, 3 και προς τους Χαναναίους τους προς ανατολάς και δυσμάς, και προς τους Αμορραίους και τους Χετταίους και τους Φερεζαίους και τους Ιεβουσαίους τους εν τη ορεινή, και προς τους Ευαίους τους υπό την Αερμών εν τη γη Μισπά. 4 Και εξήλθον, αυτοί και πάντα τα στρατεύματα αυτών μετ' αυτών, λαός πολύς ως η άμμος η παρά το χείλος της θαλάσσης κατά το πλήθος, μεθ' ίππων και αμαξών πολλών σφόδρα. 5 Και συναχθέντες πάντες ούτοι οι βασιλείς, ήλθον και εστρατοπέδευσαν ομού πλησίον των υδάτων Μερώμ, διά να πολεμήσωσι τον Ισραήλ. 6 Και είπε Κύριος προς τον Ιησούν, Μη φοβηθής από προσώπου αυτών· διότι αύριον, περί την ώραν ταύτην, εγώ θέλω παραδώσει αυτούς πάντας πεφονευμένους έμπροσθεν του Ισραήλ· τους ίππους αυτών θέλεις νευροκοπήσει και τας αμάξας αυτών θέλεις κατακαύσει εν πυρί. 7 Και υπήγεν εξαίφνης ο Ιησούς, και πας ο πολεμιστής λαός μετ' αυτού, εναντίον αυτών εις τα ύδατα Μερώμ, και επέπεσον επ' αυτούς. 8 Και παρέδωκεν αυτούς ο Κύριος εις την χείρα του Ισραήλ, και επάταξεν αυτούς και κατεδίωξεν αυτούς έως της μεγάλης Σιδώνος· και έως Μισρεφώθ-μαΐμ και έως της κοιλάδος Μισπά προς ανατολάς· και επάταξαν αυτούς, εωσού δεν αφήκαν εις αυτούς υπόλοιπον. 9 Και έκαμεν ο Ιησούς εις αυτούς καθώς προσέταξεν εις αυτόν ο Κύριος· τους ίππους αυτών ενευροκόπησε και τας αμάξας αυτών κατέκαυσεν εν πυρί. 10 Και έστρεψεν ο Ιησούς κατά τον αυτόν καιρόν και εκυρίευσε την Ασώρ και επάταξε τον βασιλέα αυτής εν μαχαίρα· διότι η Ασώρ ήτο πρότερον η πρωτεύουσα πασών των βασιλειών τούτων. 11 Και πάσας τας ψυχάς τας εν αυτή επάταξαν εν στόματι μαχαίρας και εξωλόθρευσαν αυτούς· δεν έμεινεν ουδέν έχον πνοήν· και την Ασώρ κατέκαυσεν εν πυρί. 12 Και πάσας τας πόλεις των βασιλέων εκείνων και πάντας τους βασιλείς αυτών συνέλαβεν ο Ιησούς και επάταξεν αυτούς εν στόματι μαχαίρας· εξωλόθρευσεν αυτούς, καθώς προσέταξε Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου. 13 Πάσας δε τας πόλεις, όσαι έμενον μετά των προχωμάτων αυτών, δεν έκαυσεν αυτάς ο Ισραήλ, εκτός μόνην την Ασώρ κατέκαυσεν ο Ιησούς. 14 Και πάντα τα λάφυρα των πόλεων τούτων και τα κτήνη ελαφυραγώγησαν εις εαυτούς οι υιοί Ισραήλ· τους δε ανθρώπους πάντας επάταξαν εν στόματι μαχαίρας, εωσού εξωλόθρευσαν αυτούς· δεν αφήκαν ουδέν έχον πνοήν. 15 Καθώς προσέταξεν ο Κύριος εις τον Μωϋσήν τον δούλον αυτού, ούτω προσέταξεν ο Μωϋσής τον Ιησούν, και ούτως έκαμεν ο Ιησούς· δεν παρέβη ουδέν εκ πάντων όσα προσέταξεν ο Κύριος εις τον Μωϋσήν. 16 Και εκυρίευσεν ο Ιησούς πάσαν εκείνην την γην, την ορεινήν, και πάσαν την μεσημβρινήν, και πάσαν την γην Γεσέν, και την κοιλάδα και την πεδινήν, και το όρος του Ισραήλ και την κοιλάδα αυτού, 17 από του όρους Αλάκ, του αναβαίνοντος προς την Σηείρ, έως Βάαλ-γαδ εις την κοιλάδα του Λιβάνου, υπό το όρος Αερμών· και συνέλαβε πάντας τους βασιλείς αυτών και επάταξεν αυτούς και εθανάτωσεν αυτούς. 18 Πολύν καιρόν επολέμει ο Ιησούς προς πάντας τούτους τους βασιλείς. 19 Δεν ήτο πόλις ήτις έκαμεν ειρήνην μετά των υιών Ισραήλ, εκτός των Ευαίων των κατοικούντων εν Γαβαών· πάσας εκυρίευσαν εν πολέμω· 20 διότι παρά Κυρίου έγεινε το να σκληρυνθώσιν αι καρδίαι αυτών, να έλθωσιν εις μάχην κατά του Ισραήλ, διά να εξολοθρευθώσι, να μη γείνη εις αυτούς έλεος, αλλά να εξαφανισθώσι, καθώς ο Κύριος προσέταξεν εις τον Μωϋσήν. 21 Και ήλθεν ο Ιησούς κατ' εκείνον τον καιρόν, και ηφάνισε τους Ανακείμ από των ορέων, από Χεβρών, από Δεβείρ, από Ανάβ και από πάντων των ορέων του Ιούδα και από πάντων των ορέων του Ισραήλ· εξωλόθρευσεν αυτούς ο Ιησούς μετά των πόλεων αυτών. 22 Δεν έμεινον Ανακείμ εν τη γη των υιών Ισραήλ· μόνον εν τη Γάζη, εν τη Γαθ και εν τη Αζώτω έμεινον. 23 Και εκυρίευσεν ο Ιησούς πάσαν την γην κατά πάντα όσα είπεν ο Κύριος προς τον Μωϋσήν· και έδωκεν αυτήν ο Ιησούς εις τον Ισραήλ κληρονομίαν, κατά τον διαμερισμόν αυτών εις τας φυλάς αυτών. Και η γη ησύχασεν από του πολέμου.

12Ούτοι δε είναι οι βασιλείς της γης, τους οποίους επάταξαν οι υιοί Ισραήλ και κατεκυρίευσαν την γην αυτών, εις το πέραν του Ιορδάνου, προς ανατολάς ηλίου, από του ποταμού Αρνών έως του όρους Αερμών, και πάσαν την πεδινήν προς ανατολάς· 2 τον Σηών βασιλέα των Αμορραίων, τον κατοικούντα εν Εσεβών, τον δεσπόζοντα από Αροήρ της παρά το χείλος του ποταμού Αρνών, και το μέσον του ποταμού, και το ήμισυ της Γαλαάδ έως του ποταμού Ιαβόκ, του ορίου των υιών Αμμών· 3 και από της πεδινής έως της θαλάσσης Χιννερώθ προς ανατολάς, και έως της θαλάσσης της πεδιάδος, της αλμυράς θαλάσσης προς ανατολάς, κατά την οδόν την προς Βαιθ-ιεσιμώθ, και από του μεσημβρινού μέρους υπό την Ασδώθ-φασγά· 4 και τα όρια του Ωγ, βασιλέως της Βασάν, του εναπολειφθέντος εκ των γιγάντων και κατοικούντος εν Ασταρώθ και εν Εδρεΐ· 5 όστις εξουσίαζεν εν τω όρει Αερμών και εν Σαλχά και εν πάση τη Βασάν, έως των ορίων των Γεσσουριτών και των Μααχαθιτών, και επί του ημίσεως της Γαλαάδ, ορίου του Σηών βασιλέως της Εσεβών. 6 Τούτους επάταξεν ο Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου, και οι υιοί Ισραήλ· και έδωκε την γην αυτών ο Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου κληρονομίαν εις τους Ρουβηνίτας και εις τους Γαδίτας και εις το ήμισυ της φυλής Μανασσή. 7 Και ούτοι είναι οι βασιλείς της γης, τους οποίους επάταξεν ο Ιησούς και οι υιοί Ισραήλ, εντεύθεν του Ιορδάνου προς δυσμάς, από Βάαλ-γαδ εν τη κοιλάδι του Λιβάνου, και έως του όρους Αλάκ, του αναβαίνοντος εις Σηείρ· και έδωκεν αυτήν ο Ιησούς εις τας φυλάς του Ισραήλ κληρονομίαν, κατά τον διαμερισμόν αυτών· 8 εις τα όρη και εις τας κοιλάδας και εις τας πεδιάδας και εις Ασδώθ και εις την έρημον και εις το μέρος το μεσημβρινόν· τους Χετταίους, τους Αμορραίους και τους Χαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους· 9 τον βασιλέα της Ιεριχώ, ένα· τον βασιλέα της Γαί, της παρά την Βαιθήλ, ένα· 10 τον βασιλέα της Ιερουσαλήμ, ένα· τον βασιλέα της Χεβρών, ένα· 11 τον βασιλέα της Ιαρμούθ, ένα· τον βασιλέα της Λαχείς, ένα. 12 τον βασιλέα της Εγλών, ένα· τον βασιλέα της Γεζέρ, ένα· 13 τον βασιλέα της Δεβείρ, ένα· τον βασιλέα της Γεδέρ, ένα· 14 τον βασιλέα της Ορμά, ένα· τον βασιλέα της Αράδ, ένα. 15 τον βασιλέα της Λιβνά, ένα· τον βασιλέα της Οδολλάμ, ένα· 16 τον βασιλέα της Μακκηδά, ένα· τον βασιλέα της Βαιθήλ, ένα· 17 τον βασιλέα της Θαπφουά, ένα· τον βασιλέα της Εφέρ, ένα· 18 τον βασιλέα της Αφέκ, ένα· τον βασιλέα της Λασαρών, ένα. 19 τον βασιλέα της Μαδών, ένα· τον βασιλέα της Ασώρ, ένα. 20 τον βασιλέα της Σιμβρών-μερών, ένα· τον βασιλέα της Αχσάφ, ένα· 21 τον βασιλέα της Θαανάχ, ένα· τον βασιλέα της Μεγιδδώ, ένα· 22 τον βασιλέα της Κέδες, ένα· τον βασιλέα της Ιοκνεάμ εν Καρμέλ, ένα· 23 τον βασιλέα της Δωρ εν Νάφαθ-δωρ, ένα· τον βασιλέα των εθνών εν Γαλγάλοις, ένα· 24 τον βασιλέα της Θερσά, ένα. Πάντες οι βασιλείς, τριάκοντα και εις.

13Ο δε Ιησούς ήτο γέρων, προβεβηκώς εις την ηλικίαν· και είπε προς αυτόν ο Κύριος, Συ είσαι γέρων, προβεβηκώς εις την ηλικίαν, μένει δε έτι πολλή γη να κυριευθή. 2 Αύτη είναι η γη, η μένουσα έτι· πάντα τα όρια των Φιλισταίων και πάσα η Γεσσουρί, 3 από Σιώρ, του κατέναντι της Αιγύπτου, έως των ορίων της Ακκαρών προς βορράν, τα οποία αριθμούνται εις τους Χαναναίους. αι πέντε ηγεμονίαι των Φιλισταίων, των Γαζαίων, των Αζωτίων, των Ασκαλωνιτών, των Γετθαίων και των Ακκαρωνιτών, και η των Αυϊτών· 4 από μεσημβρίας, πάσα η γη των Χαναναίων, και η Μεαρά η των Σιδωνίων έως Αφέκ, έως των ορίων των Αμορραίων· 5 και η γη των Γιβλιτών και πας ο Λίβανος, προς ανατολάς ηλίου, από Βάαλ-γαδ υπό το όρος Αερμών, έως της εισόδου Αιμάθ· 6 πάντες οι κάτοικοι της ορεινής, από του Λιβάνου έως Μισρεφώθ-μαΐμ, πάντες οι Σιδώνιοι· τούτους εγώ θέλω εξολοθρεύσει απ' έμπροσθεν των υιών Ισραήλ· συ δε διαμοίρασον αυτήν διά κλήρων εις τους Ισραηλίτας, καθώς προσέταξα εις σέ· 7 τώρα λοιπόν διαμοίρασον την γην ταύτην εις κληρονομίαν εις τας εννέα φυλάς και εις το ήμισυ της φυλής του Μανασσή. 8 Οι Ρουβηνίται και οι Γαδίται, μετά του άλλου ημίσεως αυτής, έλαβον την κληρονομίαν αυτών, την οποίαν έδωκεν εις αυτούς ο Μωϋσής, πέραν του Ιορδάνου προς ανατολάς, καθώς ο Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου έδωκεν εις αυτούς, 9 από της Αροήρ, της παρά το χείλος του ποταμού Αρνών, και την πόλιν την εν τω μέσω του ποταμού· και πάσαν την πεδινήν Μεδεβά έως Δαιβών, 10 και πάσας τας πόλεις του Σηών βασιλέως των Αμορραίων, του βασιλεύοντος εν Εσεβών, έως των ορίων των υιών Αμμών, 11 και την Γαλαάδ, και τα όρια των Γεσσουριτών και των Μααχαθιτών, και παν το όρος Αερμών, και πάσαν την Βασάν έως Σαλχά, 12 άπαν το βσσίλειον του Ωγ εν Βασάν, του βασιλεύοντος εν Ασταρώθ και εν Εδρεΐ, όστις εναπελείφθη από των υπολοίπων των γιγάντων· διότι τούτους ο Μωϋσής επάταξε και εξωλόθρευσεν αυτούς. 13 Τους Γεσσουρίτας όμως και τους Μααχαθίτας οι υιοί Ισραήλ δεν εξωλόθρευσαν, αλλά κατοικούσιν οι Γεσσουρίται και οι Μααχαθίται μεταξύ του Ισραήλ έως της σήμερον. 14 Μόνον εις την φυλήν του Λευΐ δεν έδωκε κληρονομίαν· αι διά πυρός γινόμεναι θυσίαι Κυρίου του Θεού του Ισραήλ είναι η κληρονομία αυτών, καθώς είπε προς αυτούς. 15 Και έδωκεν ο Μωϋσής εις την φυλήν των υιών Ρουβήν κληρονομίαν, κατά τας συγγενείας αυτών. 16 και τα όρια αυτών ήσαν από Αροήρ, της παρά το χείλος του ποταμού Αρνών, και η πόλις εν τω μέσω του ποταμού, και πάσα η πεδινή έως Μεδεβά, 17 η Εσεβών και πάσαι αι πόλεις αυτής, αι εν τη πεδινή· Δαιβών, και η Βαμώθ-βαάλ, και η Βαιθ-βάαλ-μεών, 18 και η Ιασσά, και η Κεδημώθ, και η Μηφαάθ, 19 και η Κιριαθαΐμ, και η Σιβμά, και η Ζαρέθ-σαάρ εν τω όρει της κοιλάδος, 20 και η Βαιθ-φεγώρ, και η Ασδώθ-φασγά, και η Βαιθ-ιεσιμώθ, 21 και πάσαι αι πόλεις της πεδινής, και άπαν το βασίλειον του Σηών βασιλέως των Αμορραίων, του βασιλεύοντος εν Εσεβών, τον οποίον επάταξεν ο Μωϋσής, αυτόν και τους ηγεμόνας της Μαδιάμ, τον Ευΐ και τον Ρεκέμ και τον Σούρ και τον Ουρ και τον Ρεβά άρχοντας του Σηών, κατοικούντας την γην. 22 Και τον Βαλαάμ· τον υιόν του Βεώρ, τον μάντιν, οι υιοί Ισραήλ εθανάτωσαν εν μαχαίρα μεταξύ των φονευθέντων υπ' αυτών. 23 Και των υιών Ρουβήν, ο Ιορδάνης ήτο το όριον αυτών. Αύτη είναι η κληρονομία των υιών Ρουβήν κατά τας συγγενείας αυτών, αι πόλεις και αι κώμαι αυτών. 24 Και έδωκεν ο Μωϋσής κληρονομίαν εις την φυλήν Γαδ, εις τους υιούς Γαδ, κατά τας συγγενείας αυτών· 25 και το όριον αυτών ήτο η Ιαζήρ, και πάσαι αι πόλεις της Γαλαάδ και το ήμισυ της γης των υιών Αμμών, έως της Αροήρ, της κατέναντι Ραββά, 26 και από Εσεβών μέχρι Ραμάθ-μισπά και Βετονίμ, και από Μαχαναΐμ έως των ορίων της Δεβείρ, 27 και εν τη κοιλάδι, Βαιθ-αράμ και Βαιθ-νιμρά και Σοκχώθ και Σαφών, το επίλοιπον του βασιλείου του Σηών βασιλέως της Εσεβών, και ο Ιορδάνης το όριον έως του άκρου της θαλάσσης Χιννερώθ πέραν του Ιορδάνου προς ανατολάς. 28 Αύτη είναι η κληρονομία των υιών Γαδ κατά τας συγγενείας αυτών, αι πόλεις και αι κώμαι αυτών. 29 Και έδωκεν ο Μωϋσής κληρονομίαν εις το ήμισυ της φυλής Μανασσή· και έγεινε κτήμα εις το ήμισυ της φυλής των υιών Μανασσή κατά τας συγγενείας αυτών. 30 Και το όριον αυτών ήτο από Μαχαναΐμ, πάσα η Βασάν, άπαν το βασίλειον του Ωγ βασιλέως της Βασάν και πάσαι αι κωμοπόλεις του Ιαείρ, αι εν Βασάν, εξήκοντα πόλεις· 31 και το ήμισυ της Γαλαάδ και Ασταρώθ και Εδρεΐ, πόλεις του βασιλείου του Ωγ εκ Βασάν, εδόθησαν εις τους υιούς Μαχείρ υιού Μανασσή, εις το ήμισυ των υιών Μαχείρ κατά τας συγγενείας αυτών. 32 Ούτοι είναι οι τόποι, τους οποίους εκληροδότησεν ο Μωϋσής εις τας πεδιάδας Μωάβ, εις το πέραν του Ιορδάνου, πλησίον της Ιεριχώ, προς ανατολάς. 1 Ο δε Ιησούς ήτο γέρων, προβεβηκώς εις την ηλικίαν· και είπε προς αυτόν ο Κύριος, Συ είσαι γέρων, προβεβηκώς εις την ηλικίαν, μένει δε έτι πολλή γη να κυριευθή. 2 Αύτη είναι η γη, η μένουσα έτι· πάντα τα όρια των Φιλισταίων και πάσα η Γεσσουρί, 3 από Σιώρ, του κατέναντι της Αιγύπτου, έως των ορίων της Ακκαρών προς βορράν, τα οποία αριθμούνται εις τους Χαναναίους. αι πέντε ηγεμονίαι των Φιλισταίων, των Γαζαίων, των Αζωτίων, των Ασκαλωνιτών, των Γετθαίων και των Ακκαρωνιτών, και η των Αυϊτών· 4 από μεσημβρίας, πάσα η γη των Χαναναίων, και η Μεαρά η των Σιδωνίων έως Αφέκ, έως των ορίων των Αμορραίων· 5 και η γη των Γιβλιτών και πας ο Λίβανος, προς ανατολάς ηλίου, από Βάαλ-γαδ υπό το όρος Αερμών, έως της εισόδου Αιμάθ· 6 πάντες οι κάτοικοι της ορεινής, από του Λιβάνου έως Μισρεφώθ-μαΐμ, πάντες οι Σιδώνιοι· τούτους εγώ θέλω εξολοθρεύσει απ' έμπροσθεν των υιών Ισραήλ· συ δε διαμοίρασον αυτήν διά κλήρων εις τους Ισραηλίτας, καθώς προσέταξα εις σέ· 7 τώρα λοιπόν διαμοίρασον την γην ταύτην εις κληρονομίαν εις τας εννέα φυλάς και εις το ήμισυ της φυλής του Μανασσή. 8 Οι Ρουβηνίται και οι Γαδίται, μετά του άλλου ημίσεως αυτής, έλαβον την κληρονομίαν αυτών, την οποίαν έδωκεν εις αυτούς ο Μωϋσής, πέραν του Ιορδάνου προς ανατολάς, καθώς ο Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου έδωκεν εις αυτούς, 9 από της Αροήρ, της παρά το χείλος του ποταμού Αρνών, και την πόλιν την εν τω μέσω του ποταμού· και πάσαν την πεδινήν Μεδεβά έως Δαιβών, 10 και πάσας τας πόλεις του Σηών βασιλέως των Αμορραίων, του βασιλεύοντος εν Εσεβών, έως των ορίων των υιών Αμμών, 11 και την Γαλαάδ, και τα όρια των Γεσσουριτών και των Μααχαθιτών, και παν το όρος Αερμών, και πάσαν την Βασάν έως Σαλχά, 12 άπαν το βσσίλειον του Ωγ εν Βασάν, του βασιλεύοντος εν Ασταρώθ και εν Εδρεΐ, όστις εναπελείφθη από των υπολοίπων των γιγάντων· διότι τούτους ο Μωϋσής επάταξε και εξωλόθρευσεν αυτούς. 13 Τους Γεσσουρίτας όμως και τους Μααχαθίτας οι υιοί Ισραήλ δεν εξωλόθρευσαν, αλλά κατοικούσιν οι Γεσσουρίται και οι Μααχαθίται μεταξύ του Ισραήλ έως της σήμερον. 14 Μόνον εις την φυλήν του Λευΐ δεν έδωκε κληρονομίαν· αι διά πυρός γινόμεναι θυσίαι Κυρίου του Θεού του Ισραήλ είναι η κληρονομία αυτών, καθώς είπε προς αυτούς. 15 Και έδωκεν ο Μωϋσής εις την φυλήν των υιών Ρουβήν κληρονομίαν, κατά τας συγγενείας αυτών. 16 και τα όρια αυτών ήσαν από Αροήρ, της παρά το χείλος του ποταμού Αρνών, και η πόλις εν τω μέσω του ποταμού, και πάσα η πεδινή έως Μεδεβά, 17 η Εσεβών και πάσαι αι πόλεις αυτής, αι εν τη πεδινή· Δαιβών, και η Βαμώθ-βαάλ, και η Βαιθ-βάαλ-μεών, 18 και η Ιασσά, και η Κεδημώθ, και η Μηφαάθ, 19 και η Κιριαθαΐμ, και η Σιβμά, και η Ζαρέθ-σαάρ εν τω όρει της κοιλάδος, 20 και η Βαιθ-φεγώρ, και η Ασδώθ-φασγά, και η Βαιθ-ιεσιμώθ, 21 και πάσαι αι πόλεις της πεδινής, και άπαν το βασίλειον του Σηών βασιλέως των Αμορραίων, του βασιλεύοντος εν Εσεβών, τον οποίον επάταξεν ο Μωϋσής, αυτόν και τους ηγεμόνας της Μαδιάμ, τον Ευΐ και τον Ρεκέμ και τον Σούρ και τον Ουρ και τον Ρεβά άρχοντας του Σηών, κατοικούντας την γην. 22 Και τον Βαλαάμ· τον υιόν του Βεώρ, τον μάντιν, οι υιοί Ισραήλ εθανάτωσαν εν μαχαίρα μεταξύ των φονευθέντων υπ' αυτών. 23 Και των υιών Ρουβήν, ο Ιορδάνης ήτο το όριον αυτών. Αύτη είναι η κληρονομία των υιών Ρουβήν κατά τας συγγενείας αυτών, αι πόλεις και αι κώμαι αυτών. 24 Και έδωκεν ο Μωϋσής κληρονομίαν εις την φυλήν Γαδ, εις τους υιούς Γαδ, κατά τας συγγενείας αυτών· 25 και το όριον αυτών ήτο η Ιαζήρ, και πάσαι αι πόλεις της Γαλαάδ και το ήμισυ της γης των υιών Αμμών, έως της Αροήρ, της κατέναντι Ραββά, 26 και από Εσεβών μέχρι Ραμάθ-μισπά και Βετονίμ, και από Μαχαναΐμ έως των ορίων της Δεβείρ, 27 και εν τη κοιλάδι, Βαιθ-αράμ και Βαιθ-νιμρά και Σοκχώθ και Σαφών, το επίλοιπον του βασιλείου του Σηών βασιλέως της Εσεβών, και ο Ιορδάνης το όριον έως του άκρου της θαλάσσης Χιννερώθ πέραν του Ιορδάνου προς ανατολάς. 28 Αύτη είναι η κληρονομία των υιών Γαδ κατά τας συγγενείας αυτών, αι πόλεις και αι κώμαι αυτών. 29 Και έδωκεν ο Μωϋσής κληρονομίαν εις το ήμισυ της φυλής Μανασσή· και έγεινε κτήμα εις το ήμισυ της φυλής των υιών Μανασσή κατά τας συγγενείας αυτών. 30 Και το όριον αυτών ήτο από Μαχαναΐμ, πάσα η Βασάν, άπαν το βασίλειον του Ωγ βασιλέως της Βασάν και πάσαι αι κωμοπόλεις του Ιαείρ, αι εν Βασάν, εξήκοντα πόλεις· 31 και το ήμισυ της Γαλαάδ και Ασταρώθ και Εδρεΐ, πόλεις του βασιλείου του Ωγ εκ Βασάν, εδόθησαν εις τους υιούς Μαχείρ υιού Μανασσή, εις το ήμισυ των υιών Μαχείρ κατά τας συγγενείας αυτών. 32 Ούτοι είναι οι τόποι, τους οποίους εκληροδότησεν ο Μωϋσής εις τας πεδιάδας Μωάβ, εις το πέραν του Ιορδάνου, πλησίον της Ιεριχώ, προς ανατολάς. 33 Εις δε την φυλήν του Λευΐ δεν έδωκε κληρονομίαν ο Μωϋσής. Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, αυτός ήτο η κληρονομία αυτών, καθώς είπε προς αυτούς.

14Και ούτοι είναι οι τόποι, τους οποίους οι υιοί Ισραήλ εκληρονόμησαν εν τη γη Χαναάν, τους οποίους εκληροδότησαν εις αυτούς Ελεάζαρ ο ιερεύς και Ιησούς ο υιός του Ναυή και οι αρχηγοί των πατριών των φυλών των υιών Ισραήλ. 2 Διά κλήρου έγεινεν η κληρονομία των εννέα τούτων φυλών και της ημισείας φυλής, καθώς προσέταξεν ο Κύριος διά του Μωϋσέως. 3 Διότι ο Μωϋσής είχε δώσει την κληρονομίαν των δύο φυλών και της ημισείας φυλής από του πέραν του Ιορδάνου· εις τους Λευΐτας όμως δεν έδωκε κληρονομίαν μεταξύ αυτών. 4 Διότι οι υιοί Ιωσήφ ήσαν δύο φυλαί, του Μανασσή και του Εφραΐμ· και δεν έδωκαν εις τους Λευΐτας μερίδιον εν τη γη ειμή πόλεις διά να κατοικώσι, μετά των προαστείων αυτών, διά τα κτήνη αυτών και διά την περιουσίαν αυτών. 5 Καθώς προσέταξε Κύριος εις τον Μωϋσήν, ούτως έκαμον οι υιοί Ισραήλ, και διεμοίρασαν την γην. 6 Και προσήλθον οι υιοί Ιούδα προς τον Ιησούν εις Γάλγαλα, και είπε προς αυτόν Χάλεβ ο υιός του Ιεφοννή ο Κενεζαίος, Συ εξεύρεις τον λόγον τον οποίον ελάλησεν ο Κύριος προς τον Μωϋσήν, τον άνθρωπον του Θεού, περί εμού και σου εν Κάδης-βαρνή· 7 ήμην τεσσαράκοντα ετών ηλικίας, ότε με απέστειλεν ο Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου από Κάδης-βαρνή διά να κατασκοπεύσω την γήν· και απήγγειλα προς αυτόν λόγον, όστις ήτο εν τη καρδία μου· 8 οι αδελφοί μου όμως, οι συναναβάντες μετ' εμού, ενέκρωσαν την καρδίαν του λαού· αλλ' εγώ ηκολούθησα εντελώς Κύριον τον Θεόν μου· 9 και ώμοσεν ο Μωϋσής την ημέραν εκείνην λέγων, Εξάπαντος η γη, την οποίαν επάτησαν οι πόδες σου, θέλει είσθαι κληρονομία ιδική σου και των υιών σου διαπαντός· διότι εντελώς ηκολούθησας Κύριον τον Θεόν μου· 10 και τώρα, ιδού, ο Κύριος με εφύλαξε ζώντα, καθώς είπε, τα τεσσαράκοντα πέντε ταύτα έτη, αφ' ης ημέρας ελάλησεν ο Κύριος τον λόγον τούτον προς τον Μωϋσήν, ότε ο Ισραήλ επορεύετο εν τη ερήμω· και τώρα, ιδού, εγώ είμαι σήμερον ογδοήκοντα πέντε ετών ηλικίας· 11 έτι και την σήμερον είμαι δυνατός, καθώς την ημέραν ότε με απέστειλεν ο Μωϋσής· ως ήτο τότε η δύναμίς μου διά πόλεμον και διά να εξέρχωμαι και διά να εισέρχωμαι· 12 τώρα λοιπόν δος μοι το όρος τούτο, περί του οποίου ελάλησεν ο Κύριος την ημέραν εκείνην· διότι συ ήκουσας την ημέραν εκείνην, ότι είναι εκεί Ανακείμ και πόλεις μεγάλαι ωχυρωμέναι· εάν ο Κύριος ήναι μετ' εμού, εγώ θέλω δυνηθή να εκδιώξω αυτούς, καθώς είπεν ο Κύριος. 13 Και ευλόγησεν αυτόν ο Ιησούς και έδωκεν εις τον Χάλεβ τον υιόν του Ιεφοννή την Χεβρών εις κληρονομίαν. 14 Διά τούτο η Χεβρών αποκατέστη κληρονομία του Χάλεβ υιού του Ιεφοννή του Κενεζαίου έως της σήμερον, διότι εντελώς ηκολούθησε Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ. 15 το δε όνομα της Χεβρών πρότερον ήτο Κιριάθ-αρβά· ήτο δε ο Αρβά άνθρωπος μέγας μεταξύ των Ανακείμ. Και η γη ησύχασεν από του πολέμου.

15Ο δε κλήρος της φυλής των υιών Ιούδα κατά τας συγγενείας αυτών ήτο εις τα όρια της Ιδουμαίας· η έρημος Σιν η προς νότον ήτο το άκρον το μεσημβρινόν. 2 Και τα μεσημβρινά αυτών όρια ήσαν από των παραλίων της αλμυράς θαλάσσης, από του κόλπου του βλέποντος προς μεσημβρίαν· 3 και εξετείνοντο προς το μεσημβρινόν μέρος εις την ανάβασιν Ακραββίμ, και διέβαινον εις Σιν και ανέβαινον από μεσημβρίας εις Κάδης-βαρνή, και διέβαινον την Εσρών και ανέβαινον εις Αδδάρ και έστρεφον προς Καρκαά· 4 και διέβαινον εις Ασμών και εξήρχοντο έως του χειμάρρου της Αιγύπτου, και ετελείονον τα όρια εις την θάλασσαν· ταύτα θέλουσιν είσθαι τα μεσημβρινά όριά σας. 5 Το δε ανατολικόν όριον ήτο η θάλασσα η αλμυρά, έως άκρου του Ιορδάνου. Και το όριον κατά το βόρειον μέρος ήρχετο από του κόλπου της θαλάσσης κατά το άκρον του Ιορδάνου· 6 και ανέβαινε το όριον έως Βαιθ-ογλά, και διέβαινεν από βορρά της Βαιθ-αραβά· και ανέβαινε το όριον έως του λίθου του Βοάν υιού του Ρουβήν· 7 και ανέβαινε το όριον προς Δεβείρ από της κοιλάδος Αχώρ, και εξετείνετο προς βορράν βλέπον εις Γάλγαλα, την κατέναντι της αναβάσεως Αδουμμίμ, ήτις είναι προς το μεσημβρινόν του ποταμού· έπειτα διέβαινε το όριον επί τα ύδατα του Εν-σεμές, και εξήρχετο εις Εν-ρωγήλ· 8 και ανέβαινε το όριον διά της φάραγγος του υιού του Εννόμ κατά το μεσημβρινόν πλάγιον της Ιεβούς· αύτη είναι η Ιερουσαλήμ· και ανέβαινε το όριον εις την κορυφήν του όρους, του κατέναντι της φάραγγος Εννόμ προς δυσμάς, ήτις είναι εις το τέλος της κοιλάδος των Ραφαείμ προς βορράν· 9 και διέβαινε το όριον από της κορυφής του όρους έως της πηγής των υδάτων Νεφθωά, και εξήρχετο εις τας κωμοπόλεις του όρους Εφρών· και διευθύνετο το όριον εις Βααλά, ήτις είναι η Κιριάθ-ιαρείμ· 10 και έστρεφε το όριον από Βααλά προς δυσμάς εις το όρος Σηείρ, και διέβαινεν εις το πλάγιον του όρους Ιαρείμ, όπου είναι η Χασαλών, προς βορράν· και κατέβαινεν εις την Βαιθ-σεμές και διέβαινεν εις Θαμνά· 11 έπειτα εξήρχετο το όριον εις το πλάγιον της Ακκαρών προς βορράν· και διευθύνετο το όριον εις Σικρών, και διέβαινεν εις το όρος της Βααλά, και εξήρχετο εις Ιαβνήλ, και έκαμνε το όριον διέξοδον εις την θάλασσαν. 12 Και το όριον το δυτικόν ήτο η θάλασσα η μεγάλη και τα παράλια. Ταύτα είναι τα όρια των υιών Ιούδα κύκλω, κατά τας συγγενείας αυτών. 13 Και εις τον Χάλεβ τον υιόν του Ιεφοννή έδωκε μερίδιον μεταξύ των υιών Ιούδα, κατά την προσταγήν του Κυρίου την προς τον Ιησούν, την πόλιν του Αρβά πατρός του Ανάκ, ήτις είναι η Χεβρών. 14 Και εξεδίωξεν εκείθεν ο Χάλεβ τους τρεις υιούς του Ανάκ, τον Σεσαΐ και τον Αχιμάν και τον Θαλμαΐ, τους υιούς του Ανάκ. 15 Και εκείθεν ανέβη επί τους κατοίκους της Δεβείρ· το δε όνομα της Δεβείρ πρότερον ήτο Κιριάθ-σεφέρ. 16 Και είπεν ο Χάλεβ, Όστις πατάξη την Κιριάθ-σεφέρ και κυριεύση αυτήν, θέλω δώσει εις τούτον Αχσάν την θυγατέρα μου εις γυναίκα. 17 Και εκυρίευσεν αυτήν Γοθονιήλ ο υιός του Κενέζ αδελφός του Χάλεβ· και έδωκεν εις αυτόν Αχσάν την θυγατέρα αυτού εις γυναίκα. 18 Και αυτή, ότε απήρχετο, παρεκίνησεν αυτόν να ζητήση παρά του πατρός αυτής αγρόν· και κατέβη από του όνου, και είπε προς αυτήν ο Χάλεβ, Τι θέλεις; 19 Η δε είπε, Δος μοι ευλογίαν· επειδή έδωκας εις εμέ γην μεσημβρινήν, δος μοι και πηγάς υδάτων. Και έδωκεν εις αυτήν τας άνω πηγάς και τας κάτω πηγάς. 20 Αύτη είναι η κληρονομία της φυλής των υιών Ιούδα κατά τας συγγενείας αυτών. 21 Και ήσαν αι έσχαται πόλεις της φυλής των υιών Ιούδα προς τα όρια της Εδώμ προς μεσημβρίαν, Καβσεήλ, και Εδέρ, και Ιαγούρ, 22 και Κινά, και Διμωνά, και Αδαδά, 23 και Κέδες, και Ασώρ, και Ιθνάν, 24 Ζιφ, και Τελέμ, και Βαλώθ, 25 και Ασώρ, Αδαττά, και Κιριώθ-εσρών, η και Ασώρ, 26 Αμάμ, και Σεμά, και Μωλαδά, 27 και Ασάρ-γαδδά, και Εσεμών, και Βαιθ-φαλέθ, 28 και Ασάρ-σουάλ, και Βηρ-σαβεέ, και Βιζιοθιά, 29 Βααλά, και Ιείμ, και Ασέμ, 30 και Ελθωλάδ, και Χεσίλ, και Ορμά, 31 και Σικλάγ, και Μαδμαννά, και Σανσαννά, 32 και Λεβαώθ, και Σιλεείμ, και Αείν, και Ριμμών· πάσαι αι πόλεις είκοσι εννέα, και αι κώμαι αυτών. 33 Εν τη πεδινή ήσαν Εσθαόλ, και Σαραά, και Ασνά, 34 και Ζανωά, και Εν-γαννίμ, Θαπφουά, και Ηνάμ, 35 Ιαρμούθ, και Οδολλάμ, Σωχώ, και Αζηκά, 36 και Σαγαρείμ, και Αδιθαείμ, και Γεδηρά, και αι επαύλεις αυτών, πόλεις δεκατέσσαρες, και αι κώμαι αυτών. 37 Σενάν, και Αδασά, και Μάγδαλ-γαδ, 38 και Διλαάν, και Μισπά, και Ιοκθεήλ, 39 Λαχείς, και Βασκάθ, και Εγλών, 40 και Χαββών, και Λαμάς, και Χιθλείς, 41 και Γεδηρώθ, Βαιθ-δαγών, και Νααμά, και Μακκηδά, πόλεις δεκαέξ, και αι κώμαι αυτών. 42 Λιβνά, και Εθέρ, και Ασάν, 43 και Ιεφθά, και Ασνά, και Νεσίβ, 44 και Κεειλά, και Αχζίβ, και Μαρησά, πόλεις εννέα, και αι κώμαι αυτών. 45 Ακκαρών, και αι κωμοπόλεις αυτής, και αι κώμαι αυτής· 46 από της Ακκαρών έως της θαλάσσης, πάσαι αι πλησίον της Αζώτου, και αι κώμαι αυτών. 47 Άζωτος, αι κωμοπόλεις αυτής και αι κώμαι αυτής, Γάζα, αι κωμοπόλεις αυτής και αι κώμαι αυτής, έως του χειμάρρου της Αιγύπτου, και η θάλασσα η μεγάλη το όριον. 48 Και εν τη ορεινή, Σαμείρ, και Ιαθείρ, και Σωχώ, 49 και Δαννά, και Κιριάθ-σαννά, ήτις είναι η Δεβείρ, 50 και Ανάβ, και Εσθεμώ, και Ανείμ, 51 και Γεσέν, και Ωλών, και Γιλώ, πόλεις ένδεκα, και αι κώμαι αυτών. 52 Αράβ, και Δουμά, και Εσάν, 53 και Ιανούμ, και Βαιθ-θαπφουά, και Αφεκά, 54 και Χουματά, και Κιριάθ-αρβά, ήτις είναι η Χεβρών, και Σιώρ, πόλεις εννέα, και αι κώμαι αυτών. 55 Μαών, Καρμέλ, και Ζιφ, και Ιουτά, 56 και Ιεζραέλ, και Ιοκδεάμ, και Ζανωά, 57 Ακαΐν, Γαβαά, και Θαμνά, πόλεις δέκα, και αι κώμαι αυτών. 58 Αλούλ, Βαιθ-σούρ, και Γεδώρ, 59 και Μααράθ, και Βαιθ-ανώθ, και Ελτεκών, πόλεις εξ, και αι κώμαι αυτών. 60 Κιριάθ-βαάλ, ήτις είναι η Κιριάθ-ιαρείμ, και Ραββά, πόλεις δύο, και αι κώμαι αυτών. 61 Εν τη ερήμω, Βαιθ-αραβά, Μιδδίν, και Σεχαχά, 62 και Νιβσάν, και η πόλις του άλατος, και Εν-γαδδί, πόλεις εξ, και αι κώμαι αυτών. 63 τους δε Ιεβουσαίους, τους κατοικούντας την Ιερουσαλήμ, οι υιοί Ιούδα δεν ηδυνήθησαν να εκδιώξωσιν αυτούς· αλλά κατοικούσιν οι Ιεβουσαίοι μετά των υιών Ιούδα εν τη Ιερουσαλήμ έως της ημέρας ταύτης.

16Και έπεσεν ο κλήρος των υιών Ιωσήφ από του Ιορδάνου πλησίον της Ιεριχώ, έως των υδάτων της Ιεριχώ κατά ανατολάς, προς την έρημον την αναβαίνουσαν από της Ιεριχώ διά του όρους Βαιθήλ, 2 και εκτείνεται από Βαιθήλ έως Λούζ, και διαβαίνει διά των ορίων του Αρχί-αταρώθ, 3 και καταβαίνει εκ δυσμών εις τα όρια του Ιαφλαιτί, έως των ορίων της κάτω Βαιθ-ωρών, και έως Γεζέρ, και εξέρχεται εις την θάλασσαν. 4 Και έλαβον την κληρονομίαν αυτών οι υιοί Ιωσήφ, ο Μανασσής και ο Εφραΐμ. 5 Και τα όρια των υιών Εφραΐμ κατά τας συγγενείας αυτών ήσαν ταύτα· τα όρια της κληρονομίας αυτών προς το ανατολικόν μέρος ήσαν η Αταρώθ-αδάρ, έως της άνω Βαιθ-ωρών· 6 και εξετείνοντο τα όρια προς την θάλασσαν εις Μιχμεθά κατά το βόρειον· και τα όρια έστρεφον κατά το ανατολικόν έως Ταανάθ-σηλώ, και εκείθεν διέβαινον κατά ανατολάς εις Ιανωχά· 7 και κατέβαινον από Ιανωχά εις Αταρώθ, και εις Νααράθ, και ήρχοντο εις την Ιεριχώ, και εξήρχοντο εις τον Ιορδάνην· 8 τα όρια εξηκολούθησαν από Θαπφουά προς δυσμάς έως του χειμάρρου Κανά, και είχον την διέξοδον αυτών προς την θάλασσαν. Αύτη είναι η κληρονομία της φυλής των υιών Εφραΐμ κατά τας συγγενείας αυτών. 9 Ήσαν και πόλεις κεχωρισμέναι διά τους υιούς Εφραΐμ μεταξύ της κληρονομίας των υιών Μανασσή, πάσαι αι πόλεις και αι κώμαι αυτών. 10 Και δεν εξεδίωξαν τους Χαναναίους τους κατοικούντας εις Γεζέρ· αλλ' οι Χαναναίοι κατοικούσι μεταξύ των Εφραϊμιτών έως της ημέρας ταύτης, και έγειναν δούλοι υποτελείς.

17Ήτο και κλήρος διά την φυλήν του Μανασσή, διότι αυτός ήτο ο πρωτότοκος του Ιωσήφ, διά τον Μαχείρ τον πρωτότοκον του Μανασσή, τον πατέρα του Γαλαάδ· επειδή αυτός ήτο ανήρ πολεμιστής, διά τούτο έλαβε την Γαλαάδ και την Βασάν. 2 Ήτο κλήρος και διά τους λοιπούς υιούς Μανασσή κατά τας συγγενείας αυτών, διά τους υιούς του Αβί-εζέρ, και διά τους υιούς του Χελέκ, και διά τους υιούς του Ασριήλ, και διά τους υιούς του Συχέμ, και διά τους υιούς του Εφέρ, και διά τους υιούς του Σεμιδά. Ταύτα ήσαν τα αρσενικά τέκνα του Μανασσή υιού του Ιωσήφ, κατά τας συγγενείας αυτών. 3 Ο Σαλπαάδ όμως, ο υιός του Εφέρ, υιού του Γαλαάδ, υιού του Μαχείρ, υιού του Μανασσή, δεν είχεν υιούς, αλλά θυγατέρας· και ταύτα είναι τα ονόματα των θυγατέρων αυτού, Μααλά και Νουά, Αγλά, Μελχά και Περσά. 4 Και προσελθούσαι ενώπιον Ελεάζαρ του ιερέως, και ενώπιον Ιησού υιού του Ναυή και ενώπιον των αρχόντων, είπον, Ο Κύριος προσέταξεν εις τον Μωϋσήν να δώση εις ημάς κληρονομίαν μεταξύ των αδελφών ημών. Και εδόθη εις αυτάς κατά την προσταγήν του Κυρίου κληρονομία μεταξύ των αδελφών του πατρός αυτών. 5 Και έπεσον εις τον Μανασσή δέκα μερίδια, εκτός της γης Γαλαάδ και Βασάν, των πέραν του Ιορδάνου· 6 διότι αι θυγατέρες του Μανασσή έλαβον κληρονομίαν μεταξύ των υιών αυτού· και οι επίλοιποι υιοί του Μανασσή έλαβον την γην Γαλαάδ. 7 Και τα όρια του Μανασσή ήσαν από Ασήρ έως της Μιχμεθά κειμένης απέναντι της Συχέμ· και εξετείνοντο τα όρια κατά τα δεξιά, έως των κατοίκων της Εν-θαπφουά. 8 Ο δε Μανασσής είχε την γην Θαπφουά· η δε Θαπφουά επί των ορίων του Μανασσή ανήκεν εις τους υιούς Εφραΐμ. 9 Και κατέβαινε το όριον έως του χειμάρρου Κανά, προς μεσημβρίαν του χειμάρρου· αύται αι πόλεις του Εφραΐμ ήσαν μεταξύ των πόλεων του Μανασσή· και το όριον του Μανασσή ήτο προς βορράν του χειμάρρου, και η διέξοδος αυτού προς την θάλασσαν. 10 προς μεσημβρίαν ήτο του Εφραΐμ, και προς βορράν του Μανασσή· και η θάλασσα ήτο το όριον αυτού· και ηνόνοντο προς βορράν με το του Ασήρ, και προς ανατολάς με το του Ισσάχαρ. 11 Και είχεν ο Μανασσής, εν τη γη Ισσάχαρ και Ασήρ, την Βαιθ-σαν και τας κωμοπόλεις αυτής, και την Ιβλεάμ και τας κωμοπόλεις αυτής, και τους κατοίκους της Δωρ και τας κωμοπόλεις αυτής, και τους κατοίκους της Εν-δωρ και τας κωμοπόλεις αυτής, και τους κατοίκους της Θαανάχ και τας κωμοπόλεις αυτής, και τους κατοίκους της Μεγιδδώ και τας κωμοπόλεις αυτής, τρεις επαρχίας. 12 Οι δε υιοί Μανασσή δεν ηδυνήθησαν να εκδιώξωσι τους κατοίκους των πόλεων τούτων, αλλ' οι Χαναναίοι επέμενον να κατοικώσιν εν τη γη εκείνη. 13 Αφού όμως υπερίσχυσαν οι υιοί Ισραήλ, καθυπέβαλον τους Χαναναίους εις φόρον, πλην δεν εξεδίωξαν αυτούς ολοκλήρως. 14 Και είπον προς τον Ιησούν οι υιοί Ιωσήφ λέγοντες, Διά τι έδωκας εις ημάς ένα μόνον κλήρον και μίαν μερίδα να κληρονομήσωμεν, ενώ είμεθα λαός πολύς, καθώς ο Κύριος ευλόγησεν ημάς έως του νυν; 15 Και είπε προς αυτούς ο Ιησούς, Εάν ήσθε λαός πολύς, ανάβητε εις τον δρυμόν και κόψατε μέρος αυτού δι' εαυτούς εν τη γη των Φερεζαίων και των Ραφαείμ, εάν το όρος Εφραΐμ ήναι παραπολύ στενόχωρον διά σας. 16 Και είπον οι υιοί Ιωσήφ, Δεν αρκεί εις ημάς το όρος· και πάντες οι Χαναναίοι οι κατοικούντες την γην της κοιλάδος έχουσιν αμάξας σιδηράς, και οι της Βαιθ-σαν και των κωμοπόλεων αυτής και οι της κοιλάδος Ιεζραέλ. 17 Και είπεν ο Ιησούς προς τον οίκον Ιωσήφ, προς τον Εφραΐμ και προς τον Μανασσή, λέγων, Συ είσαι λαός πολύς· και εις δύναμιν μεγάλην· συ δεν θέλεις έχει ένα μόνον κλήρον· 18 αλλά το όρος θέλει είσθαι ιδικόν σου· επειδή είναι δρυμός, και θέλεις κατακόψει αυτόν· και έως των άκρων αυτού θέλει είσθαι ιδικόν σου· επειδή θέλεις εκδιώξει τους Χαναναίους, αν και έχωσιν αμάξας σιδηράς και ήναι δυνατοί.

18Συνηθροίσθη δε πάσα η συναγωγή των υιών Ισραήλ εν Σηλώ, και έστησαν εκεί την σκηνήν του μαρτυρίου· και υπετάχθη η γη εις αυτούς. 2 Και έμενον μεταξύ των υιών Ισραήλ επτά φυλαί, αίτινες δεν είχον λάβει την κληρονομίαν αυτών. 3 Και είπεν ο Ιησούς προς τους υιούς Ισραήλ, Έως πότε θέλετε μένει νωθροί εις το να υπάγητε να κυριεύσητε την γην, την οποίαν Κύριος ο Θεός των πατέρων σας έδωκεν εις εσάς; 4 εκλέξατε εις εαυτούς τρεις άνδρας κατά φυλήν· και θέλω αποστείλει αυτούς, και σηκωθέντες θέλουσι περιέλθει την γην και διαγράψει αυτήν κατά τας κληρονομίας αυτών, και θέλουσιν επιστρέψει προς εμέ· 5 και θέλουσι διαιρέσει αυτήν εις επτά μερίδια· ο Ιούδας θέλει κατοικεί εν τοις ορίοις αυτού προς μεσημβρίαν, και ο οίκος Ιωσήφ θέλουσι κατοικεί εν τοις ορίοις αυτών προς βορράν· 6 θέλετε λοιπόν διαγράψει την γην εις επτά μέρη, και θέλετε φέρει εδώ προς εμέ την διαγραφήν, και εγώ θέλω εκβάλει κλήρους διά σας ενταύθα ενώπιον Κυρίου του Θεού ημών· 7 διότι οι Λευΐται δεν έχουσι μερίδιον μεταξύ σας· διότι η ιερατεία του Κυρίου είναι η κληρονομία αυτών· και ο Γαδ και ο Ρουβήν και το ήμισυ της φυλής Μανασσή έλαβον την κληρονομίαν αυτών πέραν του Ιορδάνου προς ανατολάς, την οποίαν Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου έδωκεν εις αυτούς. 8 Και σηκωθέντες οι άνδρες απήλθον· και προσέταξεν ο Ιησούς τους απελθόντας διά να διαγράψωσι την γην, λέγων, Υπάγετε και περιέλθετε την γην και διαγράψατε αυτήν και επιστρέψατε προς εμέ, και εγώ θέλω εκβάλει κλήρους διά σας ενταύθα ενώπιον του Κυρίου εν Σηλώ. 9 Και υπήγαν οι άνδρες και περιήλθον την γην και διέγραψαν αυτήν εν βιβλίω κατά πόλεις εις μερίδια επτά, και ήλθον προς τον Ιησούν εις το στρατόπεδον εις Σηλώ. 10 Και έρριψεν ο Ιησούς κλήρους δι' αυτούς εν Σηλώ ενώπιον του Κυρίου· και διεμοίρασεν ο Ιησούς εκεί την γην εις τους υιούς Ισραήλ κατά τους μερισμούς αυτών. 11 Και εξήλθεν ο κλήρος της φυλής των υιών Βενιαμίν κατά τας συγγενείας αυτών, και έπεσε το όριον της κληρονομίας αυτών μεταξύ των υιών Ιούδα και των υιών Ιωσήφ. 12 Και ήτο το όριον αυτών προς βορράν από του Ιορδάνου, και ανέβαινε το όριον προς το πλάγιον της Ιεριχώ κατά βορράν, και ανέβαινε διά των ορέων προς δυσμάς, και ετελείονεν εις την έρημον Βαιθ-αυέν. 13 Και εκείθεν διέβαινε το όριον προς την Λούζ, κατά το μεσημβρινόν πλάγιον της Λούζ, ήτις είναι η Βαιθήλ· και κατέβαινε το όριον εις την Αταρώθ-αδδάρ, εις το όρος το προς μεσημβρίαν της κάτω αιθ-ωρών. 14 Και το όριον εξετείνετο εκείθεν, και περιήρχετο το δυτικόν μέρος προς μεσημβρίαν, από του όρους του απέναντι της Βαιθ-ωρών κατά μεσημβρίαν· και ετελείονεν εις την Κιριάθ-βαάλ, ήτις είναι η Κιριάθ-ιαρείμ, πόλις των υιών Ιούδα· τούτο ήτο το δυτικόν μέρος. 15 Και το μεσημβρινόν μέρος ήτο από του άκρον της Κιριάθ-ιαρείμ, και διέβαινε το όριον προς δυσμάς, και εξήρχετο εις το φρέαρ των υδάτων του Νεφθωά· 16 και κατέβαινε το όριον εις το τέλος του όρους του κατέναντι της φάραγγος του υιού του Εννόμ, ήτις είναι εν τη κοιλάδι των Ραφαείμ προς βορράν, και κατέβαινε διά της φάραγγος του Εννόμ εις το μεσημβρινόν πλάγιον της Ιεβούς, και κατέβαινεν εις Εν-ρωγήλ· 17 και εκτεινόμενον από βορράν διέβαινεν εις Εν-σεμές και εξήρχετο εις Γαλιλώθ, ήτις είναι κατέναντι της αναβάσεως του Αδουμμίμ, και κατέβαινεν εις τον λίθον του Βοάν υιού του Ρουβήν, 18 και διέβαινε προς το βόρειον πλάγιον το κατέναντι της Αραβά και κατέβαινεν εις Αραβά· 19 και διέβαινε το όριον προς το βόρειον πλάγιον της αιθ-ογλά· και ετελείονε το όριον εις τον βόρειον κόλπον της θαλάσσης της αλμυράς, εις την εκβολήν του Ιορδάνου κατά μεσημβρίαν· τούτο ήτο το μεσημβρινόν όριον. 20 Ο δε Ιορδάνης ήτο το προς ανατολάς όριον αυτού. Αύτη ήτο κατά το όριον αυτής κύκλω, η κληρονομία των υιών Βενιαμίν κατά τας συγγενείας αυτών. 21 Αι δε πόλεις της φυλής των υιών Βενιαμίν κατά τας συγγενείας αυτών ήσαν Ιεριχώ, και Βαιθ-ογλά, και Εμέκ-κεσείς, 22 και Βαιθ-αραβά, και Σεμαραΐμ, και Βαιθήλ, 23 και Αυείμ, και Φαρά, και Οφρά, 24 και Χεφάρ-αμμωνά, και Οφνεί, και Γαβαά, πόλεις δώδεκα, και αι κώμαι αυτών· 25 Γαβαών, και Ραμά, και Βηρώθ, 26 και Μισπά, και Χεφειρά, και Μωσά, 27 και Ρεκέμ, και Ιορφαήλ, και Θαραλά, 28 και Σηλά, Ελέφ, και Ιεβούς, ήτις είναι η Ιερουσαλήμ, Γαβαάθ, και Κιριάθ, πόλεις δεκατέσσαρες, και αι κώμαι αυτών. Αύτη είναι η κληρονομία των υιών Βενιαμίν κατά τας συγγενείας αυτών.

19Και εξήλθεν ο δεύτερος κλήρος εις τον Συμεών, εις την φυλήν των υιών Συμεών κατά τας συγγενείας αυτών· και ήτο η κληρονομία αυτών εντός της κληρονομίας των υιών Ιούδα. 2 Και έλαβον εις κληρονομίαν αυτών Βηρ-σαβεέ, και Σαβεέ, και Μωλαδά, 3 και Ασάρ-σουάλ, και Βαλά, και Ασέμ, 4 και Ελθωλάδ, και Βεθούλ, και Ορμά, 5 και Σικλάγ, και Βαιθ-μαρκαβώθ, και Ασάρ-σουσά, 6 και Βαιθ-λεβαώθ, και Σαρουέν, πόλεις δεκατρείς, και τας κώμας αυτών. 7 Αείν, Ρεμμών, και Εθέρ, και Ασάν, πόλεις τέσσαρας, και τας κώμας αυτών· 8 και πάσας τας κώμας τας πέριξ των πόλεων τούτων έως Βαλάθ-βηρ, ήτις είναι η Ραμάθ κατά μεσημβρίαν. Αύτη είναι κληρονομία της φυλής των υιών Συμεών κατά τας συγγενείας αυτών. 9 Εκ του μεριδίου των υιών Ιούδα εδόθη η κληρονομία των υιών Συμεών, διότι το μερίδιον των υιών Ιούδα ήτο παραπολύ μεγάλον δι' αυτούς· όθεν οι υιοί Συμεών έλαβον την κληρονομίαν αυτών εντός της κληρονομίας εκείνων. 10 Και εξήλθεν ο τρίτος κλήρος εις τους υιούς Ζαβουλών κατά τας συγγενείας αυτών· και το όριον της κληρονομίας αυτών ήτο έως Σαρείδ· 11 και ανέβαινε το όριον αυτών προς την θάλασσαν και την Μαραλά, και ήρχετο εις την Δαβασαίθ, και έφθανε προς τον χείμαρρον τον κατέναντι Ιοκνεάμ· 12 και έστρεφεν από της Σαρείδ, κατά ανατολάς ηλίου προς το όριον της Κισλώθ-θαβώρ, και εξήρχετο εις Δαβράθ, και ανέβαινεν εις Ιαφιά· 13 και εκείθεν εξετείνετο προς ανατολάς εις Γιθθά-εφέρ, εις Ιττά-κασίν, και εξήρχετο εις Ρεμμών-μεθωάρ προς Νεά· 14 και περιήρχετο το όριον κατά το βόρειον εις Ανναθών, και ετελείονεν εις την κοιλάδα Ιεφθαήλ· 15 και περιελάμβανε την Καττάθ, και Νααλάλ, και Σιμβρών, και Ιδαλά, και Βηθλεέμ· πόλεις δώδεκα, και τας κώμας αυτών. 16 Αύτη είναι η κληρονομία των υιών Ζαβουλών κατά τας συγγενείας αυτών, αι πόλεις αύται και αι κώμαι αυτών. 17 Εξήλθεν ο τέταρτος κλήρος εις τον Ισσάχαρ, εις τους υιούς Ισσάχαρ κατά τας συγγενείας αυτών. 18 Και ήτο το όριον αυτών Ιεζραέλ, και Κεσουλώθ, και Σουνήμ, 19 και Αφεραΐμ, και Σαιών, και Αναχαράθ, 20 και Ραββίθ, και Κισιών, και Αβές, 21 και Ραιμέθ, και Εν-γαννίμ, και Εν-αδδά και Βαιθ-φασής· 22 και έφθανε το όριον εις Θαβώρ, και Σαχασειμά, και Βαιθ-σεμές, και το όριον αυτών ετελείονεν εις τον Ιορδάνην· πόλεις δεκαέξ, και αι κώμαι αυτών. 23 Αύτη είναι η κληρονομία της φυλής των υιών Ισσάχαρ κατά τας συγγενείας αυτών, αι πόλεις και αι κώμαι αυτών. 24 Και εξήλθεν ο πέμπτος κλήρος εις την φυλήν των υιών Ασήρ κατά τας συγγενείας αυτών. 25 Και ήτο το όριον αυτών Χελκάθ, και Αλεί, και Βετέν, και Αχσάφ, 26 και Αλαμμέλεχ, και Αμάδ, και Μισάλ· και έφθανεν εις Καρμέλ προς δυσμάς και εις Σιχώρ-λιβνάθ· 27 και έστρεφε προς ανατολάς ηλίου εις την Βαιθ-δαγών, και έφθανεν εις Ζαβουλών και εις την κοιλάδα Ιεφθαήλ προς το βόρειον της Βαιθ-εμέκ, και Ναϊήλ, και εξήρχετο εις την Χαβούλ κατά τα αριστερά, 28 και Χεβρών, και Ρεώβ, και Αμμών, και Κανά, έως Σιδώνος της μεγάλης· 29 και έστρεφε το όριον εις την Ραμά, και έως της οχυράς πόλεως Τύρου, και έστρεφε το όριον εις την Οσά, και ετελείονεν εις την θάλασσαν κατά το μέρος του Αχζίβ· 30 και Αμμά, και Αφέκ, και Ρεώβ· πόλεις εικοσιδύο, και αι κώμαι αυτών. 31 Αύτη είναι η κληρονομία της φυλής των υιών Ασήρ κατά τας συγγενείας αυτών, αι πόλεις αύται και αι κώμαι αυτών. 32 Εξήλθεν ο έκτος κλήρος εις τους υιούς Νεφθαλί, εις τους υιούς Νεφθαλί κατά τας συγγενείας αυτών. 33 Και ήτο το όριον αυτών από Ελέφ, από Αλλόν πλησίον Σαανανείμ, και Αδαμί, Νεκέβ, και Ιαβνήλ, έως Λακκούμ, και ετελείονεν εις τον Ιορδάνην. 34 και έστρεφε το όριον από δυσμών εις Αζνώθ-θαβώρ, και εκείθεν εξήρχετο εις Ουκκώκ, και έφθανεν εις Ζαβουλών κατά μεσημβρίαν, και έφθανεν εις Ασήρ κατά δυσμάς και εις Ιούδα κατά ανατολάς ηλίου επί του Ιορδάνου. 35 Και ήσαν αι τετειχισμέναι πόλεις Σηδδίμ, Σερ, και Αμμάθ, Ρακκάθ, και Χιννερώθ, 36 και Αδαμά, και Ραμά, και Ασώρ, 37 και Κέδες, και Εδρεΐ, και Εν-ασώρ, 38 και Ιρών, και Μιγδαλήλ, Ωρέμ, και Βαιθ-ανάθ, και Βαιθ-σεμές· πόλεις δεκαεννέα, και αι κώμαι αυτών. 39 Αύτη είναι η κληρονομία της φυλής των υιών Νεφθαλί κατά τας συγγενείας αυτών, αι πόλεις και αι κώμαι αυτών. 40 Εξήλθεν ο έβδομος κλήρος εις την φυλήν των υιών Δαν κατά τας συγγενείας αυτών. 41 Και ήτο το όριον της κληρονομίας αυτών Σαραά, και Εσθαόλ, και Ιρ-σεμές, 42 και Σαλαβείν, και Αιαλών, και Ιεθλά, 43 και Αιλών, και Θαμναθά, και Ακκαρών, 44 και Ελθεκώ, και Γιββεθών, και Βααλάθ, 45 και Ιούδ, και Βανή-βαράκ, και Γαθ-ριμμών, 46 και Με-ιαρκών, και Ρακκών, μετά του ορίου του κατέναντι της Ιόππης. 47 Το δε όριον των υιών Δαν παρετάθη υπ' αυτών· διά τούτο οι υιοί Δαν ανέβησαν να πολεμήσωσι την Λεσέμ και εκυρίευσαν αυτήν και επάταξαν αυτήν εν στόματι μαχαίρας, και εξουσίασαν αυτήν και κατώκησαν εν αυτή· και ωνόμασαν αυτήν Λεσέμ Δαν, κατά το όνομα Δαν του πατρός αυτών. 48 Αύτη είναι η κληρονομία της φυλής των υιών Δαν κατά τας συγγενείας αυτών, αι πόλεις αύται και αι κώμαι αυτών. 49 Αφού δε ετελείωσαν μεριζόμενοι την γην κατά τα όρια αυτής, οι υιοί Ισραήλ έδωκαν μεταξύ αυτών κληρονομίαν εις τον Ιησούν τον υιόν του Ναυή· 50 κατά τον λόγον του Κυρίου έδωκαν εις αυτόν την πόλιν, την οποίαν εζήτησε, την Θαμνάθ-σαράχ εν τω όρει Εφραΐμ· και έκτισε την πόλιν και κατώκησεν εν αυτή. 51 Αύται είναι αι κληρονομίαι, τας οποίας Ελεάζαρ ο ιερεύς και Ιησούς ο υιός του Ναυή και οι αρχηγοί των πατριών των φυλών των υιών Ισραήλ διεμοίρασαν διά κλήρων εν Σηλώ, ενώπιον του Κυρίου παρά την θύραν της σκηνής του μαρτυρίου. Και ετελείωσαν τον διαμερισμόν της γης.

20Και ελάλησε Κύριος προς τον Ιησούν λέγων, 2 Είπε προς τους υιούς Ισραήλ λέγων, Διορίσατε εις εαυτούς τας πόλεις της καταφυγής, περί των οποίων είπα προς εσάς διά του Μωϋσέως· 3 διά να φεύγη εκεί ο φονεύς, όστις φονεύση άνθρωπον ακουσίως εξ αγνοίας· και αύται θέλουσιν είσθαι εις εσάς διά καταφύγιον από του εκδικητού του αίματος. 4 Και όταν ο φεύγων εις μίαν εκ των πόλεων τούτων σταθή εις την είσοδον της πύλης της πόλεως, και λαλήση την υπόθεσιν αυτού εις επήκοον των πρεσβυτέρων της πόλεως εκείνης, ούτοι θέλουσι δεχθή αυτόν εις την πόλιν προς εαυτούς και δώσει τόπον εις αυτόν, και θέλει κατοικεί μετ' αυτών. 5 Και εάν ο εκδικητής του αίματος καταδιώξη αυτόν, δεν θέλουσι παραδώσει τον φονέα εις τας χείρας αυτού· διότι εξ αγνοίας επάταξε τον πλησίον αυτού και δεν εμίσει αυτόν πρότερον. 6 Και θέλει κατοικεί εν εκείνη τη πόλει, εωσού παρασταθή ενώπιον της συναγωγής εις κρίσιν, έως του θανάτου του ιερέως του μεγάλου, του όντος εν ταις ημέραις εκείναις· τότε ο φονεύς θέλει επιστρέψει και υπάγει εις την πόλιν αυτού και εις την οικίαν αυτού, εις την πόλιν όθεν έφυγε. 7 Και διώρισαν την Κέδες εν τη Γαλιλαία εν τω όρει Νεφθαλί, και την Συχέμ εν τω όρει Εφραΐμ, και την Κιριάθ-αρβά, ήτις είναι η Χεβρών, εν τη ορεινή του Ιούδα. 8 Εις δε το πέραν του Ιορδάνου, πλησίον της Ιεριχώ, προς ανατολάς, διώρισαν την Βοσόρ εν τη ερήμω επί της πεδιάδος εκ της φυλής Ρουβήν, και την Ραμώθ εν τη Γαλαάδ εκ της φυλής Γαδ, και την Γωλάν εν Βασάν εκ της φυλής Μανασσή. 9 Αύται ήσαν αι πόλεις αι διορισθείσαι διά πάντας τους υιούς Ισραήλ και διά τους ξένους τους παροικούντας μεταξύ αυτών, ώστε πας ο φονεύσας τινά εξ αγνοίας να φεύγη εκεί, και να μη θανατωθή εκ της χειρός του εκδικητού του αίματος, εωσού παρασταθή ενώπιον της συναγωγής.

21Και προσήλθον οι αρχηγοί των πατριών των Λευϊτών προς Ελεάζαρ τον ιερέα και προς Ιησούν τον υιόν του Ναυή και προς τους αρχηγούς των πατριών των φυλών των υιών Ισραήλ, 2 και είπον προς αυτούς εν Σηλώ εν τη γη Χαναάν λέγοντες, Ο Κύριος προσέταξε διά του Μωϋσέως να δοθώσιν εις ημάς πόλεις να κατοικώμεν, και τα περίχωρα αυτών διά τα κτήνη ημών. 3 Και έδωκαν οι υιοί Ισραήλ εις τους Λευΐτας εκ της κληρονομίας αυτών, κατά τον λόγον του Κυρίου, τας πόλεις ταύτας και τα περίχωρα αυτών. 4 Και εξήλθεν ο κλήρος εις τας συγγενείας των Κααθιτών· και οι υιοί Ααρών του ιερέως, οι εκ των Λευϊτών, έλαβον διά κλήρον εκ της φυλής Ιούδα και εκ της φυλής Συμεών, και εκ της φυλής Βενιαμίν δεκατρείς πόλεις. 5 Οι δε υιοί Καάθ οι επίλοιποι έλαβον διά κλήρον εκ των συγγενειών της φυλής Εφραΐμ και εκ της φυλής Δαν και εκ του ημίσεως της φυλής Μανασσή, δέκα πόλεις. 6 Και οι υιοί Γηρσών έλαβον διά κλήρου εκ των συγγενειών της φυλής Ισσάχαρ και εκ της φυλής Ασήρ και εκ της φυλής Νεφθαλί και εκ του ημίσεως της φυλής Μανασσή εν Βασάν, δεκατρείς πόλεις. 7 Οι υιοί Μεραρί κατά τας συγγενείας αυτών έλαβον εκ της φυλής Ρουβήν και εκ της φυλής Γαδ και εκ της φυλής Ζαβουλών, δώδεκα πόλεις. 8 Και έδωκαν οι υιοί Ισραήλ διά κλήρου εις τους Λευΐτας τας πόλεις ταύτας και τα περίχωρα αυτών, καθώς ο Κύριος προσέταξε διά του Μωϋσέως. 9 Και έδωκαν εκ της φυλής των υιών Ιούδα και εκ της φυλής των υιών Συμεών τας πόλεις ταύτας, αίτινες αναφέρονται ενταύθα κατ' όνομα· 10 και έλαβον αυτάς οι υιοί του Ααρών, οι εκ των συγγενειών των Κααθιτών, οι εκ των υιών του Λευΐ· διότι τούτων ήτο ο πρώτος κλήρος. 11 Και έδωκαν εις αυτούς την πόλιν του Αρβά πατρός του Ανάκ, ήτις είναι η Χεβρών, εν τη ορεινή του Ιούδα, και τα περίχωρα αυτής κύκλω. 12 Τους δε αγρούς της πόλεως και τας κώμας αυτής έδωκαν εις Χάλεβ τον υιόν του Ιεφοννή, εις ιδιοκτησίαν αυτού. 13 Και έδωκαν εις τους υιούς Ααρών του ιερέως την πόλιν του καταφυγίου διά τον φονέα, την Χεβρών και τα περίχωρα αυτής, και την Λιβνά και τα περίχωρα αυτής, 14 και την Ιαθείρ και τα περίχωρα αυτής, και την Εσθεμωά και τα περίχωρα αυτής, 15 και την Ωλών και τα περίχωρα αυτής, και την Δεβείρ και τα περίχωρα αυτής, 16 και την Αείν και τα περίχωρα αυτής, και την Ιουτά και τα περίχωρα αυτής, την Βαιθ-σεμές και τα περίχωρα αυτής· πόλεις εννέα εκ των δύο τούτων φυλών· 17 και εκ της φυλής Βενιαμίν, την Γαβαών και τα περίχωρα αυτής, την Γαβαά και τα περίχωρα αυτής, 18 την Αναθώθ και τα περίχωρα αυτής, και την Αλμών και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας. 19 Πάσαι αι πόλεις των υιών του Ααρών των ιερέων, πόλεις δεκατρείς και τα περίχωρα αυτών. 20 Και αι συγγένειαι των υιών του Καάθ των Λευϊτών, των επιλοίπων εκ των υιών Καάθ, έλαβον τας πόλεις του κλήρου αυτών εκ της φυλής του Εφραΐμ. 21 Και έδωκαν εις αυτούς την πόλιν του καταφυγίου διά τον φονέα, την Συχέμ και τα περίχωρα αυτής εν τω όρει Εφραΐμ, και την Γεζέρ και τα περίχωρα αυτής, 22 και την Κιβσαείμ και τα περίχωρα αυτής, και την Βαιθ-ωρών και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 23 και εκ της φυλής Δαν, την Ελθεκώ και τα περίχωρα αυτής, την Γιββεθών και τα περίχωρα αυτής, 24 την Αιαλών και τα περίχωρα αυτής, την Γαθ-ριμμών και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 25 και εκ του ημίσεως της φυλής του Μανασσή, την Θαανάχ και τα περίχωρα αυτής, και την Γαθ-ριμμών και τα περίχωρα αυτής· πόλεις δύο. 26 Πάσαι αι πόλεις ήσαν δέκα, και τα περίχωρα αυτών, διά τας συγγενείας των επιλοίπων υιών του Καάθ. 27 Εις δε τους υιούς Γηρσών, εκ των συγγενειών των Λευϊτών, έδωκαν εκ του άλλου ημίσεως της φυλής Μανασσή, την πόλιν του καταφυγίου διά τον φονέα, την Γωλάν εν Βασάν και τα περίχωρα αυτής, και την Βεεσθερά και τα περίχωρα αυτής· πόλεις δύο· 28 και εκ της φυλής Ισσάχαρ, την Κισιών και τα περίχωρα αυτής, την Δαβράθ και τα περίχωρα αυτής, 29 την Ιαρμούθ και τα περίχωρα αυτής, την Εν-γαννίμ και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 30 και εκ της φυλής Ασήρ, την Μισαάλ και τα περίχωρα αυτής, την Αβδών και τα περίχωρα αυτής, 31 την Χελκάθ και τα περίχωρα αυτής, και την Ρεώβ και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 32 και εκ της φυλής Νεφθαλί, την πόλιν του καταφυγίου διά τον φονέα, την Κέδες εν τη Γαλιλαία και τα περίχωρα αυτής, και την Αμμώθ-δωρ και τα περίχωρα αυτής, και την Καρθάν και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τρεις. 33 Πάσαι αι πόλεις των Γηρσωνιτών, κατά τας συγγενείας αυτών, ήσαν πόλεις δεκατρείς και τα περίχωρα αυτών. 34 Εις δε τας συγγενείας των υιών Μεραρί, των επιλοίπων εκ των Λευϊτών, έδωκαν εκ της φυλής Ζαβουλών, την Ιοκνεάμ και τα περίχωρα αυτής, την Καρθά και τα περίχωρα αυτής, 35 την Διμνά και τα περίχωρα αυτής, την Νααλώλ και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 36 και εκ της φυλής Ρουβήν έδωκαν την Βοσόρ και τα περίχωρα αυτής, και την Ιααζά και τα περίχωρα αυτής, 37 την Κεδημώθ και τα περίχωρα αυτής, και την Μηφαάθ και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 38 και εκ της φυλής Γαδ έδωκαν την πόλιν του καταφυγίου διά τον φονέα, την Ραμώθ εν Γαλαάδ και τα περίχωρα αυτής, και την Μαχαναΐμ και τα περίχωρα αυτής, 39 την Εσεβών και τα περίχωρα αυτής, την Ιαζήρ και τα περίχωρα αυτής· πάσαι αι πόλεις τέσσαρες. 40 πάσαι αι πόλεις αι δοθείσαι διά κλήρων εις τους υιούς Μεραρί, κατά τας συγγενείας αυτών, τους υπολοίπους εκ των συγγενειών των Λευϊτών, ήσαν πόλεις δώδεκα. 41 Πάσαι αι πόλεις των Λευϊτών, αι μεταξύ της ιδιοκτησίας των υιών Ισραήλ, ήσαν τεσσαράκοντα οκτώ πόλεις και τα περίχωρα αυτών. 42 Αι πόλεις αύται ήσαν εκάστη μετά των περιχώρων αυτών κύκλω· ούτως ήσαν πάσαι αι πόλεις αύται. 43 Και έδωκεν ο Κύριος εις τον Ισραήλ πάσαν την γην, την οποίαν ώμοσε να δώση προς τους πατέρας αυτών· και εκυρίευσαν αυτήν και κατώκησαν εν αυτή. 1 Και προσήλθον οι αρχηγοί των πατριών των Λευϊτών προς Ελεάζαρ τον ιερέα και προς Ιησούν τον υιόν του Ναυή και προς τους αρχηγούς των πατριών των φυλών των υιών Ισραήλ, 2 και είπον προς αυτούς εν Σηλώ εν τη γη Χαναάν λέγοντες, Ο Κύριος προσέταξε διά του Μωϋσέως να δοθώσιν εις ημάς πόλεις να κατοικώμεν, και τα περίχωρα αυτών διά τα κτήνη ημών. 3 Και έδωκαν οι υιοί Ισραήλ εις τους Λευΐτας εκ της κληρονομίας αυτών, κατά τον λόγον του Κυρίου, τας πόλεις ταύτας και τα περίχωρα αυτών. 4 Και εξήλθεν ο κλήρος εις τας συγγενείας των Κααθιτών· και οι υιοί Ααρών του ιερέως, οι εκ των Λευϊτών, έλαβον διά κλήρον εκ της φυλής Ιούδα και εκ της φυλής Συμεών, και εκ της φυλής Βενιαμίν δεκατρείς πόλεις. 5 Οι δε υιοί Καάθ οι επίλοιποι έλαβον διά κλήρον εκ των συγγενειών της φυλής Εφραΐμ και εκ της φυλής Δαν και εκ του ημίσεως της φυλής Μανασσή, δέκα πόλεις. 6 Και οι υιοί Γηρσών έλαβον διά κλήρου εκ των συγγενειών της φυλής Ισσάχαρ και εκ της φυλής Ασήρ και εκ της φυλής Νεφθαλί και εκ του ημίσεως της φυλής Μανασσή εν Βασάν, δεκατρείς πόλεις. 7 Οι υιοί Μεραρί κατά τας συγγενείας αυτών έλαβον εκ της φυλής Ρουβήν και εκ της φυλής Γαδ και εκ της φυλής Ζαβουλών, δώδεκα πόλεις. 8 Και έδωκαν οι υιοί Ισραήλ διά κλήρου εις τους Λευΐτας τας πόλεις ταύτας και τα περίχωρα αυτών, καθώς ο Κύριος προσέταξε διά του Μωϋσέως. 9 Και έδωκαν εκ της φυλής των υιών Ιούδα και εκ της φυλής των υιών Συμεών τας πόλεις ταύτας, αίτινες αναφέρονται ενταύθα κατ' όνομα· 10 και έλαβον αυτάς οι υιοί του Ααρών, οι εκ των συγγενειών των Κααθιτών, οι εκ των υιών του Λευΐ· διότι τούτων ήτο ο πρώτος κλήρος. 11 Και έδωκαν εις αυτούς την πόλιν του Αρβά πατρός του Ανάκ, ήτις είναι η Χεβρών, εν τη ορεινή του Ιούδα, και τα περίχωρα αυτής κύκλω. 12 Τους δε αγρούς της πόλεως και τας κώμας αυτής έδωκαν εις Χάλεβ τον υιόν του Ιεφοννή, εις ιδιοκτησίαν αυτού. 13 Και έδωκαν εις τους υιούς Ααρών του ιερέως την πόλιν του καταφυγίου διά τον φονέα, την Χεβρών και τα περίχωρα αυτής, και την Λιβνά και τα περίχωρα αυτής, 14 και την Ιαθείρ και τα περίχωρα αυτής, και την Εσθεμωά και τα περίχωρα αυτής, 15 και την Ωλών και τα περίχωρα αυτής, και την Δεβείρ και τα περίχωρα αυτής, 16 και την Αείν και τα περίχωρα αυτής, και την Ιουτά και τα περίχωρα αυτής, την Βαιθ-σεμές και τα περίχωρα αυτής· πόλεις εννέα εκ των δύο τούτων φυλών· 17 και εκ της φυλής Βενιαμίν, την Γαβαών και τα περίχωρα αυτής, την Γαβαά και τα περίχωρα αυτής, 18 την Αναθώθ και τα περίχωρα αυτής, και την Αλμών και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας. 19 Πάσαι αι πόλεις των υιών του Ααρών των ιερέων, πόλεις δεκατρείς και τα περίχωρα αυτών. 20 Και αι συγγένειαι των υιών του Καάθ των Λευϊτών, των επιλοίπων εκ των υιών Καάθ, έλαβον τας πόλεις του κλήρου αυτών εκ της φυλής του Εφραΐμ. 21 Και έδωκαν εις αυτούς την πόλιν του καταφυγίου διά τον φονέα, την Συχέμ και τα περίχωρα αυτής εν τω όρει Εφραΐμ, και την Γεζέρ και τα περίχωρα αυτής, 22 και την Κιβσαείμ και τα περίχωρα αυτής, και την Βαιθ-ωρών και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 23 και εκ της φυλής Δαν, την Ελθεκώ και τα περίχωρα αυτής, την Γιββεθών και τα περίχωρα αυτής, 24 την Αιαλών και τα περίχωρα αυτής, την Γαθ-ριμμών και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 25 και εκ του ημίσεως της φυλής του Μανασσή, την Θαανάχ και τα περίχωρα αυτής, και την Γαθ-ριμμών και τα περίχωρα αυτής· πόλεις δύο. 26 Πάσαι αι πόλεις ήσαν δέκα, και τα περίχωρα αυτών, διά τας συγγενείας των επιλοίπων υιών του Καάθ. 27 Εις δε τους υιούς Γηρσών, εκ των συγγενειών των Λευϊτών, έδωκαν εκ του άλλου ημίσεως της φυλής Μανασσή, την πόλιν του καταφυγίου διά τον φονέα, την Γωλάν εν Βασάν και τα περίχωρα αυτής, και την Βεεσθερά και τα περίχωρα αυτής· πόλεις δύο· 28 και εκ της φυλής Ισσάχαρ, την Κισιών και τα περίχωρα αυτής, την Δαβράθ και τα περίχωρα αυτής, 29 την Ιαρμούθ και τα περίχωρα αυτής, την Εν-γαννίμ και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 30 και εκ της φυλής Ασήρ, την Μισαάλ και τα περίχωρα αυτής, την Αβδών και τα περίχωρα αυτής, 31 την Χελκάθ και τα περίχωρα αυτής, και την Ρεώβ και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 32 και εκ της φυλής Νεφθαλί, την πόλιν του καταφυγίου διά τον φονέα, την Κέδες εν τη Γαλιλαία και τα περίχωρα αυτής, και την Αμμώθ-δωρ και τα περίχωρα αυτής, και την Καρθάν και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τρεις. 33 Πάσαι αι πόλεις των Γηρσωνιτών, κατά τας συγγενείας αυτών, ήσαν πόλεις δεκατρείς και τα περίχωρα αυτών. 34 Εις δε τας συγγενείας των υιών Μεραρί, των επιλοίπων εκ των Λευϊτών, έδωκαν εκ της φυλής Ζαβουλών, την Ιοκνεάμ και τα περίχωρα αυτής, την Καρθά και τα περίχωρα αυτής, 35 την Διμνά και τα περίχωρα αυτής, την Νααλώλ και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 36 και εκ της φυλής Ρουβήν έδωκαν την Βοσόρ και τα περίχωρα αυτής, και την Ιααζά και τα περίχωρα αυτής, 37 την Κεδημώθ και τα περίχωρα αυτής, και την Μηφαάθ και τα περίχωρα αυτής· πόλεις τέσσαρας· 38 και εκ της φυλής Γαδ έδωκαν την πόλιν του καταφυγίου διά τον φονέα, την Ραμώθ εν Γαλαάδ και τα περίχωρα αυτής, και την Μαχαναΐμ και τα περίχωρα αυτής, 39 την Εσεβών και τα περίχωρα αυτής, την Ιαζήρ και τα περίχωρα αυτής· πάσαι αι πόλεις τέσσαρες. 40 πάσαι αι πόλεις αι δοθείσαι διά κλήρων εις τους υιούς Μεραρί, κατά τας συγγενείας αυτών, τους υπολοίπους εκ των συγγενειών των Λευϊτών, ήσαν πόλεις δώδεκα. 41 Πάσαι αι πόλεις των Λευϊτών, αι μεταξύ της ιδιοκτησίας των υιών Ισραήλ, ήσαν τεσσαράκοντα οκτώ πόλεις και τα περίχωρα αυτών. 42 Αι πόλεις αύται ήσαν εκάστη μετά των περιχώρων αυτών κύκλω· ούτως ήσαν πάσαι αι πόλεις αύται. 43 Και έδωκεν ο Κύριος εις τον Ισραήλ πάσαν την γην, την οποίαν ώμοσε να δώση προς τους πατέρας αυτών· και εκυρίευσαν αυτήν και κατώκησαν εν αυτή. 44 Και έδωκεν ο Κύριος εις αυτούς ανάπαυσιν πανταχόθεν, κατά πάντα όσα ώμοσε προς τους πατέρας αυτών· και ουδείς εκ πάντων των εχθρών αυτών ηδυνήθη να σταθή κατά πρόσωπον αυτών· πάντας τους εχθρούς αυτών παρέδωκεν ο Κύριος εις την χείρα αυτών. 45 Δεν διέπεσεν ουδέ εις εκ πάντων των αγαθών λόγων, τους οποίους ο Κύριος ελάλησε προς τον οίκον Ισραήλ· πάντες εξετελέσθησαν.

22Τότε συνεκάλεσεν ο Ιησούς τους Ρουβηνίτας και τους Γαδίτας και το ήμισυ της φυλής του Μανασσή, 2 και είπε προς αυτούς, Σεις εφυλάξατε πάντα όσα προσέταξεν εις εσάς Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου, και υπηκούσατε εις την φωνήν μου κατά πάντα όσα εγώ προσέταξα εις εσάς· 3 δεν εγκατελίπετε τους αδελφούς σας εις τας πολλάς ταύτας ημέρας έως της σήμερον, αλλ' εφυλάξατε εντελώς την εντολήν Κυρίου του Θεού σας· 4 και τώρα Κύριος ο Θεός σας έδωκεν ανάπαυσιν εις τους αδελφούς σας, καθώς υπεσχέθη προς αυτούς· τώρα λοιπόν επιστρέψατε και υπάγετε εις τας κατοικίας σας, εις την γην της ιδιοκτησίας σας, την οποίαν Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου έδωκεν εις εσάς εις το πέραν του Ιορδάνου· 5 προσέχετε όμως σφόδρα να εκτελήτε τας εντολάς και τον νόμον, τον οποίον Μωϋσής ο δούλος του Κυρίου προσέταξεν εις εσάς, να αγαπάτε Κύριον τον Θεόν σας, και να περιπατήτε εις πάσας τας οδούς αυτού, και να φυλάττητε τας εντολάς αυτού, και να ήσθε προσηλωμένοι εις αυτόν, και να λατρεύητε αυτόν εξ όλης της καρδίας σας και εξ όλης της ψυχής σας. 6 Και ευλόγησεν αυτούς ο Ιησούς και απέλυσεν αυτούς· και απήλθον εις τας κατοικίας αυτών. 7 Και εις μεν το ήμισυ της φυλής του Μανασσή έδωκεν ο Μωϋσής κληρονομίαν εν Βασάν· εις δε το άλλο ήμισυ αυτής έδωκεν ο Ιησούς κληρονομίαν μεταξύ των αδελφών αυτών εντεύθεν του Ιορδάνου προς δυσμάς. Και ότε ο Ιησούς απέστειλεν αυτούς εις τας κατοικίας αυτών, ευλόγησεν αυτούς· 8 και ελάλησε προς αυτούς, λέγων, Επιστρέψατε με πολλά πλούτη εις τας κατοικίας σας, και με κτήνη πολλά σφόδρα, με άργυρον και με χρυσόν και με χαλκόν και με σίδηρον και με ιμάτια πολλά σφόδρα, μοιράσθητε τα λάφυρα των εχθρών σας μετά των αδελφών σας. 9 Και οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ και το ήμισυ της φυλής Μανασσή έστρεψαν και ανεχώρησαν από των υιών Ισραήλ εκ της Σηλώ, της εν τη γη Χαναάν, διά να υπάγωσιν εις την γην Γαλαάδ, εις την γην της ιδιοκτησίας αυτών, την οποίαν εκληρονόμησαν κατά τον λόγον του Κυρίου διά του Μωϋσέως. 10 Και ελθόντες εις τα πέριξ του Ιορδάνου, τα εντός της γης Χαναάν, οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ και το ήμισυ της φυλής Μανασσή ωκοδόμησαν εκεί θυσιαστήριον παρά τον Ιορδάνην, θυσιαστήριον μέγα εις την όψιν. 11 Και ήκουσαν οι υιοί Ισραήλ να λέγηται, Ιδού, οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ και το ήμισυ της φυλής Μανασσή ωκοδόμησαν θυσιαστήριον κατέναντι της γης Χαναάν, εις τα πέριξ του Ιορδάνου, κατά την διάβασιν των Ισραήλ. 12 Και ότε ήκουσαν οι υιοί Ισραήλ, συνήχθη πάσα η συναγωγή των υιών Ισραήλ εις Σηλώ, διά να αναβώσι να πολεμήσωσι κατ' αυτών. 13 Και απέστειλαν οι υιοί Ισραήλ προς τους υιούς Ρουβήν και προς τους υιούς Γαδ και προς το ήμισυ της φυλής Μανασσή εις την γην Γαλαάδ τον Φινεές υιόν Ελεάζαρ τον ιερέα, 14 και μετ' αυτού δέκα άρχοντας, ανά ένα άρχοντα αρχηγόν πατριών κατά φυλήν του Ισραήλ, και έκαστος ήτο ο πρώτος του οίκου των πατέρων αυτών, επί τας χιλιάδας του Ισραήλ. 15 Και υπήγον προς τους υιούς Ρουβήν και προς τους υιούς Γαδ και προς το ήμισυ της φυλής Μανασσή εις την γην Γαλαάδ, και ελάλησαν προς αυτούς λέγοντες, 16 Ταύτα λέγει πάσα η συναγωγή Κυρίου· Τις αύτη η ανομία, την οποίαν επράξατε εναντίον του Θεού του Ισραήλ, να απομακρυνθήτε σήμερον από του Κυρίου, οικοδομήσαντες θυσιαστήριον εις εαυτούς, ώστε να αποστατήσητε σήμερον από Κυρίου; 17 Μικρόν εστάθη το αμάρτημα ημών εις Φεγώρ, από του οποίου έως της σήμερον δεν εκαθαρίσθημεν, και έγεινε πληγή εις την συναγωγήν του Κυρίου, 18 και σεις θέλετε σήμερον αποστατήσει από του Κυρίου; βεβαίως, εάν σεις αποστατήσητε σήμερον από του Κυρίου, αύριον θέλει οργισθή εναντίον πάσης της συναγωγής του Ισραήλ. 19 Εάν η γη της ιδιοκτησίας σας ήναι ακάθαρτος, διάβητε εις την γην της ιδιοκτησίας του Κυρίου, όπου η σκηνή του Κυρίου κατοικεί, και λάβετε ιδιοκτησίαν μεταξύ ημών· και μη αποστατήσητε από του Κυρίου, μηδέ αφ' ημών αποστατήσητε, οικοδομούντες εις εαυτούς θυσιαστήριον εκτός του θυσιαστηρίου Κυρίου του Θεού ημών. 20 Δεν έπραξεν Αχάν ο υιός του Ζερά εν τω αναθέματι, και έπεσεν οργή εφ' όλην την συναγωγήν του Ισραήλ; και ο άνθρωπος εκείνος δεν ηφανίσθη μόνος εν τη ανομία αυτού. 21 Τότε απεκρίθησαν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ και το ήμισυ της φυλής Μανασσή και είπον προς τους αρχηγούς των χιλιάδων του Ισραήλ· 22 Ο ισχυρός Θεός ο Κύριος, ο ισχυρός Θεός ο Κύριος, αυτός εξεύρει, και αυτός θέλει γνωρίσει· εάν επράξαμεν τούτο διά αποστασίαν ή εάν διά ανομίαν εναντίον του Κυρίου, μη λυτρώσης ημάς την ημέραν ταύτην. 23 Εάν ωκοδομήσαμεν εις εαυτούς θυσιαστήριον διά να αποχωρισθώμεν από του Κυρίου, ή εάν διά να προσφέρωμεν επ' αυτού ολοκαύτωμα ή προσφοράς, ή εάν διά να προσφέρωμεν επ' αυτού ειρηνικάς θυσίας, αυτός ο Κύριος ας εκζητήση τούτο. 24 Και εάν δεν επράξαμεν αυτό μάλλον εκ φόβου του πράγματος τούτου, λέγοντες, Αύριον δύνανται τα τέκνα σας να είπωσι προς τα τέκνα ημών, λέγοντα, Τι έχετε σεις να κάμητε μετά του Κυρίου του Θεού του Ισραήλ; 25 διότι ο Κύριος έθεσε τον Ιορδάνην όριον μεταξύ ημών και υμών, υιοί Ρουβήν και υιοί Γάδ· δεν έχετε μέρος μετά του Κυρίου· και κάμωσιν οι υιοί σας τους υιούς ημών να παύσωσιν από του να φοβώνται τον Κύριον. 26 Διά τούτο είπομεν, Ας επιχειρισθώμεν να οικοδομήσωμεν εις εαυτούς το θυσιαστήριον· ουχί διά ολοκαύτωμα ουδέ διά θυσίαν, 27 αλλά διά να ήναι μαρτύριον αναμέσον ημών και υμών, και αναμέσον των γενεών ημών μεθ' ημάς, ότι ημείς κάμνομεν την λατρείαν του Κυρίου ενώπιον αυτού με τα ολοκαυτώματα ημών και με τας θυσίας ημών και με τας ειρηνικάς προσφοράς ημών· διά να μη είπωσιν αύριον τα τέκνα σας προς τα τέκνα ημών, Σεις δεν έχετε μέρος μετά του Κυρίου. 28 Διά τούτο είπομεν, Εάν τύχη να λαλήσωσιν ούτω προς ημάς ή προς τας γενεάς ημών αύριον, τότε θέλομεν αποκριθή, Ιδού, το ομοίωμα του θυσιαστηρίου του Κυρίου, το οποίον ωκοδόμησαν οι πατέρες ημών, ουχί διά ολοκαύτωμα ουδέ διά θυσίαν, αλλά διά να ήναι μαρτύριον αναμέσον ημών και υμών. 29 Μη γένοιτο να αποστατήσωμεν από του Κυρίου και να αποχωρισθώμεν σήμερον από του Κυρίου, οικοδομούντες θυσιαστήριον διά ολοκαύτωμα, διά προσφοράς και διά θυσίαν, εκτός του θυσιαστηρίου Κυρίου του Θεού ημών, το οποίον είναι έμπροσθεν της σκηνής αυτού. 30 Και ακούσαντες Φινεές ο ιερεύς και οι άρχοντες της συναγωγής και οι αρχηγοί των χιλιάδων του Ισραήλ, οι όντες μετ' αυτού, τους λόγους τους οποίους ελάλησαν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ και οι υιοί Μανασσή, ευχαριστήθησαν. 31 Και είπε Φινεές ο υιός του Ελεάζαρ ο ιερεύς προς τους υιούς Ρουβήν και προς τους υιούς Γαδ και προς τους υιούς Μανασσή, Σήμερον εγνωρίσαμεν ότι ο Κύριος είναι εν μέσω ημών, διότι δεν επράξατε την ανομίαν ταύτην εναντίον του Κυρίου· διά τούτου ελυτρώσατε τους υιούς Ισραήλ από της χειρός του Κυρίου. 32 Και επέστρεψεν ο Φινεές ο υιός του Ελεάζαρ ο ιερεύς και οι άρχοντες από των υιών Ρουβήν και από των υιών Γαδ εκ της γης Γαλαάδ εις την γην Χαναάν προς τους υιούς Ισραήλ, και έφεραν απόκρισιν προς αυτούς. 33 Και το πράγμα ήρεσεν εις τους υιούς Ισραήλ· και ευλόγησαν τον Θεόν οι υιοί Ισραήλ, και δεν είπαν πλέον να αναβώσιν εναντίον αυτών εις μάχην, διά να αφανίσωσι την γην όπου κατώκουν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ. 34 Και ωνόμασαν οι υιοί Ρουβήν και οι υιοί Γαδ το θυσιαστήριον Εδ· Διότι, είπαν, τούτο θέλει είσθαι μαρτύριον αναμέσον ημών, ότι ο Κύριος είναι ο Θεός.

23Και μετά πολύν καιρόν αφού ο Κύριος έδωκεν εις τον Ισραήλ ανάπαυσιν από πάντων των εχθρών αυτού κύκλω, και ο Ιησούς ήτο γέρων, προβεβηκώς την ηλικίαν, 2 συνεκάλεσεν ο Ιησούς πάντα τον Ισραήλ, τους πρεσβυτέρους αυτών και τους αρχηγούς αυτών και τους κριτάς αυτών, και τους άρχοντας αυτών και είπε προς αυτούς, Εγώ εγήρασα, είμαι προβεβηκώς την ηλικίαν. 3 Και σεις είδετε πάντα όσα έκαμε Κύριος ο Θεός σας εις πάντα τα έθνη ταύτα διά σάς· διότι Κύριος ο Θεός σας, αυτός είναι ο πολεμήσας υπέρ υμών. 4 Ιδού, εγώ εμοίρασα διά κλήρου εις εσάς ταύτα τα εναπολειφθέντα έθνη, διά κληρονομίαν εις τας φυλάς σας, μετά πάντων των εθνών τα οποία εξωλόθρευσα, από του Ιορδάνου έως της θαλάσσης της μεγάλης, προς δυσμάς ηλίου. 5 Και Κύριος ο Θεός σας, αυτός θέλει εξώσει αυτούς απ' έμπροσθέν σας, και θέλει εκδιώξει αυτούς από προσώπου σας· και θέλετε κυριεύσει την γην αυτών, καθώς Κύριος ο Θεός σας υπεσχέθη προς εσάς. 6 Ανδρίζεσθε λοιπόν σφόδρα εις το να φυλάττητε και να εκτελήτε πάντα τα γεγραμμένα εν τω βιβλίω του νόμου του Μωϋσέως, διά να μη εκκλίνητε απ' αυτού δεξιά ή αριστερά· 7 διά να μη αναμιχθήτε μετά των εθνών τούτων, των εναπολειφθέντων μεταξύ σας, μηδέ να μνημονεύητε τα ονόματα των θεών αυτών, μηδέ να ομόσητε, μηδέ να λατρεύσητε αυτούς, μηδέ να προσκυνήσητε αυτούς· 8 αλλ' εις Κύριον τον Θεόν σας να ήσθε προσκεκολλημένοι, καθώς εκάμετε έως της ημέρας ταύτης. 9 Διότι ο Κύριος εξεδίωξεν απ' έμπροσθέν σας έθνη μεγάλα και δυνατά· και ουδείς ηδυνήθη έως της σήμερον να σταθή έμπροσθέν σας· 10 εις από σας θέλει διώξει χιλίους· διότι Κύριος ο Θεός σας, αυτός είναι ο πολεμήσας υπέρ υμών, καθώς υπεσχέθη προς εσάς. 11 Προσέχετε λοιπόν σφόδρα εις εαυτούς, να αγαπάτε Κύριον τον Θεόν σας. 12 Επειδή εάν ποτέ στραφήτε οπίσω και προσκολληθήτε μετά του υπολοίπου των εθνών τούτων, μετά τούτων των εναπολειφθέντων μεταξύ σας, και συμπενθερεύσητε μετ' αυτών και αναμιχθήτε μετ' αυτών και εκείνα μεθ' υμών, 13 εξεύρετε βεβαίως ότι Κύριος ο Θεός σας δεν θέλει πλέον εκδιώξει απ' έμπροσθέν σας τα έθνη ταύτα· αλλά θέλουσιν είσθαι παγίδες και ενέδραι εις εσάς, και μάστιγες εις τας πλευράς σας και άκανθαι εις τους οφθαλμούς σας, εωσού εξολοθρευθήτε από της γης ταύτης της αγαθής, την οποίαν Κύριος ο Θεός σας έδωκεν εις εσάς. 14 Και ιδού, σήμερον εγώ πορεύομαι την οδόν πάσης της γης, και σεις γνωρίζετε εν όλη τη καρδία υμών και εν όλη τη ψυχή υμών, ότι δεν διέπεσεν ουδέ εις εκ πάντων των αγαθών λόγων, τους οποίους Κύριος ο Θεός σας ελάλησε διά σάς· πάντες ετελέσθησαν εις εσάς, ουδέ εις εξ αυτών διέπεσε. 15 Διά τούτο, καθώς ήλθον εφ' υμάς πάντες οι αγαθοί λόγοι, τους οποίους ελάλησε προς υμάς Κύριος ο Θεός υμών, ούτως ο Κύριος θέλει επιφέρει εφ' υμάς πάντας τους λόγους τους κακούς, εωσού εξολοθρεύση υμάς από της γης της αγαθής ταύτης, την οποίαν έδωκεν εις υμάς Κύριος ο Θεός υμών. 16 Όταν παραβήτε την διαθήκην Κυρίου του Θεού σας, την οποίαν προσέταξεν εις εσάς, και υπάγητε και λατρεύσητε άλλους θεούς και προσκυνήσητε αυτούς, τότε η οργή του Κυρίου θέλει εξαφθή εναντίον σας, και θέλετε αφανισθή ταχέως από της γης της αγαθής, την οποίαν έδωκεν εις εσάς.

24Και συνήθροισεν ο Ιησούς πάσας τας φυλάς του Ισραήλ εν Συχέμ, και συνεκάλεσε τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και τους αρχηγούς αυτών και τους κριτάς αυτών και τους άρχοντας αυτών· και παρεστάθησαν ενώπιον του Θεού. 2 Και είπεν ο Ιησούς προς πάντα τον λαόν, Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Ισραήλ· πέραν του ποταμού κατώκησαν απ' αρχής οι πατέρες σας, Θάρρα ο πατήρ του Αβραάμ και ο πατήρ του Ναχώρ, και ελάτρευσαν άλλους θεούς. 3 Και έλαβον τον πατέρα σας τον Αβραάμ εκ του πέραν του ποταμού, και ώδήγησα αυτόν διά πάσης της γης Χαναάν, και επλήθυνα το σπέρμα αυτού, και έδωκα τον Ισαάκ εις αυτόν. 4 Και εις τον Ισαάκ έδωκα τον Ιακώβ και τον Ησαύ· και έδωκα εις τον Ησαύ το όρος Σηείρ, διά να κληρονομήση αυτό· ο δε Ιακώβ και οι υιοί αυτού κατέβησαν εις την Αίγυπτον. 5 Και απέστειλα τον Μωϋσήν και τον Ααρών, και επάταξα την Αίγυπτον διά πληγών, τας οποίας έκαμον εν μέσω αυτής, και μετά ταύτα εξήγαγον υμάς. 6 Και αφού εξήγαγον τους πατέρας υμών εξ Αιγύπτου, ήλθετε εις την θάλασσαν· και κατεδίωξαν οι Αιγύπτιοι οπίσω των πατέρων υμών με αμάξας και ίππους εις την θάλασσαν την Ερυθράν· 7 και εβόησαν προς Κύριον και αυτός έθεσε σκότος αναμέσον υμών και των Αιγυπτίων, και επήγαγεν επ' αυτούς την θάλασσαν και εκάλυψεν αυτούς, και οι οφθαλμοί υμών είδον τι έκαμον εν τη Αιγύπτω· και κατωκήσατε εν τη ερήμω ημέρας πολλάς. 8 Και σας έφερα εις την γην των Αμορραίων, των κατοικούντων πέραν του Ιορδάνου, και σας επολέμησαν και παρέδωκα αυτούς εις τας χείρας σας, και κατεκληρονομήσατε την γην αυτών, και εξωλόθρευσα αυτούς απ' έμπροσθέν σας. 9 Και εσηκώθη Βαλάκ ο υιός του Σεπφώρ, βασιλεύς του Μωάβ, και επολέμησε προς τον Ισραήλ· και αποστείλας προσεκάλεσε τον Βαλαάμ υιόν του Βεώρ διά να σας καταρασθή· 10 αλλ' εγώ δεν ηθέλησα να ακούσω τον Βαλαάμ· μάλιστα δε και σας ευλόγησε, και σας ηλευθέρωσα εκ των χειρών αυτού. 11 Και διέβητε τον Ιορδάνην και ήλθετε εις Ιεριχώ· και σας επολέμησαν οι άνδρες της Ιεριχώ, οι Αμορραίοι και οι Φερεζαίοι και οι Χαναναίοι και οι Χετταίοι και οι Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι· και παρέδωκα αυτούς εις τας χείρας σας. 12 Και εξαπέστειλα έμπροσθέν σας τας σφήκας, και εξεδίωξαν αυτούς απ' έμπροσθέν σας, τους δύο βασιλείς των Αμορραίων· ουχί διά της μαχαίρας σου ουδέ διά του τόξου σου. 13 Και έδωκα εις εσάς γην, εις την οποίαν δεν εκοπιάσατε, και πόλεις τας οποίας δεν εκτίσατε, και κατωκήσατε εν αυταίς· και τρώγετε αμπελώνας και ελαιώνας, τους οποίους δεν εφυτεύσατε. 14 Τώρα λοιπόν φοβήθητε τον Κύριον και λατρεύσατε αυτόν εν ακεραιότητι και αληθεία· και αποβάλετε τους θεούς, τους οποίους ελάτρευσαν οι πατέρες σας πέραν του ποταμού και εν τη Αιγύπτω, και λατρεύσατε τον Κύριον. 15 Αλλ' εάν δεν αρέσκη εις εσάς να λατρεύητε τον Κύριον, εκλέξατε σήμερον ποίον θέλετε να λατρεύητε· ή τους θεούς, τους οποίους ελάτρευσαν οι πατέρες σας πέραν του ποταμού, ή τους θεούς των Αμορραίων, εις των οποίων την γην κατοικείτε· εγώ όμως και ο οίκός μου θέλομεν λατρεύει τον Κύριον. 16 Και απεκρίθη ο λαός λέγων, Μη γένοιτο να αφήσωμεν τον Κύριον, διά να λατρεύσωμεν άλλους θεούς· 17 διότι Κύριος ο Θεός ημών, αυτός ανεβίβασεν ημάς και τους πατέρας ημών εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας, και αυτός έκαμεν ενώπιον ημών εκείνα τα σημεία τα μεγάλα, και διεφύλαξεν ημάς καθ' όλην την οδόν την οποίαν διωδεύσαμεν, και μεταξύ πάντων των εθνών διά των οποίων διέβημεν· 18 και εξεδίωξεν ο Κύριος απ' έμπροσθεν ημών πάντας τους λαούς και τους Αμορραίους τους κατοικούντας εν τη γή· και ημείς θέλομεν λατρεύει τον Κύριον· διότι αυτός είναι Θεός ημών. 19 Και είπεν ο Ιησούς προς τον λαόν, Δεν θέλετε δυνηθή να λατρεύητε τον Κύριον· διότι αυτός είναι Θεός άγιος· είναι Θεός ζηλωτής· δεν θέλει συγχωρήσει τας ανομίας σας και τας αμαρτίας σας· 20 διότι θέλετε εγκαταλείψει τον Κύριον και λατρεύσει ξένους Θεούς· τότε στραφείς θέλει σας κακώσει και θέλει σας εξολοθρεύσει, αφού σας αγαθοποίησε. 21 Και είπεν ο λαός εις τον Ιησούν, Ουχί· αλλά τον Κύριον θέλομεν λατρεύει. 22 Και είπεν ο Ιησούς προς τον λαόν, Σεις είσθε μάρτυρες εις εαυτούς ότι σεις εξελέξατε εις εαυτούς τον Κύριον, διά να λατρεύητε αυτόν. Και εκείνοι είπον, Μάρτυρες. 23 Τώρα λοιπόν αποβάλετε τους ξένους θεούς, τους εν τω μέσω υμών, και κλίνατε την καρδίαν υμών προς Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ. 24 Και είπεν ο λαός προς τον Ιησούν, Κύριον τον Θεόν ημών θέλομεν λατρεύει και εις την φωνήν αυτού θέλομεν υπακούει. 25 Και έκαμεν ο Ιησούς διαθήκην προς τον λαόν εν τη ημέρα εκείνη, και έθεσεν εις αυτούς νόμον και κρίσιν εν Συχέμ. 26 Και έγραψεν ο Ιησούς τους λόγους τούτους εν τω βιβλίω του νόμου του Θεού· και λαβών λίθον μέγαν, έστησεν αυτόν εκεί υπό την δρυν, την πλησίον του αγιαστηρίου του Κυρίου. 27 Και είπεν ο Ιησούς προς πάντα τον λαόν, Ιδού, ο λίθος ούτος θέλει είσθαι εις υμάς εις μαρτύριον, διότι αυτός ήκουσε πάντας τους λόγους του Κυρίου τους οποίους ελάλησε προς ημάς· θέλει είσθαι λοιπόν εις μαρτύριον εις εσάς, διά να μη αρνηθήτε τον Θεόν σας. 28 Και απέστειλεν ο Ιησούς τον λαόν, έκαστον εις την κληρονομίαν αυτού. 29 Και μετά τα πράγματα ταύτα, ετελεύτησεν Ιησούς ο υιός του Ναυή, ο δούλος του Κυρίου, ηλικίας εκατόν δέκα ετών. 30 Και έθαψαν αυτόν εν τοις ορίοις της κληρονομίας αυτού εν Φαμνάθ-σαράχ, ήτις είναι εν τω όρει Εφραΐμ, προς βορράν του όρους Γαάς. 31 Και ελάτρευσεν ο Ισραήλ τον Κύριον πάσας τας ημέρας του Ιησού και πάσας τας ημέρας των πρεσβυτέρων, οίτινες επέζησαν μετά τον Ιησούν και οίτινες εγνώρισαν πάντα τα έργα του Κυρίου, όσα έκαμεν υπέρ του Ισραήλ. 32 Τα δε οστά του Ιωσήφ, τα οποία ανεβίβασαν οι υιοί Ισραήλ εξ Αιγύπτου, έθαψαν εν Συχέμ, εν τη μερίδι του αγρού την οποίαν ηγόρασεν ο Ιακώβ παρά των υιών του Εμμώρ, πατρός του Συχέμ, δι' εκατόν αργύρια, και έγεινε κληρονομία των υιών Ιωσήφ. 33 Και ετελεύτησεν Ελεάζαρ ο υιός του Ααρών, και έθαψαν αυτόν εν τω λόφω του Φινεές του υιού αυτού, όστις εδόθη εις αυτόν εκ τω όρει Εφραΐμ. 1 Και συνήθροισεν ο Ιησούς πάσας τας φυλάς του Ισραήλ εν Συχέμ, και συνεκάλεσε τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και τους αρχηγούς αυτών και τους κριτάς αυτών και τους άρχοντας αυτών· και παρεστάθησαν ενώπιον του Θεού. 2 Και είπεν ο Ιησούς προς πάντα τον λαόν, Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Ισραήλ· πέραν του ποταμού κατώκησαν απ' αρχής οι πατέρες σας, Θάρρα ο πατήρ του Αβραάμ και ο πατήρ του Ναχώρ, και ελάτρευσαν άλλους θεούς. 3 Και έλαβον τον πατέρα σας τον Αβραάμ εκ του πέραν του ποταμού, και ώδήγησα αυτόν διά πάσης της γης Χαναάν, και επλήθυνα το σπέρμα αυτού, και έδωκα τον Ισαάκ εις αυτόν. 4 Και εις τον Ισαάκ έδωκα τον Ιακώβ και τον Ησαύ· και έδωκα εις τον Ησαύ το όρος Σηείρ, διά να κληρονομήση αυτό· ο δε Ιακώβ και οι υιοί αυτού κατέβησαν εις την Αίγυπτον. 5 Και απέστειλα τον Μωϋσήν και τον Ααρών, και επάταξα την Αίγυπτον διά πληγών, τας οποίας έκαμον εν μέσω αυτής, και μετά ταύτα εξήγαγον υμάς. 6 Και αφού εξήγαγον τους πατέρας υμών εξ Αιγύπτου, ήλθετε εις την θάλασσαν· και κατεδίωξαν οι Αιγύπτιοι οπίσω των πατέρων υμών με αμάξας και ίππους εις την θάλασσαν την Ερυθράν· 7 και εβόησαν προς Κύριον και αυτός έθεσε σκότος αναμέσον υμών και των Αιγυπτίων, και επήγαγεν επ' αυτούς την θάλασσαν και εκάλυψεν αυτούς, και οι οφθαλμοί υμών είδον τι έκαμον εν τη Αιγύπτω· και κατωκήσατε εν τη ερήμω ημέρας πολλάς. 8 Και σας έφερα εις την γην των Αμορραίων, των κατοικούντων πέραν του Ιορδάνου, και σας επολέμησαν και παρέδωκα αυτούς εις τας χείρας σας, και κατεκληρονομήσατε την γην αυτών, και εξωλόθρευσα αυτούς απ' έμπροσθέν σας. 9 Και εσηκώθη Βαλάκ ο υιός του Σεπφώρ, βασιλεύς του Μωάβ, και επολέμησε προς τον Ισραήλ· και αποστείλας προσεκάλεσε τον Βαλαάμ υιόν του Βεώρ διά να σας καταρασθή· 10 αλλ' εγώ δεν ηθέλησα να ακούσω τον Βαλαάμ· μάλιστα δε και σας ευλόγησε, και σας ηλευθέρωσα εκ των χειρών αυτού. 11 Και διέβητε τον Ιορδάνην και ήλθετε εις Ιεριχώ· και σας επολέμησαν οι άνδρες της Ιεριχώ, οι Αμορραίοι και οι Φερεζαίοι και οι Χαναναίοι και οι Χετταίοι και οι Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι· και παρέδωκα αυτούς εις τας χείρας σας. 12 Και εξαπέστειλα έμπροσθέν σας τας σφήκας, και εξεδίωξαν αυτούς απ' έμπροσθέν σας, τους δύο βασιλείς των Αμορραίων· ουχί διά της μαχαίρας σου ουδέ διά του τόξου σου. 13 Και έδωκα εις εσάς γην, εις την οποίαν δεν εκοπιάσατε, και πόλεις τας οποίας δεν εκτίσατε, και κατωκήσατε εν αυταίς· και τρώγετε αμπελώνας και ελαιώνας, τους οποίους δεν εφυτεύσατε. 14 Τώρα λοιπόν φοβήθητε τον Κύριον και λατρεύσατε αυτόν εν ακεραιότητι και αληθεία· και αποβάλετε τους θεούς, τους οποίους ελάτρευσαν οι πατέρες σας πέραν του ποταμού και εν τη Αιγύπτω, και λατρεύσατε τον Κύριον. 15 Αλλ' εάν δεν αρέσκη εις εσάς να λατρεύητε τον Κύριον, εκλέξατε σήμερον ποίον θέλετε να λατρεύητε· ή τους θεούς, τους οποίους ελάτρευσαν οι πατέρες σας πέραν του ποταμού, ή τους θεούς των Αμορραίων, εις των οποίων την γην κατοικείτε· εγώ όμως και ο οίκός μου θέλομεν λατρεύει τον Κύριον. 16 Και απεκρίθη ο λαός λέγων, Μη γένοιτο να αφήσωμεν τον Κύριον, διά να λατρεύσωμεν άλλους θεούς· 17 διότι Κύριος ο Θεός ημών, αυτός ανεβίβασεν ημάς και τους πατέρας ημών εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας, και αυτός έκαμεν ενώπιον ημών εκείνα τα σημεία τα μεγάλα, και διεφύλαξεν ημάς καθ' όλην την οδόν την οποίαν διωδεύσαμεν, και μεταξύ πάντων των εθνών διά των οποίων διέβημεν· 18 και εξεδίωξεν ο Κύριος απ' έμπροσθεν ημών πάντας τους λαούς και τους Αμορραίους τους κατοικούντας εν τη γή· και ημείς θέλομεν λατρεύει τον Κύριον· διότι αυτός είναι Θεός ημών. 19 Και είπεν ο Ιησούς προς τον λαόν, Δεν θέλετε δυνηθή να λατρεύητε τον Κύριον· διότι αυτός είναι Θεός άγιος· είναι Θεός ζηλωτής· δεν θέλει συγχωρήσει τας ανομίας σας και τας αμαρτίας σας· 20 διότι θέλετε εγκαταλείψει τον Κύριον και λατρεύσει ξένους Θεούς· τότε στραφείς θέλει σας κακώσει και θέλει σας εξολοθρεύσει, αφού σας αγαθοποίησε. 21 Και είπεν ο λαός εις τον Ιησούν, Ουχί· αλλά τον Κύριον θέλομεν λατρεύει. 22 Και είπεν ο Ιησούς προς τον λαόν, Σεις είσθε μάρτυρες εις εαυτούς ότι σεις εξελέξατε εις εαυτούς τον Κύριον, διά να λατρεύητε αυτόν. Και εκείνοι είπον, Μάρτυρες. 23 Τώρα λοιπόν αποβάλετε τους ξένους θεούς, τους εν τω μέσω υμών, και κλίνατε την καρδίαν υμών προς Κύριον τον Θεόν του Ισραήλ. 24 Και είπεν ο λαός προς τον Ιησούν, Κύριον τον Θεόν ημών θέλομεν λατρεύει και εις την φωνήν αυτού θέλομεν υπακούει. 25 Και έκαμεν ο Ιησούς διαθήκην προς τον λαόν εν τη ημέρα εκείνη, και έθεσεν εις αυτούς νόμον και κρίσιν εν Συχέμ. 26 Και έγραψεν ο Ιησούς τους λόγους τούτους εν τω βιβλίω του νόμου του Θεού· και λαβών λίθον μέγαν, έστησεν αυτόν εκεί υπό την δρυν, την πλησίον του αγιαστηρίου του Κυρίου. 27 Και είπεν ο Ιησούς προς πάντα τον λαόν, Ιδού, ο λίθος ούτος θέλει είσθαι εις υμάς εις μαρτύριον, διότι αυτός ήκουσε πάντας τους λόγους του Κυρίου τους οποίους ελάλησε προς ημάς· θέλει είσθαι λοιπόν εις μαρτύριον εις εσάς, διά να μη αρνηθήτε τον Θεόν σας. 28 Και απέστειλεν ο Ιησούς τον λαόν, έκαστον εις την κληρονομίαν αυτού. 29 Και μετά τα πράγματα ταύτα, ετελεύτησεν Ιησούς ο υιός του Ναυή, ο δούλος του Κυρίου, ηλικίας εκατόν δέκα ετών. 30 Και έθαψαν αυτόν εν τοις ορίοις της κληρονομίας αυτού εν Φαμνάθ-σαράχ, ήτις είναι εν τω όρει Εφραΐμ, προς βορράν του όρους Γαάς. 31 Και ελάτρευσεν ο Ισραήλ τον Κύριον πάσας τας ημέρας του Ιησού και πάσας τας ημέρας των πρεσβυτέρων, οίτινες επέζησαν μετά τον Ιησούν και οίτινες εγνώρισαν πάντα τα έργα του Κυρίου, όσα έκαμεν υπέρ του Ισραήλ. 32 Τα δε οστά του Ιωσήφ, τα οποία ανεβίβασαν οι υιοί Ισραήλ εξ Αιγύπτου, έθαψαν εν Συχέμ, εν τη μερίδι του αγρού την οποίαν ηγόρασεν ο Ιακώβ παρά των υιών του Εμμώρ, πατρός του Συχέμ, δι' εκατόν αργύρια, και έγεινε κληρονομία των υιών Ιωσήφ. 33 Και ετελεύτησεν Ελεάζαρ ο υιός του Ααρών, και έθαψαν αυτόν εν τω λόφω του Φινεές του υιού αυτού, όστις εδόθη εις αυτόν εκ τω όρει Εφραΐμ. 34 Judges 1:1: Και μετά τον θάνατον του Ιησού, ηρώτησαν οι υιοί Ισραήλ τον Κύριον, λέγοντες, Τις θέλει αναβή υπέρ ημών πρώτος κατά των Χαναναίων, διά να πολεμήση αυτούς; 35 Judges 1:2: Και είπεν ο Κύριος, Ο Ιούδας θέλει αναβή· ιδού, παρέδωκα τον τόπον εις την χείρα αυτού. 36 Judges 1:3: Και είπεν ο Ιούδας προς Συμεών τον αδελφόν αυτού, Ανάβα μετ' εμού εις τον κλήρόν μου, διά να πολεμήσωμεν τους Χαναναίους, και εγώ ομοίως θέλω ελθεί μετά σου εις τον κλήρόν σου. Και υπήγε μετ' αυτού ο Συμεών.